Μπορεί να αναρωτηθεί κανείς γιατί η κυβέρνηση τιτλοφορεί το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά ΑΕΙ «Ελεύθερα πανεπιστήμια», λες και τα κρατικά είναι ανελεύθερα. Αυτό που εννοεί είναι πως τα υπό ίδρυση πανεπιστήμια είναι απαλλαγμένα από την κρατική γραφειοκρατία και το κρατικό μονοπώλιο, αλλά και πάλι ο όρος είναι ατυχής. Αλλωστε τονίζεται από όλα τα επίσημα χείλη πως τα ιδρύματα αυτά θα τελούν υπό κρατική εποπτεία, κάτι που ασφαλώς δεν περιορίζει την ελευθερία τους, αλλά τα προφυλάσσει από την ασυδοσία.
Μπορεί επίσης να εμπλακεί κανείς και σε μια συζήτηση για τα όρια του Συντάγματος και για το κατά πόσον το νομοσχέδιο παρακάμπτει το άρθρο 16 αξιοποιώντας το άρθρο 28. Το ότι τα νέα ιδρύματα αποκαλούνται μη κρατικά και όχι ιδιωτικά, και θα είναι καταρχήν παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων που θα δίνουν αλλοδαπά πτυχία, φαίνεται να αποτελεί μια απάντηση σε όσους ανησυχούν ότι η κυβέρνηση παραβιάζει το Σύνταγμα εκμεταλλευόμενη την πολιτική της κυριαρχία. Οι ανησυχίες αυτές δεν έχουν κατ’ανάγκη αντιπολιτευτική χροιά ούτε προδίδουν εξ ορισμού την αντίθεση στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων – άρα αποτελούν ουσιαστικό μέρος του διαλόγου.
Αλλά αυτά είναι τα δέντρα, μικρά ή μεγάλα, νεαρά ή γέρικα, που δεν μπορεί να κρύβουν το δάσος. Και το δάσος είναι ένα σύγχρονο τοπίο στον τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, όπου ο στόχος είναι να πολλαπλασιαστούν οι ευκαιρίες για παροχή γνώσης και να ανεβεί το επίπεδο λόγω του ανταγωνισμού, χωρίς να παρεισφρέει ο παράγων του κέρδους. Αυτός είναι ο ένας λόγος που τα πανεπιστήμια, εκτός από μη κρατικά, αποκαλούνται και μη κερδοσκοπικά. Ο άλλος είναι ότι ο όρος αυτός συνιστά, σύμφωνα με τη φρασεολογία του υπουργείου Παιδείας, «μια ασφαλή ερμηνεία του άρθρου 16 υπό το φως του ενωσιακού δικαίου».
Πρόκειται για ένα στοίχημα που δεν είναι δεδομένο ότι θα κερδηθεί. Από τη μια πλευρά υπάρχει η διεθνής εμπειρία (το βασικό παράδειγμα είναι η Κύπρος, όπου η οικονομική δραστηριότητα από την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων έφτασε το 6,5% του ΑΕΠ) και ο συνδυασμός κύρους και αποτελεσματικότητας που ακούει στο όνομα Κυριάκος Πιερρακάκης. Από την άλλη υπάρχουν οι γνωστές ελληνικές παθογένειες: η ροπή στην προχειρότητα, το ταλέντο στην απάτη και, πάνω απ’όλα, ο κίνδυνος να στραφούν οι προβολείς στα μη κρατικά πανεπιστήμια και τα δημόσια να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους.
Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι «παντού η συνύπαρξη δημόσιων και μη κρατικών πανεπιστημίων ωφελεί και τα δημόσια, αμβλύνει σημαντικά τις ανισότητες και ενισχύει τον ανταγωνισμό» είναι και συζητήσιμο (σε ό,τι αφορά τις ανισότητες) και όχι κατ’ ανάγκη πειστικό (ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες δεν μεταφέρεται αυτομάτως και στην Ελλάδα). Aλλά η μεταρρύθμιση είναι ώριμη, αναγκαία και ασφαλώς δεν αφορά, όπως ισχυρίζεται η Νέα Αριστερά, τον βαθύ ιδεολογικό πυρήνα της ελληνικής Δεξιάς. Αλλά ολόκληρη την κοινωνία.