Με νομοθετική ομοβροντία αποχαιρέτησε ένα έτος κυριαρχίας αλλά και υπερβάσεων η κυβέρνηση. Για «δεδομένο μεταρρυθμιστικό στίγμα» κάνουν λόγο πειθήνιοι βουλευτές, για «500 επενδυτικά και μεταρρυθμιστικά ορόσημα» έκανε λόγο ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο του 2023, στο οποίο «πέρασαν» μια σειρά από ανακοινώσεις και προσχέδια νόμων σε κρισιμότατα πεδία. Στην παιδεία, με την αναγγελία «ιστορικής σημασίας» ίδρυσης «μη κερδοσκοπικών, μη κρατικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», δηλαδή ιδιωτικών πανεπιστημίων. Στην υγεία, με τη θεσμοθέτηση ενός «κρίσιμου» Εθνικού Συστήματος Τραύματος. Στον αθλητισμό, με «συγκροτημένο» σχέδιο για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα. Στην πολεοδομία, με «μια σημαντικότατη χωροταξική μεταρρύθμιση». Είχαν προηγηθεί, μόλις μια μέρα πριν, δυο διατάξεις που ψηφίστηκαν στη Βουλή με λιγότερες φανφάρες, γιατί προκάλεσαν μεγαλύτερες εσωτερικές αντιδράσεις: για τη μεταβολή του έργου και της σύνθεσης της εταιρείας Ανάπλαση Αθήνας ΑΕ και για τη χορήγηση άδειας εργασίας και διαμονής σε μετανάστες. Και, μέσα σε όλα, είχε προλάβει να γίνει και μια ηχηρή – και μεταρρυθμιστική, φαντάζομαι, και αυτή – παρέμβαση του υπουργού Εξωτερικών για να αποσυρθεί άμεσα από το ελληνικό προξενείο της Νέας Υόρκης ένα ανόσιο καλλιτεχνικό έργο.
Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε, θα έλεγε ο Σαίξπηρ – αλλά στην πολιτική δεν ισχύει: στην πολιτική, αντίθετα, αυτό που έχει σημασία είναι αν πίσω από τις εξαγγελίες και τους αυτοχαρακτηρισμούς υπάρχει ουσία και αν η ουσία υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Βέβαια στην πολιτική ισχύει και κάτι άλλο: ότι η εξουσία προχωρεί όχι μόνο μέσα από τις πράξεις της, αλλά και μέσα από τις πράξεις και τις παραλείψεις των αντιπάλων της. Αντιπάλων, όχι εχθρών, που να είναι σε θέση να αρθρώσουν μια συνεκτική διαφωνία επί της ουσίας και η διαφωνία αυτή να μπορεί να ακουστεί από το κοινωνικό σώμα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στον αναγκαίο βαθμό στην παρούσα πολιτική συγκυρία – μπορεί να μη φταίει η κυβέρνηση, αλλά το χρεώνεται ολόκληρο το πολιτειακό σύστημα: το πολιτικό κενό γεμίζει είτε από κραυγές είτε από σιωπή είτε εκ των έσω.
Το πρόσφατο «μεταρρυθμιστικό» τσουνάμι εικονογραφεί αυτή την κατάσταση. Στο πιο χρήσιμο και προωθητικό μέτρο, την προσωρινή ένταξη – όχι οριστική νομιμοποίηση – μεταναστών που θέλουν να εργαστούν και να προσφέρουν στη χώρα μας, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης έσωσαν την τιμή – τη δική τους και της λογικής – συντασσόμενα με τη ρύθμιση, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο διαφωνίας σε φωνές κινούμενες μεταξύ εθελοτυφλίας, φανατισμού και μισαλλοδοξίας. Η κρίσιμη και όχι εκ προοιμίου λανθασμένη, αλλά κατάφωρα αντισυνταγματική χωρίς αναθεώρηση του άρθρου 16, εξαγγελία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων ως παραρτημάτων αλλοδαπών ιδρυμάτων αντιμετωπίστηκε με αμηχανία, συγκατάβαση («ήταν ώρα να γίνει») και χωρίς την απαραίτητη, κατά τη γνώμη μου, επιμονή στη σωστή σειρά των πραγμάτων: σε βάθος δημόσια συζήτηση, διαμόρφωση πλειοψηφίας υπέρ της κυβερνητικής πρόθεσης, συνταγματική αναθεώρηση, ίδρυση πανεπιστημίων άλλης από τη μόνη σήμερα προβλεπόμενη μορφή. Τεχνικά μέτρα στην υγεία και τον αθλητισμό αφέθηκαν να εμφανίζονται ως δομικές αλλαγές. Μια προφανώς φωτογραφική, και μάλιστα εκδικητικά φωτογραφική, «αλλαγή ρόλου» καλύφθηκε πίσω από το παραβάν της «νομοθετικής αρμοδιότητας» της κυβέρνησης. Ξεχάστηκε ότι στη χωροταξία λείπουν ακόμα τα βασικά, που επιβάλλονται από το Σύνταγμα και από τις ανάγκες μιας σύγχρονης χώρας: καταγραφή, σχεδιασμός, ισονομία. Ξεχάστηκε γενικώς, φοβούμαι, ότι η εμπεριστατωμένη κριτική ενδυναμώνει τη δημοκρατία αλλά και την εξουσία.