Οι δημογραφικές προβλέψεις για την χωρίς φρένο γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Ο συνολικός δείκτης γονιμότητας κινείται πτωτικά σχεδόν για τέσσερις δεκαετίες και κατά κάποιον τρόπο έρχεται σε αντίθεση με τον δείκτη ευημερίας που έχει ανέβει.
Στη χώρα μας, το 1962, σε κάθε γυναίκα αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 2,30 γεννήσεις. Είκοσι χρόνια μετά, το 1982, η αναλογία έπεσε στο 2,10. Η μεγάλη κατρακύλα όμως έρχεται από τη στιγμή που χώρα μας μπαίνει στην Ευρωζώνη.
Το ποσοστό των γεννήσεων βυθίζεται στο 1,32 και σύμφωνα με τις μετρήσεις του ΟΟΣΑ μόνο το 2022 καταγράφεται μια οριακή αύξηση αλλά δεν είναι αρκετή για να αντιστρέψει την κατάσταση. Οι προβολές στο μέλλον με ορίζοντα 40 ετών (2062) δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες και ο δείκτης δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 1,5 που θα αποτελεί το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μετά την Ιταλία και την Ισπανία.
Το «καμπανάκι» του ΟΟΣΑ
Αν κάποιος στα παραπάνω διαβάζει μόνο αριθμούς, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διαβάζει πολιτικές και στέλνει το πρώτο ηχηρό «καμπανάκι» προβλέποντας αύξηση κατά τέσσερα χρόνια του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για πλήρη σύνταξη (για τους νέους εργαζομένους) συνδέοντάς το με το προσδόκιμο ζωής.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, τα όρια ηλικίας για κανονική (πλήρη) σύνταξη θα αυξηθούν και σε άλλες χώρες, οι οποίες έχουν προχωρήσει σε πλήρη ή μερική σύνδεσή τους με το προσδόκιμο ζωής. Σήμερα, η μία στις τέσσερις χώρες του ΟΟΣΑ έχει μια τέτοια σύνδεση, ενώ πλήρη σύνδεση έχουν μόνο η Ελλάδα, η Δανία, η Εσθονία, η Ιταλία και η Σλοβακία.
Το 2022, το προσδόκιμο ζωής -στην ηλικία των 65 ετών- ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 83 έτη για τους άνδρες και 86,2 έτη για τις γυναίκες. Κατά μέσο όρο, στις χώρες του ΟΟΣΑ, το υπόλοιπο προσδόκιμο ζωής -στην ηλικία των 65 ετών- αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,4 έτη στις γυναίκες και 4,9 έτη στους άνδρες έως το 2065. Όσον αφορά στην Ελλάδα, οι προβολές δείχνουν ότι η αύξηση θα είναι οριακά υψηλότερη του μέσου όρου.
Η επιβεβαίωση της Eurostat και η φθίνουσα πορεία γεννήσεων στην Ελλάδα
Στο μεταξύ, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες προβλέψεις της Eurostat ο πληθυσμός της ζώνης του ευρώ αναμένεται να μειωθεί κατά 4,5% -μεταξύ 2022 και 2100- που αντιστοιχεί σε 16 εκατομμύρια λιγότερους ανθρώπους.
Τα «καμπανάκια» είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά για τις λεγόμενες «μικρές χώρες» της ΕΕ όπως την Εσθονία, την Ελλάδα, την Κροατία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία, την Σλοβενία, την Σλοβακία και την Φινλανδία που βρίσκονται σε ένα καθοδικό σπιράλ το οποίο δεν πρόκειται να ανακοπεί για πολλά χρόνια.
Έτσι, λόγω της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων, η μείωση του παραγωγικού πληθυσμού (ηλικίες 15-64 ετών) θα είναι ιδιαίτερα σοβαρή σε σχέση με εκείνη του συνολικού πληθυσμού.
Ο καθηγητής Δημογραφίας, Βύρων Κοτζαμάνης, αναφέρθηκε (ΕΡΤ) πρόσφατα σε μία μελέτη που δείχνει την φθίνουσα πορεία γεννήσεων στην Ελλάδα και την αύξηση των ηλικιακών ορίων των 65 ετών και άνω. Παράλληλα υπογράμμισε πως «αν δεν κάνουμε κάτι το 2050 θα είμαστε 9 εκατομμύρια».
Ο καθηγητής ανέφερε ότι «λόγω του παρελθόντος και της αδράνειας που έχουν τα δημογραφικά φαινόμενα στα επόμενα 25-30 χρόνια θα έχουμε μια μείωση του πληθυσμού από 1,1 έως 1,4 εκατομμύρια η οποία θα οφείλεται στο ότι γηράσκουμε και όσο περισσότεροι ηλικιωμένοι είναι τόσο περισσότερους θανάτους θα έχουμε».
Δεδομένα που τρομάζουν
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό δημιουργείται ένα εκρηκτικό κοκτέιλ τόσο την αγορά εργασίας όσο και στο συνταξιοδοτικό σύστημα όσο καθησυχαστική και να είναι η κυβέρνηση.
Ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου, εμφανίστηκε πρόσφατα αρνητικός στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης βραχυπρόθεσμα (μέσα στην επόμενη τριετία). Μιλώντας στο ΟΤ FORUM εξήγησε ότι, με βάση το ισχύον σύστημα, ανά τριετία εξετάζεται το προσδόκιμο ζωής και αναλόγως προσαρμόζονται τα όρια συνταξιοδότησης. Οπως είπε, λόγω κορονοϊού υπήρξαν ανατροπές στα δεδομένα, αλλά απέκλεισε το ενδεχόμενο αυξήσεων των ορίων συνταξιοδότησης την επόμενη τριετία. Φυσικά, δεν μπορούσε να δεσμευτεί πέραν των τριών ετών μην αποκλείοντας τίποτα.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυτήν τη στιγμή αναλογούν 31 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, ανά 100 άτομα εργάσιμης ηλικίας (20 έως 64 ετών) κατά μέσο όρο σε όλα τα κράτη- μέλη του, όταν πριν από τριάντα χρόνια ήταν μόνο 20 και πριν από εξήντα χρόνια μόλις 16.
Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι χειρότερα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αναλογούσαν μόλις 12,9 άτομα άνω των 65 ετών σε 100 εργαζόμενους. Σήμερα οι άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζόμενους είναι 39,3 και οι προβλέψεις για, το όχι και τόσο μακρινό, 2052 είναι πως θα ξεπεράσει το 70.
Δύσκολες αποφάσεις
Με αυτά τα δεδομένα οι δημογραφικές τάσεις απειλούν ευθέως και τα συνταξιοδοτικά συστήματα. Σε όλη την Ευρώπη υπάρχει έντονη κινητικότητα και αλλαγές, ανάλογες με αυτές που έκανε η Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια λόγω της γήρανσης του πληθυσμού που συμπιέζουν τις κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Χαρακτηριστικό είναι πως το 2019 η Ελλάδα και η Ιταλία δαπάνησαν το μεγαλύτερο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος για δημόσιες συντάξεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, σε ποσοστό περίπου 16% του ΑΕΠ.