Αν υπάρχει αυτό το διάστημα ένας άνθρωπος στην Ελλάδα που κατέχει θέση μεγάλης θεσμικής ευθύνης, αλλά μπορεί και μιλάει απελευθερωμένα περιγράφοντας την κατάσταση όπως ακριβώς είναι και όχι ωραιοποιημένα, αυτός είναι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Οπότε όποιος θέλει να μάθει τι πρέπει να γίνει στην οικονομία, καλό είναι να παρακολουθήσει με προσοχή τις απόψεις του. Στην Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής έγραφε χθες ότι γενικά πάμε καλά, αλλά θα επηρεαστούμε από το διεθνές πτωτικό κλίμα. Απέδωσε τα εύσημα για την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, αλλά θύμισε και πόσο πιο κάτω είναι η αξιολόγηση της χώρας, σε σχέση με την αρχή της οικονομικής μας περιπέτειας το 2009.

Για τον πληθωρισμό έγραψε, ότι καλή η κυβερνητική διαπίστωση για τον «πληθωρισμό κερδών» των επιχειρήσεων, καλοί και οι έλεγχοι που κάνει. Το πρόβλημα ωστόσο είναι άλλο. Είναι τα ολιγοπώλια που έχουν δημιουργηθεί σε σημαντικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Αν ωστόσο θέλουμε, αναφέρει ο διοικητής, μια διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τότε πρέπει να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων, προκειμένου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός. Επίσης, εμμέσως τράβηξε το αφτί της κυβέρνησης για τις μισθολογικές αυξήσεις που υπόσχεται. Ο διοικητής αναγνωρίζει ότι οι αυξήσεις θα πρέπει να καλύπτουν μόνο την απώλεια αγοραστικής δύναμης, αλλά δεν πρέπει να πάνε πιο πάνω, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα ανατροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός και θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα.

Για τις αλλαγές στη Δικαιοσύνη, στάθηκε συγκεκριμένα στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων των δικαστών, στην ανάπτυξη συστημάτων τήρησης αρχείων και πληροφορικής στα δικαστήρια και το κυριότερο, την υιοθέτηση νομοθεσίας για την παρακολούθηση και βελτίωση της απόδοσης των δικαστικών υπαλλήλων.

Στο επιχειρηματικό περιβάλλον κρατήστε δύο σημεία. Το ένα, το ακούμε επί χρόνια, αφορά την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος, με στόχο να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές. Το δεύτερο, επίσης έρχεται και επανέρχεται συνεχώς και αφορά την άρση των κανονιστικών περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση ορισμένων επαγγελματικών υπηρεσιών, οι οποίοι παραμένουν κατά κανόνα υψηλότεροι από ό,τι κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Και τα δύο σημαντικά θέματα για την ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος.

Μόνο τυχαία δεν είναι η αναφορά του στην ανάγκη προώθησης της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων, μέτρο που το φοβήθηκε η κυβέρνηση το φθινόπωρο περιοριζόμενη στην κινητροδότηση της ασφάλισης μέσω της μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 10%.

Το θέμα ωστόσο που αποτελεί τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο για την οικονομία το 2024, όχι μόνο για τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και για την κυβέρνηση, φαίνεται ότι είναι η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ. Το συγκεκριμένο μπορεί να είναι και το ζήτημα της δεκαετίας για την ελληνική οικονομία. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η απορρόφηση όλων αυτών των χρημάτων είναι αποκλειστικά δική μας υπόθεση, το οποίο θα κριθεί από τη διαχειριστική ικανότητα της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.

Ο διοικητής παρατηρεί ότι οι συγκεκριμένοι πόροι μπορούν να αντισταθμίσουν την αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη από τα υψηλά επιτόκια. Θα έλεγα με πιο απλά λόγια, ότι αποτελούν το μέσο για να τη βγάλουμε καθαρή τώρα που έχει συννεφιάσει το οικονομικό κλίμα σε όλη την Ευρώπη. Να συνεχίσουμε να έχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη στιγμή που οι πιο πολλοί θα αντιμετωπίζουν το φάσμα της στασιμότητας και της ύφεσης.