Χούλιγκανς στη συνοικία του Ρέντη, πυροβολισμοί στο Ρέθυμνο, επίθεση νεανικής συμμορίας στον Άλιμο, πυροβολισμοί στο Γκάζι· τρόμος και αθλιότητα στα ΑΕΙ· φόνοι αστυνομικών, οργισμένη οδήγηση οχημάτων. Αν και η βία φαίνεται ότι έχει αυξηθεί, ίσως δεν έχει αυξηθεί όσο δείχνουν τα ΜΜΕ και όσο γίνεται αντιληπτή από τους πολίτες – ανέκαθεν υπήρχε απόσταση μεταξύ πρόσληψης και πραγματικότητας («Σικάγο γίναμε!»). Στο μεταξύ, ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδης προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο δίκαιης και ταχείας απόκρισης στο έγκλημα, η αριστερά αποδίδει την εξαγρίωση στην «υποβάθμιση των κοινωνικών συνθηκών» και μας καλεί, για μια ακόμα φορά, να «σκύψουμε στις κοινωνικές αιτίες της βίας» και να εξεγερθούμε εναντίον της αστυνομοκρατίας. Κατά τη γνώμη της αριστεράς, όλα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο –η βία των ανηλίκων, η ενδοοικογενειακή βία, οι γυναικοκτονίες, η αστυνομική θηριωδία– εξαιτίας του κοινωνικο-οικονομικού μας συστήματος και της δεξιάς διακυβέρνησης. Ερμηνεύοντας τα φαινόμενα με τα χιλιοειπωμένα επιχειρήματα, δεν λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία, τα γεγονότα: το ότι, π.χ., η βία εναντίον των γυναικών έχει μειωθεί –ότι έχουν αυξηθεί οι περί αυτής καταγγελίες. Όσο για τη βία των νέων, και ιδιαίτερα των εφήβων, η αριστερά δεν αναρωτιέται μήπως ευθύνεται το δικό της Κατεστημένο εντός του οποίου κατέρρευσε η αυθεντία στο σχολείο και στην οικογένεια: η απειθαρχία και η αψηφισιά της εξουσίας είναι μια αξία που έχει καλλιεργήσει ονομάζοντάς την «πολιτική ανυπακοή» –αθέλητη αναφορά στον Θόρω, στους Δεκεμβριστές, στους Ρώσους μηδενιστές ή στους αναρχοπατέρες των Εξαρχείων.
Έτσι, ενώ η κυβέρνηση προσπαθεί, με χαρακτηριστική καθυστέρηση, να μην αθετήσει τις υποσχέσεις της για την ευταξία, οι αντιδράσεις εντείνονται σε κρεσέντο βάσει της νοσηρής κοινωνιολογίας που έχει γίνει κυρίαρχο αφήγημα: το περιβάλλον της εκνομίας, η επιείκεια των δικαστηρίων και η ατιμωρησία μέσω της οποίας ενθαρρύνεται η παραβατικότητα πρέπει να θεωρηθεί νίκη του αριστερού κινήματος και αποτέλεσμα των υποχωρήσεων όσων νιώθουν δέος απέναντί του –που δεν είναι λίγοι. Αν ο στόχος της αριστεράς είναι η επανάσταση κάποιου είδους η οποία θα πραγματοποιηθεί μέσω της επιδείνωσης της συλλογικής δυσαρέσκειας και της κοινωνικής διάλυσης, ο στόχος της μέχρι τώρα κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς ήταν να μην τη δυσαρεστήσει.
Πράγματι, η βία έχει κοινωνικές αιτίες, αλλά δεν είναι «βαθύτερες» και περίπλοκες: η βία γεννιέται σε δυσλειτουργικές οικογένειες, σε δυσλειτουργικά σχολεία και σε δυσλειτουργικούς χώρους ανθρώπινης δραστηριότητας –δηλαδή όπου δεν φτάνει η παιδεία, η πολιτική αγωγή και οι νόμοι της δημοκρατίας. Η ρίζα της δεν είναι η φτώχεια και οι ανισότητες: παλιότερα, όταν η χώρα μας ήταν, όπως οι περισσότερες χώρες στον κόσμο, πολύ φτωχότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα, η εγκληματικότητα βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο. Αλλά, όπως προανέφερα, πολλές παράνομες πράξεις δεν έφταναν ποτέ ενώπιον του Νόμου, ενώ παραλλήλως θεωρούνταν παράνομες ορισμένες πράξεις που δικαίως σήμερα είναι έννομες ή αδιάφορες για τον Νόμο (π.χ. η μοιχεία). Αν λοιπόν η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί, οι αιτίες δεν πρέπει να αναζητηθούν στις κοινωνικές ανισότητες αλλά μάλλον στο σχολείο που δεν παίζει τον διαπαιδαγωγητικό του ρόλο, στους γονείς που δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και στο γεγονός ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται με δίκαιο τρόπο σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και σε όλους τους κοινωνικούς μηχανισμούς. Όποιος ισχυρίζεται ότι η ανέχεια οδηγεί σε βίαιες πράξεις δυσφημεί τους φτωχούς ανθρώπους οι περισσότεροι από τους οποίους αγωνίζονται έντιμα και ειρηνικά για τον εαυτό τους και για τα παιδιά τους. Στην πραγματικότητα, σε βίαιες πράξεις δεν προβαίνουν όσοι «αδικούνται» από το δήθεν άγριο καπιταλιστικό μας σύστημα, αλλά όσοι δεν έχουν μάθει να ζουν ως μέλη μιας κοινότητας και ενός νομικού πολιτισμού. Και, στην άλλη άκρη του οικονομικού φάσματος, όσοι πιστεύουν ότι, λόγω της κοινωνικής τους θέσης, δεν θα πέσουν ποτέ στην παγίδα του νόμου.
Σίγουρα η βία έχει αλλάξει μορφές και ορισμένα εγκλήματα που άλλοτε περνούσαν απαρατήρητα αποκτούν σήμερα ευρεία δημοσιότητα. Αλλά, η αριστερά διαμαρτύρεται αποκλειστικά για την αστυνομική βία και για τη βία μιας φαντασιακής ακροδεξιάς, η οποία δήθεν «κλιμακώνεται» –δεν αξίζει καν να διαψεύσω αυτή την παρατήρηση. Την αναφέρω διότι, στα μάτια πολλών συμπατριωτών μας, είναι η μοναδική βίαιη εκδήλωση χωρίς «κοινωνικές» αιτίες που να τη δικαιολογούν· τουτέστιν, πρέπει να τιμωρείται άνευ ελαφρυντικών, με παραδειγματική αυστηρότητα και, κατά προτίμηση, να συνοδεύεται από ανάδειξη των θυμάτων σε εθνικούς μάρτυρες προκειμένου να συμπληρώνεται το αγωνιστικό μας εορτολόγιο. Αντιθέτως, η βία του αριστερού όχλου δεν εμπίπτει στην κατηγορία των κολάσιμων πράξεων: επί δεκαετίες, εγκληματίες που θα έπρεπε να έχουν απομονωθεί κυκλοφορούν ελεύθεροι και πρωτοστατούν ξανά και ξανά στις σκηνές απείρου κάλλους του ελληνικού πεζοδρομίου.
Ούτε η ενδοοικογενειακή βία έχει αυξηθεί όπως παρουσιάζεται καθημερινά: η βία των ανδρών εναντίον των γυναικών και των παιδιών ήταν εκτεταμένο φαινόμενο που επί αιώνες θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος της πατριαρχικής εξουσίας. Όσο για το κοινωνικό περιθώριο, το οποίο υπήρχε από καταβολής κόσμου –ναρκωτικά, γήπεδα, τζόγος, μαφίες, πορνεία, τρομοκρατία– συντηρούνταν στη χώρα μας με τη γνωστή εθελοτυφλία, ατολμία και ευθυνοφοβία· με τη γνωστή αδιαφορία εκ μέρους των κυβερνήσεων και των ανεξάρτητων αρχών. Το πρόβλημά μας είναι ακριβώς αυτές οι ιδιότητες που έχουν καταλήξει εθνικά χαρακτηριστικά· το πρόβλημα δεν είναι «η ανεργία που μαστίζει τη νεολαία», είναι η ασέβεια προς τον νόμο με την οποία ανατρεφόμαστε στην Ελλάδα· τα ιδανικά της μπαχαλοποίησης· οι φαντασιώσεις της αριστεράς περί αστυνομικού κράτους. Άρα, χρειάζεται η εφαρμογή του πολυσυζητημένου, του περιβόητου αυτονόητου: απόκριση σε κάθε έγκλημα, ποινές παραγωγικές για την κοινωνία –κοινοτική εργασία που να ελέγχεται, μαθήματα πολιτικής αγωγής– σε μια συστηματική προσπάθεια επανένταξης των παραβατών. Όλα αυτά αφού γίνει σαφής η στοιχειώδης ιδέα ότι οι πράξεις μας έχουν συνέπειες κι ότι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτές.