Ηταν Ιούλιος. Ενας άχαρος Ιούλιος του 1978, λίγες μόνο ημέρες μετά τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης. Η είδηση που έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες ήταν από αυτές που, τότε, λέγαμε «γκραν γκινιόλ». Η νεαρή δικηγόρος Αριάδνη Αλεξάνδρου έκανε βόλτα με το ποδήλατό της σε μία παραλία της βόρειας Εύβοιας. Της επιτέθηκαν δύο μπουλντόγκ και, κυριολεκτικά, την κομμάτιασαν. Οι ιατροδικαστές μιλούσαν για τουλάχιστον πεντακόσιες δαγκωματιές. Οι περιγραφές παρέπεμπαν σε σκηνικό τρόμου. Σε μια μεγάλη ακτίνα, διάσπαρτα κομμάτια σάρκας και κουρέλια από τα ρούχα της μαζί με αξεσουάρ από το ποδήλατο.
Κανονικά, δεν θα έπρεπε να θυμάμαι, μετά από τόσα χρόνια, το περιστατικό. Οι ειδήσεις δεν «απλώνονταν» εκείνη την εποχή όπως, λόγω τηλεόρασης και Διαδικτύου, γίνεται σήμερα. Ενα χρόνο αργότερα όμως, τον Σεπτέμβριο του 1979, ξεκίνησα να δουλεύω στη δισκογραφική εταιρεία Lyra, δίπλα στον αείμνηστο Αλέκο Πατσιφά. Ηταν οι μέρες που ο Οδυσσέας Ελύτης – στενός φίλος του Πατσιφά και τακτικός επισκέπτης των γραφείων μας – βραβεύτηκε με το Νομπέλ. Και η Αφροδίτη Μάνου ηχογραφούσε ήδη έναν δίσκο με τραγούδια σε ποίηση Ελύτη και μουσική Μιχάλη Τρανουδάκη, ο πρώτος που θα κυκλοφορούσε μετά τη βράβευση του ποιητή.
Ο τίτλος του ήταν «Η ποδηλάτισσα», ο τίτλος δηλαδή ενός ποιήματος από «Τα Ρω του έρωτα» που αν και είχε εκδοθεί το 1972, έμοιαζε σαν να ήταν η κάμερα στο περιστατικό του προηγούμενου καλοκαιριού. «Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα που ‘κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα / Βρήκα τα φρούτα που ‘χε στο πανέρι της, το δαχτυλίδι που ‘πεσε απ’ το χέρι της / Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της, τις ρόδες, το τιμόνι, το πεντάλι της / Τη ζώνη της τη βρήκα σε μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη που ‘μοιαζε δάκρυ / Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα κι έλεγα πού ‘ναι πού ‘ναι η ποδηλάτισσα / Την είδα να περνά πάνω απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα / Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της».
Τι έγινε μετά; Ως προς την υπόθεση της Εύβοιας εννοώ. Τα μπουλντόγκ εκπαίδευε στο κτήμα του ένας ιερωμένος. Ο οποίος κάθισε στο εδώλιο και τον Νοέμβριο του 1979 βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου που του επέβαλε φυλάκιση δύο χρόνων και αποζημίωση στη μητέρα της Αριάδνης. Εκανε έφεση, δεν μπήκε ποτέ φυλακή. Οι ρεπόρτερ που κάλυπταν τη δική, έγραφαν τότε για τον προκλητικό κυνισμό του ιερωμένου που είχε φτάσει στο σημείο να δηλώσει: «Οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς». Οι δικηγόροι του είχαν «εφεύρει» μάλιστα έναν άλλο ένοχο που υποτίθεται ότι είχε πετσοκόψει την κοπέλα για ερωτικούς λόγους αλλά τα ευρήματα «μιλούσαν», ουδένα έπεισαν. Η ιστορία σιγά σιγά ξεχάστηκε. Και έμεινε μόνο το ποίημα και το τραγούδι.
Ενας σκύλος, ένας άνθρωπος και η είδηση
Ηταν η φράση – μάθημα προς εκπαιδευόμενους δημοσιογράφους. «Είδηση δεν είναι όταν ένας σκύλος δαγκώνει έναν άνθρωπο αλλά όταν ένας άνθρωπος δαγκώνει έναν σκύλο». Ποτέ δεν μου άρεσε, την έβρισκα κάπως απλουστευτική. Εξάλλου στην εποχή μας, είδηση μπορούν να γίνουν τα πάντα. Το θέμα πλέον είναι το πώς προσλαμβάνει την είδηση το κοινό. Και τι κοινωνικούς αυτοματισμούς πυροδοτεί.
Οι περιπτώσεις του Ολιβερ, του χάσκι στην Αράχωβα που ξεψύχησε ύστερα από άγρια κακοποίηση και της γυναίκας που κατασπάραξαν τα σκυλιά στη Νεοχωρούδα Θεσσαλονίκης αυτό καταγράφουν. Παρατηρώ όμως το εξής. Αν το 1978, πριν από 45 χρόνια δηλαδή, ένας σκύλος – και μάλιστα σε ένα χωριό κακοποιείτο μέχρι θανάτου, δεν νομίζω ότι θα γινόταν είδηση. Ευτυχώς όμως από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Οι κοινωνίες έχουν εξελιχθεί, οι νόμοι επίσης, η κακοποίηση ζώου είναι στίγμα και, ποινικά, κολάσιμη πράξη. Και αυτό είναι μία κατάκτηση. Αυτό που δεν έχουμε ακόμη κατακτήσει είναι το να ξεπεράσουμε το κλισέ της επιλεκτικής ευαισθησίας και να θεωρούμε τραγική είδηση τόσο τη θανάτωση σκύλου από άνθρωπο (αν ισχύει αυτό στην περίπτωση του Ολίβερ) όσο και το πετσόκομμα ενός ανθρώπου από σκύλο.