Ανάμεσα στις μεταβολές που έφεραν η επίθεση των τρομοκρατών της Χαμάς στο Ισραήλ και ο πόλεμος στον οποίο αυτή οδήγησε, προσμετράται και η εκτόξευση του ενδιαφέροντος αρκετών δυτικών κρατών για την Κύπρο: κατανόησαν ξαφνικά βαθύτερα τη σημασία της. Μα και αν ακόμα δεν έγινε αυτό ούτε με την επίθεση, οπωσδήποτε συνέβη όταν η Τουρκία, που επί μισό αιώνα κατέχει παράνομα τη Βόρεια Κύπρο, τάχθηκε ολόθερμα στο πλευρό των τρομοκρατών που στρέφονται πρωτίστως εναντίον του Ισραήλ, αλλά παράλληλα και εναντίον ολόκληρης της Δύσης. Προτελευταίο προπύργιο Δύσης πριν το Ισραήλ και μετά την Ελλάδα, η Κυπριακή Δημοκρατία, ήρθε αυτόν τον καιρό στο επίκεντρο διαφόρων σχεδιασμών μπροστά στον ολοκληρωτισμό του βάρβαρου επεκτατικού τρόμου.
Εδώ ακριβώς όμως είναι που κάποιες από τις κυβερνήσεις αυτών των χωρών θα έπρεπε να κάνουν ένα βήμα πίσω. Και να σκεφτούν τα λάθη τους: όπως ότι παγίως αδιαφορούν πλήρως για την παράνομη τουρκική κατοχή, ή ότι άσκησαν φοβερή διεθνή πίεση στην Κύπρο και στον λαό της για να αποδεχθεί το διαβόητο «Σχέδιο Ανάν», το οποίο όμως είχε το σθένος να απορρίψει υπό τον πρόεδρο Παπαδόπουλο παρά τις απειλές με τις οποίες πανταχόθεν σχεδόν σφυροκοπήθηκε. Γιατί αν είχε περάσει, σήμερα γι’ αυτούς Κύπρος δεν θα υπήρχε. Αντίθετα, θα ήταν ολόκληρη όμηρος του Ερντογάν. Και, επιπλέον, πιθανότατα άλλου είδους εντάσεις θα είχαν αναγεννηθεί ήδη στο εσωτερικό της.
Τα σφάλματα των μεγάλων δυνάμεων είναι βεβαίως ατελείωτα. Ως προς την Ελλάδα, λ.χ., είχαμε πρόσφατα την παραδοχή του επικεφαλής των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς σε συζήτηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Βερολίνο: «Ελεγα κάποτε ότι θα ήταν καλύτερα να έβγαινε η Ελλάδα από την ΕΕ και να επέστρεφε αργότερα. Ομως κοιτώντας τώρα στο παρελθόν, θα ήταν μία κακή απόφαση». Λόγια σαν αυτά ακούστηκαν πλέον με το τσουβάλι, ιδίως από πρόσωπα που διαμόρφωσαν και επέβαλαν τα ελληνικά μνημόνια και που έχουν εκ των υστέρων βρει ευκαιρίες να πουν ότι επέβαλαν λάθος πολιτικές. Αλλά βεβαίως ανούσια, ανεύθυνα, αργά.
Τα λάθη των μεγάλων δυνάμεων έχουν πρόσθετη σημασία εν μέσω του ελληνοτουρκικού διαλόγου, που διεξάγεται στο ημίφως. Και που παράγει μία εικόνα σε ευθεία σύγκρουση με όσα συνέβαιναν επί δεκαετίες, χωρίς να έχει μέχρι στιγμής εξηγηθεί τι είναι εκείνο που έχει κάνει την Τουρκία να συμπεριφέρεται πλέον με διαφορές επιπέδου άσπρο – μαύρο σε σχέση με το παρελθόν. Η άνευ προηγουμένου μυστηριώδης αυτή κατάσταση επιτείνεται από το γεγονός ότι όλη η μεταβολή αφορά αποκλειστικά την τακτική της Τουρκίας και είναι ριζική, προς στιγμή τουλάχιστον, ενώ η στρατηγική παραμένει άθικτη: δεν έχει μεταβληθεί στο ελάχιστο.
Ομως στην πολιτική, εσωτερική και, ιδίως, διεθνή, όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Και σίγουρα όχι από ανία ή από τύχη. Εδώ λοιπόν είναι σαφές ότι η Τουρκία περιμένει κάτι, πιθανότατα από την επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων μετά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα: τις συζητήσεις περί ΑΟΖ και όσα συνάδουν. Κάτι που την κρατά ήρεμη και με σεβασμό στα προσχήματα, μέχρι να επιτευχθεί. Αυτό εξηγεί τα πάντα – και τη φράση Μητσοτάκη περί υποχωρήσεων. Αλλη ερμηνεία, δεν υπάρχει.
Τίθενται συνεπώς τρία μείζονα ερωτήματα: πρώτον, τι είναι αυτό το «κάτι»; Δεύτερον, πόθεν προέρχονται τόσο ισχυρές εγγυήσεις, ώστε η Τουρκία να είναι ξαφνικά ευτυχής, όπως η στάση της προδίδει; Τρίτον, έχει δώσει –και ποιες– υποσχέσεις η Ελλάδα; Τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Οταν απαντηθούν θα απαντηθεί και εκείνο από το οποίο εξαρτώνται όλα: αν τελικά οι δυνάμεις μαθαίνουν κάτι από τα λάθη τους. Ολες οι χώρες κάνουν λάθη. Και οι μεγάλες δυνάμεις δεν αποτελούν εξαίρεση. Αντιθέτως. Ομως τα λάθη τους έχουν δύο σοβαρότατες διαφορές από των λοιπών χωρών: πρώτον, συχνά δεν τους κοστίζουν. Ενώ, δεύτερον, ακόμα συχνότερα, κοστίζουν ακριβά σε άλλες.