Η κυβέρνηση, εάν κρίνουμε από τις σημερινές εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται να κινείται με βάση την εκτίμηση ότι κατά βάση το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν υπάρχει.
Παρότι στον ορίζοντα προφανώς και παραμένει στόχος η αναθεώρησή του, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η πρώτη που αποφασίζει να νομοθετήσει μη κρατικά, δηλαδή αυτό που μέχρι τώρα ονομάζαμε ιδιωτικά, πανεπιστήμια, θεωρώντας ότι η ρητή αναφορά του άρθρου 16 στην αποκλειστική παροχή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης από Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου μπορεί να παρακαμφθεί.
Αυτό φαίνεται να το στηρίζει στην εκτίμηση ότι υπάρχει ευρύτερη συναίνεση και – ας μην γελιόμαστε… – στην εικόνα που έχει για τον συσχετισμό, ως προς το θέμα αυτό, σε επίπεδο ανώτατων δικαστηρίων όπου και θα κριθεί τυχόν προσφυγή ενάντια στις αποφάσεις της διοίκησης που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα του νέου νόμου.
Ας μην ξεχνάμε ότι μία από τις πιο ρητές τοποθετήσεις υπέρ της ήδη υπαρκτής δυνατότητας, με βάση τη συνολική προτεραιότητα του ευρωπαϊκού δικαίου, ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι αυτή του πρώην προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου (και υπηρεσιακού πρωθυπουργού ανάμεσα στις δύο εκλογές του 2023), Ιωάννη Σαρμά.
Προς το παρόν οι λεπτομέρειες για το νέο θεσμικό πλαίσιο δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, όμως ήδη από την εισηγητική τοποθέτηση του πρωθυπουργού φάνηκε το περίγραμμα.
Το νέα ιδρύματα θα είναι μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά (άρα σε πρώτη φάση αποκλείεται ένα φάσμα ιδιωτικών επιχειρήσεων με δράση στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα), θα είναι παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων και θα υπάρχουν ακαδημαϊκά κριτήρια όπως η κατοχή διδακτορικού από το διδακτικό προσωπικό και η ύπαρξη των κτιριακών υποδομών.
Από εκεί και πέρα επαναλήφθηκε η γνωστή επιχειρηματολογία που αφορά τον επαναπατρισμό των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό και τη διεκδίκηση μέρους της αγοράς πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν αναιρούν τα σοβαρά ερωτήματα που υπάρχουν.
Τι σημαίνει τελικά αυστηρά κριτήρια; Επαρκούν τα διδακτορικά και τα κτίρια;
Η κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύει ότι ένα πανεπιστήμιο αποτελείται από κατάλληλες κτιριακές υποδομές και ένα πρόγραμμα σπουδών που καλύπτει το αντικείμενο και το οποίο προσφέρεται από διδάσκοντες που έχουν διδακτορικό δίπλωμα.
Μόνο που αυτό δεν είναι πανεπιστήμιο.
Δηλαδή, ένα πανεπιστήμιο που προσφέρει όντως πανεπιστημιακή εκπαίδευση το κάνει γιατί έχει στοιχεία ακαδημαϊκότητας που υπερβαίνουν τις – αυτονόητες – κτιριακές υποδομές και την ύπαρξη διδακτορικών.
Ένα πανεπιστήμιο είναι πανεπιστήμιο γιατί:
- Έχει διδακτικό προσωπικό που πέραν του διδακτορικού διπλώματος ως αναγκαίας αλλά καθόλου επαρκούς συνθήκης, έχει αποδεδειγμένο ερευνητικό έργο και έχει εκλεγεί μέσα από μια διαδικασία κρίσης, από ομότεχνους εγνωσμένου κύρους (και όχι το «μάνατζμεντ») μέσα από εκτίμηση του ερευνητικού έργου και της διδακτικής και ακαδημαϊκής εμπειρίας.
- Έχει μια ακαδημαϊκή ιεραρχία πανεπιστημιακών βαθμίδων όπου το πέρασμα από τη μία βαθμίδα στην άλλη προϋποθέτει ακριβώς την ανοιχτή διαδικασία εκλογής / κρίσης από ένα σώμα ομοτέχνων επιλεγμένων με βάση τη συνάφεια με το αντικείμενο.
- Έχει ερευνητική υποδομή και παράγει ερευνητικό έργο ως τμήμα, ερευνητική υποδομή που αξιοποιείται και για να μυηθούν στην έρευνα οι προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές.
- Έχει μια διαδικασία με την οποία αποφασίζει η οποία στηρίζεται στην ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση, τουλάχιστον ως όλα τα ζητήματα που αφορούν τον επιστημονικό και ερευνητικό προσανατολισμό, μια διαδικασία όπου τα κριτήρια είναι επιστημονικά και όχι εμπορικά και που στηρίζεται σε ανάλογα τεκμηριωμένες συνθήκες.
- Έχει κλινικές, δηλαδή για τις ιατρικές ειδικότητες έχει νοσοκομειακές κλινικές που είναι οργανωμένες ώστε να προσφέρουν ιατρικό έργο αλλά και κλινική εκπαίδευση.
- Έχει εργαστηριακή υποδομή αλλά και πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη.
- Έχει μια πανεπιστημιακή κοινότητα, δηλαδή ένα σύνολο μορφών αλληλεπίδραση ανάμεσα σε όλους τους συμμετέχοντες που επιτρέπουν την από κοινού αναζήτηση της γνώσης και της παιδείας.
Για να το πούμε πολύ απλά: ένα πανεπιστήμιο δεν είναι ένα «εργαστήριο ελευθέρων σπουδών» (ή ένα «κολέγιο») με καλές εγκαταστάσεις και καθηγητές με διδακτορικό.
Και βεβαίως ένα πανεπιστήμιο είναι ένα ίδρυμα που έχει ιστορία και μέλλον. Δεν μπορεί να είναι ένα βραχύβιο επιχειρηματικό εγχείρημα που επειδή δεν «βγαίνει» με τους πτυχιούχους του να είναι απόφοιτητοι ενός πλέον και με τη βούλα αποτυχημένου ιδρύματος.
Ανώτατη Εκπαίδευση σημαίνει σχεδιασμός
Η ανώτατη εκπαίδευση στις περισσότερες χώρες, ιδίως από τη μετάβαση από την πρώιμη φάση που αφορούσε κυρίως τις κοινωνικές ελίτ, στη μαζική πανεπιστημιακή εκπαίδευση που ζήσαμε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό σε έναν σχεδιασμό με ευθύνη του κράτους.
Δηλαδή, έναν σχεδιασμό για τα αντικείμενα, τις προτεραιότητες, τη χωροταξική κατανομή, το θεσμικό πλαίσιο.
Ακόμη και στις ΗΠΑ κάθε άλλο παρά «αυθόρμητη» ήταν η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υπήρξαν πλήθος πολιτικές αποφάσεις σε διάφορα επίπεδα, ενώ καθοριστικός ήταν και ο ρόλος της δημόσιας ερευνητικής χρηματοδότησης.
Τι σημαίνει ότι πλέον περνάμε από τον σχεδιασμό στην απλή «αδειοδότηση»; Για παράδειγμα πόσα περισσότερα ιδρύματα θέλουμε να έχουμε στην Αθήνα; Η λογική της αποκέντρωσης είναι «ξεπερασμένη»; Τι θα γίνει με τα περιφερειακά πανεπιστήμια (ορισμένα από τα οποία θεωρούνταν στοιχεία της πολιτικής για τις παραμεθόριες περιοχές);
Και ποια αντικείμενα προκρίνουμε; Για παράδειγμα συζητάμε για ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού σε ορισμένους κλάδους και για πληθωρισμό πτυχιούχων σε άλλα αντικείμενα (πληθωρισμός σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα της δυνατότητας σπουδών στο εξωτερικό σε αντικείμενα υψηλής ζήτησης όπως οι ιατρικές σπουδές), αλλά παρ’ όλα αυτά θα αφήσουμε ελεύθερη μια διαδικασία ίδρυσης σχολών με κριτήριο τη ζήτηση (και όχι τις ανάγκες);
Μήπως διαμορφώνονται όροι μιας νέας ανισότητας ως προς ένα δημόσιο αγαθό;
Η παραδοχή ότι η εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένης της ανώτατης είναι ένα δημόσιο αγαθό, γίνεται από όλους.
Όμως, εάν κάτι αποτελεί δημόσιο αγαθό οφείλει να είναι προσιτό με τρόπους ισότιμους. Γι’ αυτό και διαμορφώθηκε η ανάγκη να προσδιοριστεί ως δημόσιο και δωρεάν αγαθό. Και ακόμη και ο «δωρεάν» χαρακτήρας είναι στην πράξη σχετικός, εντούτοις έχει σημασία ότι δεν προσδιορίστηκε ως «εμπόρευμα».
Στο βαθμό που οι προϋποθέσεις εγγραφής μεταφέρονται στα ίδια τα μη κρατικά πανεπιστήμια, υπάρχει το ερώτημα εάν θα φτάσουμε σε ένα σημείο όπου θα έχουμε δύο παράλληλα συστήματα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ένα σύστημα που θα περνάει μέσα από τη δοκιμασία των πανελληνίων, με όλο τον κόπο και την προσπάθεια που αυτό συνεπάγεται (αλλά και την εξασφάλιση ενός εκπαιδευτικού υποβάθρου επαρκούς για την παρακολούθηση πανεπιστημιακών μαθημάτων) και ένα όπου το μόνο κριτήριο θα είναι εισοδηματικό: δηλαδή το εάν οι οικογένειές τους θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα δίδακτρα των συγκεκριμένων ιδιωτικών ιδρυμάτων.
Αυτό θα διαμορφώνει προφανώς μια νέα συνθήκη ανισότητας. Για την ακρίβεια θα επιτείνει την ανισότητα που ήδη υπάρχει: μέχρι τώρα ξέραμε ότι το μορφωτικό προφίλ των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (μαζί με την αυξημένη άνεσή τους να επενδύσουν σε φροντιστηριακά μαθήματα, π.χ. ακριβά ιδιαίτερα μαθήματα) έδινε σαφές συγκριτικό πλεονέκτημα στα παιδιά με αυτή την κοινωνική προέλευση. Τώρα αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, μια που αυτές οι οικογένειες θα μπορούν πολύ πιο εύκολα να αντέξουν το κόστος των ιδιωτικών ιδρυμάτων, σε περίπτωση που δεν επιλέξουν τα δημόσια πανεπιστήμια.
Τι σημαίνει τελικά απελευθέρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;
Όλα αυτά δείχνουν ότι υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα που αφορούν την θέσπιση μη κρατικών ΑΕΙ. Ακόμη και τα επιχειρήματα που αφορούν τη διαρροή φοιτητών στο εξωτερικό θα πρέπει να συζητήσουμε εάν προτιμότερη απάντηση είναι η ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ ή πολύ απλά η επέκταση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη χώρα μας, ξεκινώντας από την προσπάθεια να μην υποβαθμιστούν ακόμη περισσότερο τα περιφερειακά πανεπιστήμια.
Όσο για την αύξηση του ΑΕΠ από τα δίδακτρα των φοιτητών άλλων χωρών που θα έρθουν, κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί ότι μεγαλύτερη θα ήταν η αύξηση του ΑΕΠ από την καλύτερη οργάνωση και στήριξη των δημόσιων πανεπιστημίων ώστε να αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο η ήδη μεγάλη ερευνητική τους ικανότητα και τη εκπαίδευση των πτυχιούχων τους, στον ορίζοντα μιας ανάπτυξης με ενδογενή δυναμική και έμφαση στην υψηλή προστιθέμενη αξία (κάτι που δύσκολα μπορεί να γίνει με την απλή πώληση «υπηρεσιών», ακόμη και εκπαιδευτικών).
Σε κάθε περίπτωση όλα σημαίνουν ότι η συζήτηση για τα μη κρατικά ΑΕΙ δεν μπορεί να γίνει με όρους «αυτονόητης προσαρμογής», αλλά με τη σοβαρότητα που αναλογεί σε μια μεγάλη ανατροπή. Αυτό, δηλαδή, που θα εξασφάλιζε η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, σε αντίθεση με την επιλογή νομοθέτησης ως να μην υπάρχει καν το άρθρο 16.
Σε τελική ανάλυση η εμπειρία έχει δείξει ότι ανεξαρτήτως του κλίματος στην «επίσημη» δημόσια σφαίρα, η κατάσταση στην κοινωνία συχνά είναι διαφορετική. Και οι φοιτητές μπορεί τώρα να έχουν διακοπές, αλλά αυτές οι διακοπές έχουν ημερομηνία λήξης και έχει ενδιαφέρον να δούμε με ποια διάθεση θα επιστρέψο