Ηταν ο θεατρικός κύριος Γκριν, ο κινηματογραφικός ποιητής Φανφάρας, ο τηλεοπτικός Σόλωνας. Ηταν ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος με τα πολλά του μυθοπλαστικά πρόσωπα για τα οποία αγαπήθηκε από το κοινό, όπως ακριβώς πολυδιάστατο ήταν και το υποκριτικό ταλέντο του. Ο σπουδαίος ηθοποιός και μεγάλος άνθρωπος της τέχνης την οποία υπηρέτησε για σχεδόν επτά δεκαετίες έφυγε το Σάββατο από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών, έπειτα από σύντομη νοσηλεία στο Σισμανόγλειο εξαιτίας εγκεφαλικού που υπέστη.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1938, μυήθηκε στην υποκριτική από τον Κάρολο Κουν, σπουδάζοντας στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Στη σκηνή πήρε το βάπτισμα του πυρός το 1959, ως πρωτοετής φοιτητής ακόμα όταν συμμετείχε στους επεισοδιακούς «Ορνιθες» που ανέβασε ο σκηνοθέτης στο Ηρώδειο. Στις αρχές της δεκαετίες του 1960 αυτονομήθηκε κι εντάχθηκε στους θιάσους του Δημήτρη Παπαμιχαήλ, του Κώστα Μουσούρη, της Αννας Συναδινού, του Δημήτρη Χορν, της Τζένης Καρέζη, της Ελλης Λαμπέτη ερμηνεύοντας ρόλους σε κλασικά έργα όπως «Οι τρεις αδερφές» του Αντον Τσέχοφ, ο «Δον Ζουάν», «Η ποντικοπαγίδα», «Ο γλάρος» και «Η κυρία του Μαξίμ».
Το 1973 ίδρυσε ο ίδιος το Θέατρο Σάτιρας το οποίο εγκαινίασε ανεβάζοντας το «Ω, τι κόσμος μπαμπά» του Κώστα Μουρσελά. Από το 1975 συνέχισε την πορεία του στο ελεύθερο θέατρο έως το 1986, οπότε ξεκίνησε η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο, υποδυόμενος τον Διόνυσο στους «Βατράχους».
Στην πρώτη κρατική σκηνή την επόμενη δεκαετία ενσάρκωσε μεγάλους ρόλους του παγκόσμιου ρεπερτορίου όπως ο Τριγκόριν στον «Γλάρο», ο Ερρίκος στον «Ερρίκο Δ’», ο Αργκάν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή», ο Σάιλοκ στον «Εμπορο της Βενετίας» και ο Αρτούρο Ούι στο «Η άνοδος και πτώση του Αρτούρο Ούι».
Παράλληλα, δοκιμάστηκε και στο αρχαίο δράμα παίζοντας σε παραστάσεις όπως οι «Θεσμοφοριάζουσες», «Νεφέλες», «Αχαρνείς» και «Εκκλησιάζουσες» στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Από τη δεκαετία του 2000 συνεργάστηκε με κεντρικά θέατρα της πρωτεύουσας σε παραστάσεις όπου πρωταγωνιστούσε, ενώ συχνά σκηνοθετούσε, όπως οι «Τα παιδιά στο Δάσος του Ρομπέν» του Τζ. Κρόκερ, «Εκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη» του Αριστοφάνη, «Ο θάνατος του Εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ και «Επιστάτης» του Χάρολντ Πίντερ. Το πιο επιτυχημένο του, βέβαια, εγχείρημα ήταν το έργο του Τζεφ Μπάρον «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκριν» που παρουσιάστηκε το 2000 και το 2012 για τρεις σεζόν.
Κινηματογράφος και τηλεόραση
Στον κινηματογράφο έπαιξε σε αρκετές ταινίες, κάνοντας το ντεμπούτο το 1964 με δεύτερους ρόλους στα «Οι φτωχοδιάβολοι», «Ο πολύτεκνος» και «Φεύγω με πίκρα στα ξένα». Η αποθέωση από το κοινό ήρθε αργότερο με φιλμ όπως τα «Ξύπνα Βασίλη» του Γιάννη Δαλιανίδη όπου σκόρπισε γέλιο ως ποιητής Φανφάρας, «Ενας ιππότης για τη Βασούλα» επίσης του Δαλιανίδη και «Η ωραία του κουρέα» του Ντίνου Δημόπουλου.
Πιο ώριμος υποκριτικά φάνηκε στις ταινίες «Ενα γελαστό απόγευμα» του Ανδρέα Θωμόπουλου, «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το «Φράγμα» του Δημήτρη Μακρή και «Ο κύριος με τα γκρι» του Περικλή Χούρσογλου όπου έδωσε αξέχαστη ερμηνεία. Τελευταία του κινηματογραφική συμμετοχή ήταν στο «Απόστολος και μόνος» που σκηνοθέτησε ο ίδιος το 2006 μαζί με τον Νίκο Καβουκίδη. Τ
Το τηλεοπτικό κοινό τον θυμάται από την εμβληματική σειρά του Κώστα Μουρσελά «Εκείνος και εκείνος» όπου πρωταγωνιστούσε ως ρακέντητος Σόλωνας δίπλα στον Λουκά, Βασίλη Διαμαντόπουλο, ενώ ακολούθησαν άλλες 16 εμφανίσεις του σε παραγωγές όπως τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» και «Ψεύτη παππού» σε δική του σκηνοθεσία το 2006.
Γνωστός για τις κοινωνικές του ευαισθησίες, ίδρυσε το 1981 το θεατρικό εργαστήρι στις φυλακές Κορυδαλλού όπου δίδαξε και ο ίδιος. Ακόμα, υπήρξε καθηγητής της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και του Τμήματος Θεάτρου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την περίοδο 1974-1986 υπήρξε δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων ενώ αργότερα διετέλεσε αντιπρόεδρος στο ΚΕΘΕΑ.