Οι πρώην πρωθυπουργοί έχουν ειδικό βάρος, ισχυρίζονται οι επαγγελματίες της πολιτικής.
Το ισχυρίζονται για αρκετούς λόγους. Επειδή, ας πούμε, το προεδρικό διάταγμα 26/2012 τούς εξασφαλίζει προνομιακή μεταχείριση, μια και δεν εκλέγονται με σταυρό προτίμησης και προηγούνται των υπολοίπων υποψηφίων βουλευτών του κόμματός τους κατά την κατανομή των εδρών.
Ή γιατί υπουργοί αυτής της κυβέρνησης τούς αναγνωρίζουν «διαφορετικά περιθώρια αυτονομίας» – ενώ η επίσημη κυβερνητική φωνή εξαιρεί ευθέως τον μοναδικό γαλάζιο που καταλαμβάνει ακόμη ένα έδρανο από τη βάσανο της κομματικής πειθαρχίας.
Οταν μιλάνε γίνονται είδηση. Και για κάποιους τα λεγόμενα τους αξίζουν χωρίς δεύτερη σκέψη την προσοχή πολιτικών και πολιτών. Είναι, όμως, πράγματι θέσφατο καθετί που λένε;
Μια γρήγορη αναδρομή στο τι συνέβη ύστερα από οποιουδήποτε είδους «ηχηρές» παρεμβάσεις όσων έχουν στο CV τους μια κυβέρνηση με το όνομά τους δείχνει πως η γνώμη τους δεν βαραίνει πάντα τόσο όσο υποθέτουν οι ίδιοι κι οι ζηλωτές τους.
Αντώνης Σαμαράς
Την Τρίτη το καλούπι των σαμαρικών διαφωνιών με τις κυβερνητικές επιλογές ράγισε λίγο. Ο λαλίστερος όλων των πρώην έφτασε μέχρι την Ολομέλεια της Βουλής για να βροντοφωνάξει «όχι» στην τροπολογία Καιρίδη αντί να δηλώσει τις αντιρρήσεις του μόνο με μια συνέντευξη, μια διαρροή ή μια απουσία από την ψηφοφορία.
Παρ’ όλ’ αυτά, το αντάρτικο ήταν μονοπρόσωπο. Δεν εμφανίστηκε βουλευτής της δεξιάς πτέρυγας της ΝΔ να τον στηρίξει με την ψήφο του. Ολοι πειθάρχησαν στην κομματική γραμμή. Η τελετή έπαρσης του εθνικοπατριωτικού λαβάρου έληξε με τον Αντώνη Σαμαρά να σημειώνει πως ό,τι είχε χρέος να πει το είπε «και όποιος θέλει να καταλάβει, κατάλαβε».
Τι κι αν την αμέσως προηγούμενη φορά που έκανε αυτό το οποίο θεωρεί καθήκον του, τασσόμενος κατά της επίσκεψης Ερντογάν, διαψεύστηκε από την έκβαση των ελληνοτουρκικών συζητήσεων;
Αλέξης Τσίπρας
Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου των εσωκομματικών εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ πολλοί σύντροφοι ζητούσαν επιτακτικά από τον Αλέξη Τσίπρα να διαψεύσει όποιους διέδιδαν ότι η Εφη Αχτσιόγλου τον υπονόμευσε. Μόλις ανέλαβε ο νέος αρχηγός κι άρχισε να ξεπατικώνει το ανδρεοπαπανδρεϊκό μοντέλο των διαγραφών, ακόμη περισσότεροι τον καλούσαν να παρέμβει προκειμένου να διαφυλάξει την ενότητα του κόμματος.
Εκείνος αγνόησε τις οχλήσεις τους, εμμένοντας στην ουδετερότητα. Λίγο πριν από τη δεύτερη διάσπαση, βέβαια, φέρεται να νουθέτησε ιδιωτικά και τις δυο πλευρές. Τελικά, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την αποχώρηση των σαραντάρηδων, της γενιάς που ο ίδιος έφερε στο προσκήνιο.
Οταν πια ήταν πολύ αργά – αφού είχε ανακοινωθεί το όνομα της Νέας Αριστεράς –, από τη Ρώμη και το Παρίσι πόσταρε για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην πολυδιάσπαση των προοδευτικών δυνάμεων και επαίνεσε τους ιταλούς αριστερούς επειδή «ασχολούνται περισσότερο με τη Μελόνι παρά με το να ανταλλάσσουν φίλια πυρά». Και πάλι, οι δημόσιες επικρίσεις του δεν συγκράτησαν συριζαίους και νεοαριστερούς από την ανταλλαγή αιχμηρών – για να το πούμε κομψά – δηλώσεων.
Κώστας Καραμανλής
Για πολλά χρόνια ο Κώστας Καραμανλής έλυνε τη σιωπή του μέσω κύκλων. Ή τον διερμήνευαν οι πιστοί στη νεοκαραμανλική διακυβέρνηση. Τελευταία, ανεβαίνει σε πόντιουμ και δεν παραλείπει να πει κάτι που εκλαμβάνεται από θαυμαστές του και λάτρεις των παραπολιτικών ειδήσεων ως κριτική στην κυβέρνηση – χρησιμοποιώντας διατυπώσεις προσεκτικότερες από του Σαμαρά, βέβαια.
Οι επικρίσεις του είναι τόσο στρογγυλεμένες ώστε να διαβάζονται και σαν μομφή και σαν μια υπεράνω ανάλυση ζητημάτων υψηλής πολιτικής. Οι πιο πρόσφατες αιχμές του – για τους κυβερνητικούς χειρισμούς στα ελληνοτουρκικά – είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ύφους που επιλέγει. Οι συστάσεις του πάντως – όταν δεν τις απευθύνει κατόπιν εορτής, ή μάλλον κατόπιν επισκέψεως του τούρκου προέδρου – δεν φαίνεται να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Το δόγμα της ακινησίας στο οποίο αφιερώθηκε βρίσκεται στον αντίποδα της στρατηγικής που επιλέγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Για την ιστορία, ούτε η πιο κρίσιμη δημόσια συμβουλή που έδωσε, εκείνη υπέρ του «Ναι» στο δημοψήφισμα, εισακούστηκε. Το συντριπτικό 61,31% του «Οχι» το αποδεικνύει. Το εκλογικό σώμα αγνόησε και αυτόν και τον Κώστα Σημίτη.
Γιώργος Παπανδρέου
Οταν διέσπασε το ΠΑΣΟΚ, τον Ιανουάριο του 2015, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε συμπληρώσει κάτι παραπάνω από τρία χρόνια ως πρώην πρωθυπουργός. Παρά το βαρύ του επώνυμο και την πρωθυπουργική του εμπειρία, το ΚΙΔΗΣΟ έγραψε 2,47% στις πρώτες κάλπες εκείνης της χρονιάς.
Πριν από τις δεύτερες είχε κιόλας αρχίσει τις συνομιλίες με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ για κοινή κάθοδο. Αυτές δεν απέδωσαν καρπούς. Ωστόσο, σιγά σιγά επέστρεψε στο πατρογονικό κόμμα – αφού, οι ψηφοφόροι δεν γοητεύθηκαν από το νέο του κομματικό εγχείρημα.
Το 2021 έβαλε υποψηφιότητα για επικεφαλής της Κεντροαριστεράς και πέρασε στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών. Εκεί, όμως, έχασε με σχεδόν 35 μονάδες από τον νυν πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ. Για την ακρίβεια, πήρε 8.336 ψήφους λιγότερες από την πρώτη Κυριακή, παρότι ο κανόνας θέλει τους δύο διεκδικητές να αυξάνουν τη δύναμή τους τη δεύτερη. Ο ΓΑΠ θέλησε να κάνει comeback αλλά η πράσινη βάση δεν συμφώνησε με τα θέλω του.