Μία από τις σταθερές σχεδόν όλης της ελληνικής κοινωνίας είναι το μίσος και η απαξίωση για τους αστυνομικούς. Οχι αναγκαστικά για την απαξία με την οποία μιλάμε αν κάποια στιγμή νιώσουμε ότι όταν χρειάζεται η Αστυνομία δεν είναι παρούσα, αλλά την καταστατική απαξία των ανδρών και των γυναικών της, των αστυνομικών. Μια λέξη της αργκό, μάλιστα, που άλλοτε χρησιμοποιούνταν περιθωριακά, μπάτσος, χρησιμοποιείται απ’ όλους. Συχνά, αυτοσαρκαστικά, ακόμα κι από τους ίδιους τους αστυνομικούς.
Η λέξη δεν επικράτησε αθώα. Εχει μεγάλη ιστορία, αλλά μέχρι και τη δικτατορία χρησιμοποιούνταν κυρίως από λούμπεν στοιχεία, ήταν δηλαδή μια βρισιά περιθωριακών. Ευρύτερα διαδόθηκε μετά το 1981, όταν η Μεταπολίτευση κυριαρχήθηκε από τις ιδέες παρατάξεων που είχαν πιστέψει ότι συνέχιζαν να διώκονται από τον μετεμφυλιακό αυταρχισμό, ο οποίος ανανεώθηκε στη χούντα. Οι αστυνομικοί, ως όργανα επιβολής της τάξης (όπου το νόημα της τάξης υποτίθεται ότι το έδινε η εξουσία), έγιναν ο αποδιοπομπαίος τράγος του ελληνικού προοδευτισμού – κι όσο ο προοδευτισμός κέρδιζε έδαφος, της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί τι ήταν οι αστυνομικοί στην κοινή συνείδηση του προοδευτισμού; Το μαρτυρά το δημοφιλές σύνθημα: «Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Δεν ήταν καν άνθρωποι, ήταν γουρούνια, γι’ αυτό και η ζωή τους δεν άξιζε μια δεκάρα. Συζητάμε, και σωστά, τα θύματα της αστυνομικής βίας, τιμούμε τα ονόματά τους, συχνά στο όνομά τους στήνονται βεγγέρες βίας – αλλά ουδείς θυμάται τους χωρίς λόγο νεκρούς «μπάτσους», μόνο και μόνο επειδή ήταν «μπάτσοι».
Ενδεικτικά, οι τρομοκράτες της 17 Νοέμβρη, ανάμεσα στα θύματά τους, είχαν και αστυνομικούς. Ποιος ξέρει, ποιος έχει συζητήσει τα ονόματά τους; Ποιος θυμάται τον Σωτήρη Σταμούλη (αστυφύλακας, οδηγός του Πέτρου, νεκρός τον Ιανουάριο του 1980), τον Χρήστο Μάτη (αστυφύλακας φρουρός σε τράπεζα στα Πετράλωνα που τον πυροβόλησαν εξ επαφής παραμονή Χριστουγέννων του 1984), τον αρχιφύλακα Νίκο Γεωργακόπουλο (σκοτώθηκε έπειτα από βομβιστική επίθεση σε λεωφορείο τον Νοέμβριο του 1985), τον αστυφύλακα Γιάννη Βαρή (δολοφονήθηκε τον Νοέμβριο του 1991);
Δεν είναι μόνο η στάση των εξτρεμιστών στο όνομα της Αριστεράς. Είναι και η στάση που χοντρικά έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό η ελληνική κοινωνία. Στάση συλλογικής περιφρόνησης και από τα κινήματα, και από τα αριστερά κόμματα, και από τις διάφορες συλλογικότητες, αλλά και από τους χούλιγκαν των γηπέδων, από κάθε λογής παραβατικό – αλλά και από τους πολίτες που δεν διανοούνται ότι θα διαπράξουν παραβατικές συμπεριφορές. Στάση περιφρόνησης στα πρόσωπα που στελεχώνουν τους μηχανισμούς καταστολής, αντίθεσης σε έναν «αυταρχισμό» ο οποίος στην εποχή μας δεν υπάρχει.
Ο αστυνομικός, σήμερα, δεν είναι ο χωροφύλακας της δικτατορίας Μεταξά και της μετεμφυλιακής περιόδου, δεν είναι ο παντοδύναμος εκπρόσωπος της κρατικής αυθαιρεσίας. Εκπαιδεύεται στους δημοκρατικούς κανόνες, τους οποίους οφείλει (εκτός των άλλων και για να μην έχει συνέπειες) να τηρεί.
Οι αστυνομικοί, ιδίως όσοι έχουν ενεργό ρόλο στη διαφύλαξη της τάξης, κάνουν ένα πολύ σκληρό επάγγελμα. Ξέρουν καλά ότι, εκτός από το έγκλημα και την παραβατικότητα, έχουν να αντιμετωπίσουν τα στερεότυπα. Ξέρουν ακόμα ότι, αν τους συμβεί οτιδήποτε (όπως αυτό που συνέβη στον αστυνομικό στον Ρέντη, που έφαγε τη φωτοβολίδα στο πόδι), κανείς δεν θα τους κλάψει. Αλλά είναι η δουλειά τους – μια πολύ χρήσιμη δουλειά με κοινωνικό αποτύπωμα. Και οφείλουμε τουλάχιστον να τους αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να την κάνουν χωρίς ενοχές.
Ο Ρόμπερτ Κέιρο που τιμά η Ακαδημία
Οφείλω να καταθέσω τον εντυπωσιασμό μου από την απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών (23/11/2023, ανακοινώθηκε χθες) να εκλέξει αντεπιστέλλον μέλος της τον αμερικανό πολιτικό βιογράφο Ρόμπερτ Κέιρο. Οι κυριακάτικοι «Times» της Αγγλίας τον θεωρούν τον σημαντικότερο πολιτικό βιογράφο του καιρού μας. Ανάμεσα σε αυτούς που τον θαυμάζουν είναι και ο υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, που έχει γράψει για το έργο του.
Τι ξεχωρίζει τις βιογραφίες του Κέιρο, εκτός από το ύφος της γραφής του και την εμβρίθεια των συμπερασμάτων του; Η εξονυχιστική, πολύχρονη έρευνα, που δεν γίνεται μόνο μέσα σε βιβλιοθήκες και αρχεία. Και η μέθοδός του δεν φτιάχνει αγιογραφίες, το αντίθετο. Οδηγεί σε πολυπρισματικές και πολύπλοκες παρουσιάσεις της ζωής ανθρώπων που άσκησαν εξουσία – που «λερώθηκαν», δηλαδή, στην εμπλοκή τους με τον δημόσιο βίο.
Πιο διάσημο βιβλίο του, η βιογραφία του αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον («The Years of Lyndon Johnson», κυκλοφορούν τέσσερις τόμοι, αλλά ο Κέιρο εργάζεται στον πέμπτο). Ο Τζόνσον δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό πρόσωπο για αναγνώστες ιστορικών μονογραφιών. Αντιπρόεδρος του Τζον Κένεντι, βρέθηκε πρόεδρος ξαφνικά, και ορκίστηκε λίγο μετά τη δολοφονία του προκατόχου του στο Ντάλας. Η θητεία του σημαδεύτηκε από τα γεγονότα του Βιετνάμ. Αλλά, στο εσωτερικό μέτωπο, αποδείχθηκε ικανότατος και χρήσιμος μεταρρυθμιστής. Εύγε στην Ακαδημία για τα αντανακλαστικά της.