Στις 7 Απριλίου 1979, ο Αντόνιο (Τόνι) Νέγκρι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, που «έφυγε» σε ηλικία 90 ετών στις 16 Δεκεμβρίου, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους αγωνιστές του ευρύτερου πολιτικού χώρου της εργατικής αυτονομίας. Η κατηγορία εις βάρος του θυμίζει θεωρία συνωμοσίας. Ο εισαγγελέας Πιέρο Καλότζερο υποστηρίζει ότι υπάρχει μια απόλυτη συνέχεια ανάμεσα στην οργάνωση Potere Operaio (Εργατική Εξουσία), που βγήκε από το μακρύ ιταλικό «1968», τον χώρο της εργατικής αυτονομίας που προέκυψε από τη διάλυσή της, και τις Ερυθρές Ταξιαρχίες που λίγο καιρό πριν είχαν δοκιμάσει την επίθεση στην «καρδιά του κράτους» με την απαγωγή και δολοφονία Μόρο.
Ο Νέγκρι κατηγορείται ότι πρακτικά ηγείτο των Ερυθρών Ταξιαρχιών και προφυλακίζεται σε μια περίοδο όταν τα έκτακτα «αντιτρομοκρατικά» νομοθετήματα είχαν παρατείνει τον χρόνο προφυλάκισης. Ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες επιμένοντας ότι η δική του πολιτική δράση καμιά σχέση δεν είχε με τον μιλιταρισμό και τον σταλινισμό των ένοπλων οργανώσεων.
Στη φυλακή ο Νέγκρι επιλέγει να αντισταθεί με το γράψιμο. Αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο πάνω στον Σπινόζα. Οπως σημειώνει στον πρόλογό του, ελπίζει ότι η μοναξιά του κελιού θα είναι το ίδιο παραγωγική με τη μοναξιά του εργαστηρίου όπου ο Σπινόζα λείαινε οπτικούς φακούς. Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις σημαντικότερες μελέτες μέχρι τότε για τον Σπινόζα, κάτι που θα υπογραμμίσουν άλλωστε, με τους προλόγους που θα γράψουν, ο Ζιλ Ντελέζ, ο Πιερ Μασερέ και ο Αλεξάντρ Ματερόν, συγγραφείς και οι τρεις καθοριστικών μονογραφιών για τον Σπινόζα.
Η πρωτοτυπία του Σπινόζα
Ο τίτλος του βιβλίου, που κυκλοφόρησε το 1981, «Spinoza. L’ anomalia selvaggia» (Σπινόζα. Η άγρια ανωμαλία) αποτυπώνει τη θέση του Νέγκρι για τη ριζική πρωτοτυπία του Σπινόζα και το πώς αυτός κατορθώνει, μέσα στην ολλανδική ιδιαιτερότητα του 17ου αιώνα και το ξεδίπλωμα των παραγωγικών δυνάμεων όσο και των κοινωνικών ανταγωνισμών που φέρνει ο αναδυόμενος καπιταλισμός, να διατυπώσει έναν πρωτότυπο υλισμό, να υπερασπιστεί μια μη μυστικοποιημένη εκδοχή της δημοκρατίας και να δείξει ότι μέσα στη μεταφυσική υπάρχουν ριζοσπαστικές εναλλακτικές όχι μιας φιλοσοφικής αρνητικότητας αλλά μιας δυναμικής θετικότητας.
Ο Νέγκρι στέκεται ιδιαίτερα στο πώς στον Σπινόζα μπορεί κανείς να δει μια σαφή διαφοροποίηση και αντιπαράθεση ανάμεσα στη δύναμη, την potentia, και την κατεστημένη εξουσία, την potestas. Η πρώτη είναι αυτή που αναδύεται ως παραγωγική δύναμη, τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική, μέσα από τη δράση του πλήθους (multitudo), δηλαδή των δυνάμεων που πλέον πρωταγωνιστούν στον πολιτικό ανταγωνισμό της νεωτερικότητας και που η δύναμή τους αποτελεί κατά την «Πολιτική Πραγματεία» του Σπινόζα τη βάση όλων των πολιτικών και κρατικών μορφών. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο σκοπός του Νέγκρι: να «διαβάσει» στον Σπινόζα μια φιλοσοφία του κοινωνικού ανταγωνισμού ως μιας διαδικασίας παραγωγικής και δημιουργικής, ως ενός πεδίου όπου οι διεκδικήσεις, επιδιώξεις, επιθυμίες, «χαρούμενα πάθη» του πλήθους δεν αποτελούν μόνο αντιστάσεις αλλά και μια διαρκώς επενεργούσα κοινωνική δυνητικότητα και τελικά συλλογική δημιουργικότητα, στον ορίζοντα του κοινωνικού μετασχηματισμού και της χειραφέτησης.
Ολα αυτά ο Νέγκρι τα στηρίζει σε μια ανάγνωση του συνόλου του έργου του Σπινόζα, παρακολουθώντας πώς καθώς αυτό εξελίσσεται ξεπερνά και τις εντάσεις που το διαπερνούν, υπερβαίνοντας τα όρια των αρχικών τοποθετήσεων, ανάγνωση που είναι ιδιοσυγκρασιακή, χωρίς όμως να απομακρύνεται από το κείμενο. Αυτό που βλέπει στον Σπινόζα είναι η δυνατότητα μιας συγκροτητικής (constitutive) πράξης, μιας πράξης που μετασχηματίζει, που δημιουργεί, στη βάση δυνάμεων και δυνατοτήτων που είναι εμμενείς στην κοινωνική πραγματικότητα. Δεν προστίθεται, δηλαδή, ένα πολιτικό πρόταγμα σε μια δοσμένη πραγματικότητα: προκύπτει ως πραγματική δύναμη (potentia) του πλήθους.
Τομή στην εξέλιξη του Νέγκρι
Η σημασία του βιβλίου δεν έγκειται απλώς στη δυναμική επανοικειοποίηση του Σπινόζα εντός μιας πολιτικής της ριζοσπαστικής δημοκρατίας και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αποτυπώνει, ταυτόχρονα, μια τομή στην εξέλιξη του ίδιου του Νέγκρι. Η σταδιακή κριτική επερώτηση από τον Νέγκρι μιας πολιτικής που βλέπει στον κοινωνικό ανταγωνισμό μόνο την αρνητικότητα (π.χ. την «άρνηση της εργασίας», βασικό σύνθημα του ιταλικού εργατισμού, ρεύματος από το οποίο προέρχεται ο Νέγκρι) και το «σαμποτάζ» απέναντι στην κυριαρχία, βρίσκει στον Σπινόζα και τη βαθιά υλιστική οντολογία των δυνατοτήτων που ενυπάρχουν στο κοινωνικό πεδίο τον κρίσιμο συνομιλητή.
Ενα γοητευτικό σχήμα
Εκτοτε το νήμα αυτό σφραγίζει το έργο του Νέγκρι, όχι μόνο στα άλλα βιβλία και κείμενα που θα γράψει για τον Σπινόζα, αλλά και στον τρόπο που θα δοκιμάσει από τη δεκαετία του 1990 και τη συνεργασία του με τον Μάικλ Χαρντ να αναδιατυπώσει μια θεωρία του πλήθους – με πιο χαρακτηριστική ίσως έκφραση την «Αυτοκρατορία» του 2000 – ως του συνόλου των δρώντων που σήμερα βρίσκονται στον πυρήνα των σύγχρονων παραγωγικών μορφών και ταυτόχρονα αποτυπώνουν τη συλλογική δημιουργικότητα απέναντι στις παγκοσμιοποιημένες κατεστημένες μορφές κυριαρχίας, σχήμα γοητευτικό όσο και προβληματικό στην αισιοδοξία και τη σχηματικότητά του, που θα έχει όμως απήχηση και που ο ίδιος θα προσπαθήσει να «προβληματοποιήσει» σε επόμενες τοποθετήσεις του.