Ο πόνος στη μέση, τον οποίον επικαλέστηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας χτες το βράδυ στη Βουλή, στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, θα μπορούσε να οφείλεται και στο βάρος που πρέπει να του προκάλεσε ο Αντώνης Σαμαράς, με τις επίμονες δηλώσεις του κατά της κυβερνητικής πολιτικής για τη νομιμοποίηση μεταναστών που βρίσκονται και εργάζονται στην Ελλάδα – επειδή την εργασία τους έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Οι δηλώσεις του αυτές έρχονται σε συνέχεια άλλων δηλώσεων, εναντίον ενός νόμου για τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών ή κατά της στρατηγικής ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Ο Μητσοτάκης πρέπει να έχει μετανιώσει που, στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, αναγνώρισε στον πρώην πρωθυπουργό ένα είδος πρωτείου στην Πελοπόννησο, κάνοντάς του χάρες που είναι βέβαιο ότι απείχαν από τις αρχές του. Υφιστάμενος την κριτική για στήριξη σε πρόσωπα που δεν το άξιζαν, γι’ αυτό άλλωστε συνετρίβησαν (Δούκας στη Σπάρτη, Καμπόσος στο Αργος), ακόμα κι αδειάζοντας πρόσωπα που εργάστηκαν στηρίζοντας τις πολιτικές επιλογές του (όπως ο αποχωρών περιφερειάρχης Παναγιώτης Νίκας), ο Πρωθυπουργός επιδίωξε την ανοχή του Αντώνη Σαμαρά στην προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία.
Μάταιος κόπος. Ο πρώην πρωθυπουργός επέλεξε, ακόμα μια φορά, τον ρόλο του εσωκομματικού αντάρτη, αυτόκλητου εκπροσώπου μιας συντηρητικής πτέρυγας – που δεν έχει τα φόντα να την εκφράσει με συνέπεια, επειδή οι πολιτικές που κατά κόρον υπηρέτησε, ο κρατισμός δηλαδή, η κοντόθωρη εθνικοφροσύνη του και η προσήλωση σε παραδόσεις του παλαιού πελατειακού συστήματος, δεν είναι συντηρητισμός αλλά στρατηγική οπισθοδρόμησης. Το γεγονός ότι, στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του, προσπάθησε να μείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη υλοποιώντας το δεύτερο μνημόνιο, δεν αναιρεί το διαχρονικό πρόσωπο του περάσματός του από την πολιτική.
Πριν ο Σαμαράς προσχωρήσει στο στρατόπεδο του ρεαλισμού, είχε υπονομεύσει τον ρεαλισμό της πολιτικής ζωής στο όνομα μιας παλαιοκομματικής εθνοκαπηλίας. Ηταν ο πολιτικός που δημιούργησε πολιτική κρίση στη χώρα για το όνομα της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας, πλήττοντας την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην οποία συμμετείχε ως υπουργός Εξωτερικών, από την οποία απομακρύνθηκε, και στη συνέχεια, το 1993, ρίχνοντάς την – μέσω του βουλευτή Συμπιλίδη. Παράλληλα, με αφορμή το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας, οδήγησε τη χώρα σε αδιανόητη εσωστρέφεια, οχύρωσε την κοινή γνώμη στο όνομα του έθνους πίσω από ένα ψευδοπρόβλημα και διέσυρε την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας ως αδικαιολόγητα αποσταθεροποιητική στην ευαίσθητη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Η λύση του προβλήματος, μάλιστα μέσω του Αλέξη Τσίπρα, χωρίς τα συμφέροντα της χώρας μας να πληγούν στο ελάχιστο (το αντίθετο), αποδεικνύει τη στρεβλή εμμονή του Σαμαρά στο θέμα – η οποία απέφερε απλώς κρίσεις και χαμένο διπλωματικό κεφάλαιο.
Τυχοδιωκτική και ασυνεπής ήταν η στάση του και μετά το πρώτο μνημόνιο, όταν για ένα διάστημα συνέβαλε στην κακοφωνία του αντιμνημονιακού μετώπου, τον έλεγχο του οποίου απώλεσε γρήγορα. Ο τρόπος με τον οποίο κατέρρευσε η κυβέρνησή του, γεγονός που οδήγησε τη χώρα στον όλεθρο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και του Τσίπρα, θα περίμενε κανείς να τον έχει οπλίσει με σύνεση, αυτοκριτική και στοχαστικότητα.
Η πολιτική διαφωνία δεν μπορεί να είναι γκρίνια και αδυναμία κατανόησης της εποχής. Κι είναι κακό να σφραγίζει την υστεροφημία του Αντώνη Σαμαρά, ενός πρώην πρωθυπουργού, η άτσαλη κακοφωνία του κακού του εαυτού – η κακοφωνία, δηλαδή, ενός βάρδου του παλαιοκομματισμού που εκφράζεται σαν παρωχημένος βουλευτής επαρχίας.