Μπορεί να συνδέεται και με το νέο κλίμα που διαμορφώνει η Διακήρυξη των Αθηνών περί φιλίας και καλής γειτονίας, αλλά η τελευταία Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες ήταν μία από τις ελάχιστες που η Τουρκία σχεδόν δεν υπήρχε στο κάδρο. Ούτε καν στις συζητήσεις για τη διεύρυνση της ΕΕ ή το Μεταναστευτικό δεν καταγράφηκαν προειδοποιήσεις ή νουθεσίες προς την Αγκυρα. Ενδεχομένως επειδή δεν έκρινε σκόπιμο, στη συγκεκριμένη σύνοδο, να εστιάσει στην Τουρκία και η ελληνική πλευρά. Αλλά είναι εξαιρετικά πρόωρο να υποθέσει κανείς ότι μέσα σε λίγες ώρες και με μια κοινή δήλωση καλών προθέσεων η Τουρκία μεταμορφώθηκε από μέρος του προβλήματος σε μέρος της λύσης – για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, μετά την τελευταία συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν και ενόψει εκείνων που θα ακολουθήσουν μέχρι το καλοκαίρι του 2024 σε Αγκυρα και Ουάσιγκτον (στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ), για την Αθήνα και τις Βρυξέλλες έχει ανοίξει ένας κύκλος αναμονής. Εάν η νηνεμία στο Αιγαίο διαρκέσει, σχεδόν προεξοφλείται ότι και οι δύο πλευρές (η ανατολική πλευρά της Δύσης και η δυτική πλευρά της Ανατολής, όπως λογίζονται από αρκετούς στους κοινοτικούς διαδρόμους) θα εστιάσουν σε άλλα ζητήματα που διαμορφώνουν διαχωριστικές ζώνες. Και στα οποία εκατέρωθεν καταγράφονται πλεονεκτήματα και αδυναμίες.
Στο προεδρικό αεροπλάνο, επιστρέφοντας στην Αγκυρα από την ολιγόωρη επίσκεψη στην Αθήνα, ο Ερντογάν έδωσε μια πρόγευση για τις νέες προτεραιότητες της Τουρκίας, εφόσον τα ελληνοτουρκικά κινηθούν σε άλλους δρόμους. Επί της ουσίας, το κλειδί για την τουρκική πλευρά είναι να αποδυναμώσει τα πεδία μέσα από τα οποία η Ελλάδα επιδιώκει να καλύψει τις δομικές αδυναμίες της. Στις δομικές αδυναμίες της ελληνικής πλευράς προφανώς συγκαταλέγονται το Δημογραφικό (ένα προς οκτώ είναι πλέον η πληθυσμιακή αναλογία ανάμεσα στις δύο χώρες) και η αποβιομηχάνιση. Οπως και το πελατειακό κράτος, που βέβαια ζει και βασιλεύει και στην Τουρκία. Τα όπλα που επιστρατεύει η Αθήνα για να εξισορροπήσει την εικόνα είναι ο τουρισμός, οι δυτικοί θεσμοί, οι συμμαχίες με τρίτους – δυνατούς παίκτες σε παγκόσμια κλίμακα ή περιφερειακούς συνοδοιπόρους που θα πρέπει να υπολογίζει η Τουρκία.
Ο Ερντογάν προσπερνά το τουριστικό προϊόν, καθώς κρίνει σκόπιμο να μείνει αλώβητο γιατί είναι και προς το συμφέρον της Τουρκίας. Αλλά η επιμονή του να κινηθούν τα ελληνοτουρκικά σε ένα αυστηρώς διμερές πλαίσιο φανερώνει ότι θέλει να βγουν από το παιχνίδι θεσμοί όπως η ΕΕ, οι σύμμαχοι της Αθήνας. Κάθε φορά που αναφέρει ότι «οι δύο χώρες έχουν τη γνώση, την εμπειρία και τη βούληση να επιλύσουν ειρηνικά τα προβλήματά τους χωρίς την ανάγκη παρέμβασης τρίτων», δεν επενδύει στα καλά λόγια, ακολουθεί μια στρατηγική.
Την περασμένη εβδομάδα, πριν καν βγει από τον ελληνικό εναέριο χώρο, φρόντισε ωστόσο να εστιάσει σε εκείνα τα σημεία που θεωρεί ως ελληνικές δομικές αδυναμίες. Κι αυτό ίσως είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο της παρέμβασής του: «Μπορώ να πω με σιγουριά ότι, ως χώρα με πληθυσμό 85-86 εκατομμυρίων και έκταση 780 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, δίνουμε προσοχή στις αμυντικές μας δαπάνες σε επίπεδο που δεν μπορεί να συγκριθεί με της Ελλάδας. Η αμυντική βιομηχανία της Ελλάδας δεν έχει παραγωγή όπως η δική μας. Εμείς πλέον έχουμε αποκτήσει τη δυνατότητα να παράγουμε σε ένα επίπεδο που καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες μας σε αυτόν τον τομέα. Για τον λόγο αυτό, οι δαπάνες της Τουρκίας για αγορές όπλων είναι ασύγκριτα χαμηλότερες από της Ελλάδας. Είμαστε μια χώρα που παράγει για τις δικές της ανάγκες της αμυντικής βιομηχανίας και έχει μειώσει σημαντικά το κόστος. Αυτή τη στιγμή δεν παράγουμε F-16, αλλά είμαστε σε θέση να τα επισκευάζουμε και να τα συντηρούμε. Η Ελλάδα δεν έχει μια τέτοια ευκαιρία…». Περιμένοντας πλέον και τα αναβαθμισμένα F-16, ο Ερντογάν προετοιμάζει ένα διαφορετικό πεδίο αντιπαράθεσης – και το αντιλαμβάνεται και η Αθήνα. Η τουρκική έμφαση στη βιομηχανική υπεροχή σχεδόν αναγκάζει την ελληνική πλευρά να αναζητήσει μέσα στο 2024 μια αλλαγή μοντέλου, με ένα γενναίο σχέδιο παραγωγικής δραστηριότητας που θα έχει στο επίκεντρο τις νέες τεχνολογίες.