Στο υπόγειο ήταν σκοτεινά και οι φακοί μας χαιρετίστηκαν σαν δυο βαπόρια σε νυχτερινό πέλαγος. Σταθήκαμε δίπλα-δίπλα και κοιτάξαμε τα σκονισμένα μεταλλικά κουτιά στον απέναντι τοίχο, κάτω από τη σκάλα, με τα κεφάλια μας πλαγιαστά – με το ύφος, μάλλον, μαγεμένου φιλότεχνου μπροστά στη Μόνα Λίζα. Σιωπηλές. Μετά η κυρία Φωτεινή, του τρίτου, αναστέναξε: «Δεν βλέπω τίποτα».
«Ούτε εγώ», παραδέχτηκα.
«Αν ήταν από τους έξυπνους, δεν θα είχε κάτι ξεχωριστό;».
«Ενα φωτάκι ν’ αναβοσβήνει, τίποτα νούμερα να τρέχουν πιο γρήγορα;».
Τους δώσαμε λίγα λεπτά ακόμα κοιτώντας τις κατάμαυρες, απαθείς όψεις τους παρακλητικά, και μετά χωρίς κουβέντα τούς γυρίσαμε την πλάτη, σβήσαμε τους φακούς μας κι ανεβήκαμε επάνω. Πριν αποχαιρετιστούμε στο πλατύσκαλο, η κυρία Φωτεινή μουρμούρισε σκεπτικά «τόσα χρόνια, ποτέ δεν μετάνιωσα τόσο πολύ που δεν ήμουν καλή στη Φυσική…». «Αχ κι εγώ» συμφώνησα, και χαμογελάσαμε θλιμμένα η μια στην άλλη. Και τόσα χρόνια γειτόνισσες ποτέ δεν είχαμε αισθανθεί τόσο γειτονικά· τόσο συναδελφικά, τόσο συναγωνιστικά, τόσο ενωμένες κάτω από το κακό που μας βρήκε.
Ναι, κακό. Και, πώς να το πω, ταπεινωτικό. Οπως κάθε τι που σε αναγκάζει να έρθεις αντιμέτωπος και να παραδεχτείς τις ανεπάρκειες, τις ελλείψεις, τις ανικανότητές σου. Κι επειδή η ταπείνωση είναι πιάτο που τρώγεται σε όλες τις θερμοκρασίες, την επομένη χτύπησα το κουδούνι του κύριου Νίκου, του πέμπτου, με τον οποίο στο παρελθόν είχαμε κάποιες αψιμαχίες σχετικά με τις ώρες λειτουργίας του καλοριφέρ. Ταπεινά, με το κεφάλι χαμηλωμένο, ψιθύρισα: «Είστε φυσικός, σωστά; Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε με το τιμολόγιο του ρεύματος;». Και πρέπει να πω, υπήρξε μεγαλόψυχος. Δεν θριαμβολόγησε. Καλοσυνάτα, με τη φρικτή καλοσύνη εκείνων που μας λυπούνται ολόψυχα, προσπάθησε να μου εξηγήσει τι γίνεται όταν η μεταβλητή ΤΕΑm1 είναι μεγαλύτερη από το άνω όριο L_u, τι γίνεται όταν είναι μικρότερη, και γιατί ο δικός μου μετρητής όχι, δεν είναι πιο έξυπνος. Κάτι στο γυάλινο βλέμμα μου τον σταμάτησε στη μέση μιας πρότασης, και ακόμα πιο καλοσυνάτα μου χτύπησε φιλικά τον ώμο και είπε «μην κάνετε τίποτα, θα μείνετε στο πράσινο, μια χαρά είναι το πράσινο» – και δεν ολοκλήρωσε με αυτό που έμεινε μετέωρο ανάμεσά μας: το «για σας».
Αλλά και χωρίς να μου το πει ο κύριος Νίκος, το κατάλαβα. Ναι, το πράσινο είναι μια χαρά για μένα και ανθρώπους σαν κι εμένα. Που, όμως, είναι οι περισσότεροι γύρω μου. Γιατί για μια φορά, το κακό που μας βρήκε είναι απόλυτα δημοκρατικό: με μοναδική εξαίρεση όσους τα πήγαιναν πολύ, πολύ καλά με τη Φυσική στο σχολείο, διαπερνά και χτυπά ισότιμα κοινωνικές τάξεις, πολιτικές πεποιθήσεις, ηλικίες και φύλα. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει το Ειδικό Τιμολόγιο Προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Μια ολόκληρη χώρα που αλληλοσπαράχθηκε με φυσικές καταστροφές, εμβόλια, τον κύριο Κασσελάκη, τη βία στα γήπεδα και αν ήταν ή δεν ήταν φεμινίστρια η παπαδιαμαντική Φόνισσα, βρίσκεται τώρα ενωμένη σαν γροθιά μπροστά στους έγχρωμους τύπους προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας. Ανίδεη, ανήμπορη, αλλά συναδελφωμένη. Και αυτή η συναδέλφωση μαλακώνει τις καρδιές μας, γιατί να που τελικά είμαστε όλοι ίδιοι. Να που τελικά μπορούμε να τα βρούμε, να ξεχάσουμε διχόνοιες και να θυμηθούμε ότι είμαστε όλοι άνθρωποι με τις αδυναμίες μας, όλοι πολίτες της ίδιας χώρας και μετέχοντες της ίδιας παιδείας, στα πλαίσια της οποίας την ώρα της Φυσικής παίζαμε κρεμάλα με τον διπλανό μας.
Και στο κάτω-κάτω, στη ζωή μας κάναμε και άλλα πράγματα. Εξίσου χρήσιμα. Γι’ αυτό κι εγώ χτύπησα και τρίτο κουδούνι: της Μαίρης του πρώτου, που είναι φιλόλογος και δεν θυμάμαι ποτέ να μη με παρηγόρησε, σε στιγμές δοκιμασίας, με κάποιο τσιτάτο από κάποιο αγαπημένο βιβλίο. Κι ούτε και τώρα με απογοήτευσε. Χωρίς δισταγμό, μου απήγγειλε: «Ηταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους…». Συγκινηθήκαμε λίγο κι ύστερα ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί και ήπιαμε στο πράσινο, το δικό μας φεγγοβόλο πράσινο.