«Μα αυτό είναι χάλια». «Προσβάλλει τη σημαία μας, το υπέρτατο εθνικό σύμβολο». «Να το εκθέσουν σε γκαλερί, όχι σε χώρο του ελληνικού κράτους». «Ε, όχι και να προβάλλει το κράτος την κουλτούρα woke». Λίγο-πολύ με αυτά τα επιχειρήματα διάφοροι στο Διαδίκτυο εκφράζουν τη συναίνεσή τους στη διαταγή του υπουργού Εξωτερικών και καθηγητή Γιώργου Γεραπετρίτη να αποσυρθεί η «ροζ σημαία», το έργο δηλαδή της εικαστικού Γεωργίας Λάλε για τη βία κατά των γυναικών, από την έκθεση στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο της Νέας Υόρκης – όπου συμμετείχε κατόπιν επιλογής από επιτροπή.
Και τα τέσσερα προαναφερθέντα επιχειρήματα (το δεύτερο είναι επιχείρημα του κυβερνητικού εκπροσώπου, το τρίτο του υπουργού Εξωτερικών) γράφονται σε διάφορες παραλλαγές στα σόσιαλ μίντια. Το ζήτημα της λογοκρισίας (το οποίο ως φιλελεύθερη έθεσε η Ντόρα Μπακογιάννη και ως σχετική με τις τέχνες η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη) παρακάμπτεται διά της κριτικής του έργου. Περιμένω να διαβάσω το απόλυτο σχόλιο: εντάξει, δεν απέσυραν και την Τζοκόντα.
Η ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται την ελεύθερη διακίνηση όλων των ιδεών και των απόψεων ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους, καθώς και όλων των καλλιτεχνικών εκφράσεων. Κι όπως «δεν νοείται ελεύθερος δημόσιος διάλογος αν αυτός προσληφθεί ως αποκαθαρμένος από τις λανθασμένες, εξωφρενικές ή απεχθείς ιδέες» (για να θυμηθούμε τον Σταύρο Τσακυράκη, που τόσο εργάστηκε για την ελευθερία της έκφρασης), με τον ίδιο τρόπο δεν νοείται καλλιτεχνική ελευθερία χωρίς να λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να παρουσιάζονται ελεύθερα ιδιώματα που κάποιοι θεωρούν ξεπερασμένα ή ιδιώματα που προτείνουν ή και προσβάλλουν αξίες με τις οποίες δεν συμφωνούμε.
Η ελευθερία είναι δύσκολη άσκηση – και για να είμαστε ειλικρινείς, στη μεταπολίτευση δεν τα έχουμε πάει άσχημα μαζί της. Στις σχετικά λίγες εμπλοκές, σοκ υπέστησαν θρησκόληπτοι (σε έργα που θίγουν την αυθεντία ή την ιερότητα του Χριστού ή συμβόλων της θρησκείας), εθνικόφρονες ή οιονεί εθνικόφρονες (σε έργα που θίγουν εθνικά σύμβολα, όπως τώρα η σημαία) και αριστεροί (σε έργα που αμφισβητούν την αριστερή ιερότητα, που μιλάνε για τα εγκλήματα του κομμουνισμού ή ακόμα και για την αξία της ελευθερίας).
Αυτή η προσέγγιση, που κατακτήθηκε όχι με εύκολες δημόσιες παραστάσεις (πιο ενδιαφέρουσα, η απόφαση σχεδόν όλων των εκδοτών να επανεκδώσουν με το σήμα όλων τη «Φιλοσοφία στο μπουντουάρ», που η εισαγγελία είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία του στις εκδόσεις Εξάντας, επειδή το θεώρησε πορνογραφικό), είναι πλέον αυτονόητη για τη δημοκρατική κουλτούρα της μεταπολίτευσης. Κι όταν παραβιάζεται, για οποιονδήποτε λόγο, συνήθως φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα: κάνει διάσημο το έργο και τον καλλιτέχνη. Σε μια χώρα χωρίς καλλιτεχνική παιδεία (δεν υπάρχει πια ούτε ένα περιοδικό για τα εικαστικά) έχει κι αυτό τη σημασία του.
Είπα ότι η χώρα δεν έχει καλλιτεχνική παιδεία. Εχει όμως, όπως δείχνουν οι αναφορές του Διαδικτύου, χιλιάδες εμπειροτέχνες τεχνοκρίτες, που από προχθές συναγωνίζονται σε εθνικόφρονες προσεγγίσεις του αφαιρεθέντος έργου. Είναι σημάδι της εποχής μας: χωρίς δυνατότητα προσέγγισης των βασικών νοημάτων του συναινετικού μας βίου, με τη βοήθεια του Διαδικτύου ο καθένας λέει ό,τι του κατεβεί. Προορισμός της εκπαίδευσης είναι κι αυτό: να οργανώσει εκ νέου τα βασικά και απαραίτητα νοήματα για να κατανοούμε τον κόσμο.
Ανατροπή και πέναλτι
Η τέχνη πολύ συχνά είναι ανατρεπτική. Γνωστό. Επίσης γνωστό είναι όμως και ότι πολύ συχνά η ανατρεπτική τέχνη εκ του ασφαλούς ψωμίζεται από το σύστημα που θέλει να ανατρέψει. Από τους πλούσιους και από το κράτος. Από την εξουσία, δηλαδή, και από τα λεφτά.
Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ανέκαθεν οι καλλιτέχνες συνωστίζονταν γύρω από τα τραπέζια των πλουσίων, περιμένοντας τα ψίχουλα που θα πέσουν απ’ αυτό. Απλώς, στη σύγχρονη εποχή τούς μαικήνες, οι οποίοι συχνά επιδοτούσαν καλλιτέχνες που το έργο τους τους πήγαινε, έχει υποκαταστήσει το κράτος. Περισσότερο απρόσωπο και, επιπλέον, αν τα συστήματα αξιοκρατίας λειτουργούν περισσότερο ουδέτερο, το κράτος παίζει τον ρόλο τους χρηματοδότη και του παραγωγού των καλλιτεχνών, όταν η αγορά δεν φτάνει να συντηρήσει το έργο τους ή οι πλούσιοι δεν ενδιαφέρονται.
Για να βρεθούν χρήματα, είναι συχνό το φαινόμενο ανατρεπτικοί καλλιτέχνες να συμμαχούν με γραφειοκράτες και με ομάδες που αντιμετωπίζουν την τέχνη με συνδικαλιστικό τρόπο. Είναι αυτό που ο μακαρίτης κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Μπράμος αποκαλούσε «συνδικαλιστική εκδοχή της ελευθερίας». Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, τι ανατροπή να προτείνει κανείς; Ανατροπή και πέναλτι.
—
Νέο κατόρθωμα Κασσελάκη, ο οποίος από το Παρίσι υιοθέτησε μια μούφα πληροφορία, ότι ο υπουργός Επικρατείας του Πακιστάν συμφώνησε με τον Αδωνη Γεωργιάδη να έρθουν μισό εκατομμύριο Πακιστανοί για δουλειά στην Ελλάδα. Βεβαίως, η μεγάλη είδηση διαψεύστηκε πανηγυρικά και ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα μια φορά πήγε κουβά. Ηθικόν επιμύθιον: όταν πας για τουρισμό στα ένδοξα Παρίσια άσε τη δουλειά κατά μέρος – ιδίως όταν ξέρεις ότι δεν υπάρχει κανένας να σε προστατέψει από τον εαυτό σου.