Eίναι αλήθεια ότι μπορεί να διατυπώσει κανείς πολλές αντιρρήσεις για την τροπολογία που κατέθεσαν την Παρασκευή στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο τα υπουργεία Εργασίας και Μετανάστευσης για τους παράτυπους μετανάστες. Πρώτον, επί της διαδικασίας: το θέμα είναι σοβαρό, σε μια σειρά από οικονομικές δραστηριότητες λείπουν εργατικά χέρια, η συνεισφορά των μεταναστών είναι πολύτιμη και πρέπει να γίνεται με νόμιμο τρόπο. Αντί λοιπόν για μια τροπολογία της τελευταίας στιγμής σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, το ζήτημα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με έναν κανονικό νόμο, όπως γίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η άλλη αντίρρηση είναι επί της ουσίας: η μεταρρύθμιση είναι άτολμη. Αφορά έναν μικρό αριθμό ανθρώπων (25.000 με 30.000), περιορίζεται σε όσους έχουν εισέλθει στη χώρα ως τις 30/11/2023 (στην πλειοψηφία τους νόμιμα) και τους εξασφαλίζει ειδική άδεια διαμονής μόνο για όσο διάστημα απασχολούνται με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας (κάτι που αποτελεί αντικίνητρο για κάποιον που φοβάται ότι μόλις απολυθεί θα απελαθεί). Με άλλα λόγια, επιχειρεί να καλύψει μάλλον εποχικές ανάγκες και όχι να αξιοποιήσει την ειδίκευση, τις γνώσεις ή ακόμη και την όρεξη για δουλειά των μεταναστών που θέλουν να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι ένα θετικό βήμα. Ο υπουργός Μετανάστευσης Δημήτρης Καιρίδης σπάει ένα ταμπού. Δίνει τέλος σε μια αντίληψη που ήθελε τους μετανάστες να εργάζονται μεν, αλλά να πληρώνονται μαύρα και να βρίσκονται στο έλεος του κάθε αδίστακτου εργοδότη. Τολμά επίσης να δηλώσει δημοσίως ότι η λέξη «λαθρομετανάστες», εκτός από απεχθής, είναι και ανακριβής, αφού «η πλειοψηφία όσων έρχονται παράνομα στη χώρα αιτούνται άσυλο και σύμφωνα με τον διεθνή νόμο είναι φιλοξενούμενοι της χώρας».
Τα μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκαν βέβαια σε έναν βετεράνο κυβερνητικό βουλευτή ο οποίος φέρεται να ζήτησε απόσυρση της τροπολογίας επειδή «νομιμοποιεί όλους τους λαθρομετανάστες που βρίσκονται στην Ελλάδα εδώ και τρία χρόνια» και μετατρέπει την Ελλάδα σε «φάρο προσέλκυσης λαθρομεταναστών». Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν. Το ένα είναι να πρόκειται για τρολ, που θέλει να εκθέσει αυτόν τον βουλευτή βάζοντας στο στόμα του fake news. Το άλλο είναι οι δηλώσεις να είναι πραγματικές και να εντάσσονται στην προσπάθεια που καταβάλλει σε τακτά χρονικά διαστήματα το συγκεκριμένο πρόσωπο να ασχοληθούν το κόμμα του και ο Πρωθυπουργός μαζί του.
Ο,τι από τα δύο κι αν ισχύει, καλώς η κυβέρνηση δεν πολυασχολείται. Οπως δείχνει άλλωστε η διεθνής εμπειρία, όταν ένα συντηρητικό κόμμα αποφεύγει να εργαλειοποιήσει το Μεταναστευτικό και δίνει έμφαση στην ακρίβεια βγαίνει κερδισμένο (παράδειγμα οι Συντηρητικοί του Καναδά), ενώ όταν προσπαθεί να υποβαθμίσει τα θέματα της καθημερινότητας και φουσκώνει το Μεταναστευτικό χάνει (παράδειγμα οι Τόρις του Σούνακ).
Ο διαμαρτυρόμενος βουλευτής πέτυχε να ακουστεί για άλλη μια φορά το όνομά του. Αλλά δεν μπορεί να εμποδίσει το καραβάνι να προχωρήσει.