Εφέτος τον χειμώνα κυκλοφορούν (και) στη χώρα μας τα «νέας γενιάς» αντιγριπικά εμβόλια, με την επιστημονική κοινότητα να τα προτείνει σε εκείνους τους πολίτες που είναι πιο ευπαθείς και συνεπακόλουθα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών. Ομως, τελικά, πόσο αποτελεσματικά είναι;
Τα αποτελέσματα νέας μελέτης δίνουν απαντήσεις στο κρίσιμο αυτό ερώτημα και τα δεδομένα που συγκεντρώνονται παγκοσμίως θα λειτουργήσουν ως τεκμηριωμένη γνώση που θα συμβάλει στις σχετικές οδηγίες εμβολιασμού για τα επόμενα έτη.
Αναλυτικότερα, στις 14 Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «New England Journal of Medicine» ερευνητικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ανασυνδυασμένων εμβολίων σε σύγκριση με τα εμβόλια τυπικής δόσης έναντι της γρίπης, σε ενηλίκους ηλικίας κάτω των 65 ετών.
Υπενθυμίζεται πως τα τετραδύναμα ανασυνδυασμένα εμβόλια γρίπης περιέχουν τριπλάσια ποσότητα της πρωτεΐνης αιμοσυγκολλητίνης σε σχέση με τα εμβόλια τυπικής δόσης, ενώ η ανασυνδυασμένη αυτή σύνθεση δεν είναι ευαίσθητη σε αντιγονική μετατόπιση κατά τη διάρκεια της παρασκευής.
Υπό τις εξελίξεις αυτές οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (επίκουρη καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής ΕΚΠΑ), συνόψισαν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής.
Ετσι και όπως οι ίδιοι εξηγούν, ερευνητές στη Βόρεια Καλιφόρνια των ΗΠΑ χορήγησαν είτε ανασυνδυασμένο εμβόλιο υψηλής δόσης (Flublok Quadrivalent) είτε ένα από τα δύο τυπικής δόσης εμβόλια γρίπης κατά την περίοδο 2018-2019 και 2019-2020 σε ενηλίκους 18 έως 64 ετών. Εν τω μεταξύ, οι επιστήμονες χώρισαν τους συμμετέχοντες σε δύο ηλικιακές ομάδες για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των αποτελεσμάτων. Η πρώτη ομάδα αφορούσε τα άτομα ηλικίας 18-49 ετών και η δεύτερη εκείνα των 50-64 ετών.
Τα ευρήματα. Το πρωταρχικό αποτέλεσμα που διερευνήθηκε ήταν νόσηση από γρίπη (Α ή Β) επιβεβαιωμένη με δοκιμασία αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR). Τα δευτερεύοντα αποτελέσματα περιλάμβαναν νόσηση από γρίπη Α, γρίπη Β και νοσηλεία που σχετίζονταν με τη γρίπη.
Είναι σημαντικό, δε, να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός της μελέτης συμπεριέλαβε 1.630.328 εμβολιασθέντες μεταξύ 18 και 64 ετών, 632.962 στην ομάδα του ανασυνδυασμένου εμβολίου και 997.366 στην ομάδα της τυπικής δόσης. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, 1.386 περιπτώσεις γρίπης επιβεβαιωμένης με PCR διαγνώστηκαν στην ομάδα του ανασυνδυασμένου εμβολίου και 2.435 περιπτώσεις στην ομάδα της τυπικής δόσης. Μεταξύ των συμμετεχόντων που ήταν ηλικίας 50 ως 64 ετών, 559 συμμετέχοντες (2 περιπτώσεις ανά 1.000) βρέθηκαν θετικοί στη γρίπη στην ομάδα του ανασυνδυασμένου εμβολίου σε σύγκριση με 925 συμμετέχοντες (2,34 περιπτώσεις ανά 1.000) στην ομάδα τυπικής δόσης (στατιστικά σημαντικό με p=0,002). Στην ίδια ηλικιακή ομάδα, η σχετική αποτελεσματικότητα του εμβολίου κατά της γρίπης Α ήταν 15,7% (επίσης στατιστικά σημαντικό, p=0,002). Το ανασυνδυασμένο εμβόλιο δεν ήταν στατιστικά σημαντικά πιο προστατευτικό σχετικά με τη νοσηλεία που σχετίζεται με τη γρίπη συγκριτικά με το εμβόλιο τυπικής δόσης.
Συμπερασματικά, και όπως σημειώνουν οι έλληνες επιστήμονες, «η μελέτη αυτή κατέδειξε ότι το ανασυνδυασμένο εμβόλιο υψηλής δόσης προσέφερε μεγαλύτερη προστασία έναντι της γρίπης, που επιβεβαιώθηκε με PCR, συγκριτικά με το εμβόλιο τυπικής δόσης σε ενηλίκους ηλικίας μεταξύ 50 και 64 ετών».
Τι ισχύει στη χώρα μας. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού σημειώνει πως τα ενισχυμένα τετραδύναμα αδρανοποιημένα εμβόλια QIV-HD και aQIV έχουν υψηλή ανοσογονικότητα και προκρίνονται για την πρόληψη της εργαστηριακά επιβεβαιωμένης γρίπης και των νοσηλειών, σε άτομα 65 ετών και άνω. Και υπό τα δεδομένα αυτά συνιστά ειδικότερα τα άτομα 75 ετών και άνω λόγω ανοσογήρανσης να εμβολιάζονται με τα προαναφερόμενα ενισχυμένα εμβόλια.
Αναφορικά με τις συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες των νεότερων αντιγριπικών εμβολίων (ενδέχεται να εμφανιστούν σε περισσότερα από 1 στα 10 άτομα), αυτές κατά κανόνα διαρκούν μέχρι 3 ημέρες. Οι συνήθεις είναι πόνος στο σημείο της ένεσης, κόπωση και πονοκέφαλος.