Η απόφαση-βόμβα που έλαβε την Τρίτη το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν δικαιούται να είναι υποψήφιος στην Πολιτεία για το ρεπουμπλικανικό προεδρικό χρίσμα, αφού προέβη σε «ανταρσία» την 6η Ιανουαρίου του 2021, ενέπνευσε στο δημοκρατικό στρατόπεδο (όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά του κόσμου ολόκληρου…) ελπίδες πως η Δικαιοσύνη θα λυτρώσει τελικά τη χώρα από τον εφιάλτη της επιστροφής του Τραμπ στην προεδρία.
Ο χρόνος όμως πιέζει και επιπλέον στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ οι συντηρητικοί δικαστές έχουν (χάρη στον Τραμπ) ξεκάθαρη πλειοψηφία. Με δυο λόγια, οι ελπίδες αυτές έχουν μεγάλες πιθανότητες να αποδειχθούν ευσεβείς πόθοι.
Και ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει επανειλημμένως πως, εφόσον επανεκλεγεί, θα επιδιώξει «αντίποινα» εις βάρος όσων θεωρεί ότι του έκλεψαν τη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2020 καθώς και εκείνων που θεωρεί ότι τον κυνηγούν τώρα στα δικαστήρια για πολιτικούς λόγους.
Περίοπτη θέση στον κατάλογο των εχθρών του έχουν, φυσικά, και τα αμερικανικά ΜΜΕ – «εχθρό του λαού» τα αποκαλεί. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να πει κανείς πως το συμπέρασμα της ανάλυσης που πραγματοποίησε ο «Economist», πως «υπάρχει πράγματι μια συγγένεια ανάμεσα στα μίντια και την Αριστερά, αφού οι δημοσιογράφοι τείνουν να προτιμούν τη φρασεολογία που χρησιμοποιούν οι δημοκρατικοί νομοθέτες», και πως αυτή η τάση «έχει ενισχυθεί από την αρχή της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ» γίνεται βούτυρο στο ψωμί των Ρεπουμπλικανών. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο «Economist» κινήθηκε προσεκτικά. Πρώτα συνέταξε ένα κομματικό «λεξικό».
Πήρε όλες τις ομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στο Κογκρέσο μεταξύ 2009-2022 και τις «έσπασε» σε φράσεις δύο λέξεων, κατόπιν φίλτραρε τον κατάλογο αυτόν ξεχωρίζοντας τους όρους που χρησιμοποιεί συνεχώς το ένα κόμμα αλλά σπανιότατα το άλλο και κατέληξε έτσι σε μια συλλογή 428 φράσεων που ξεχωρίζουν αξιόπιστα τις ομιλίες των Δημοκρατικών από εκείνες των Ρεπουμπλικανών, όπως «αγέννητο μωρό» έναντι «αναπαραγωγικής μέριμνας» και «παράνομος αλλοδαπός» έναντι «μετανάστη χωρίς χαρτιά».
Κατόπιν, οι δημοσιογράφοι του περιοδικού συνέλεξαν 242.000 άρθρα από ειδησεογραφικούς ιστοτόπους μεταξύ 2016-2022 καθώς και απομαγνητοφωνήσεις 397.000 τηλεοπτικών αποσπασμάτων από ζώνες υψηλής τηλεθέασης μεταξύ 2009-2022.
Συγκρίνοντας τη συχνότητα των όρων στον κατάλογό τους, υπολόγισαν μια ιδεολογική βαθμολογία για το καθένα. Για παράδειγμα, ένα άρθρο ή απόσπασμα όπου το 0,1% των διακριτών φράσεων είναι ρεπουμπλικανικές και το 0,05% δημοκρατικές έχει μια συντηρητική κλίση 0,05 ποσοστιαίων μονάδων – ή πέντε φράσεων ανά 10.000.
Διαπίστωσαν λοιπόν πως «οι συντηρητικοί μάλλον έχουν δίκιο που βλέπουν τα μίντια συνολικά ως εχθρικό έδαφος».
Από τους 20 ειδησεογραφικούς ιστοτόπους με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα και με διαθέσιμα στοιχεία, οι 17 χρησιμοποιούν όρους που συνδέονται με τους Δημοκρατικούς περισσότερο από ό,τι όρους που συνδέονται με τους Ρεπουμπλικανούς.
Το ίδιο ισχύει και για τα έξι κορυφαία τηλεοπτικά δίκτυα: μόνο στο Fox κυριαρχεί η συντηρητική γλώσσα. Οπως φαίνεται και από το σχετικό γράφημα, μάλιστα, αυτή η δημοκρατική κλίση έχει ενισχυθεί με το πέρασμα του χρόνου.
Το 2017, το CNN χρησιμοποιούσε περισσότερους ρεπουμπλικανικούς παρά δημοκρατικούς όρους, ενώ το MSNBC και τα βραδινά δελτία ειδήσεων στο ABC, το CBS και το NBC είχαν μόνο μια μικρή αριστερή κλίση, περίπου 1,5 φράσεων ανά 10.000. Το 2022, τα βραδινά δελτία ειδήσεων στο ABC, το CBS και το NBC πλησίαζαν τις 2,5, ενώ το MSNBC τις 5,5, φτάνοντας σε απόσταση διπλάσια από το κέντρο σε σύγκριση με το Fox.
Αντίστοιχη, αν και μικρότερη, είναι και η μετατόπιση στον Τύπο.
Το 2017, οι ιστότοποι των «New York Times», της «Washington Post» και του CNN είχαν μια ήπια δημοκρατική κλίση, περίπου 1,5. Πέντε χρόνια αργότερα, η κλίση αυτή είχε αυξηθεί σε τέσσερα, τρία και τρία αντίστοιχα.
Και τα δεδομένα δείχνουν πως το μεγαλύτερο κομμάτι της μετατόπισης αυτής δεν οφείλεται στο τι συζητείται, αλλά στο πώς συζητείται. Στους τρεις «mainstream» ιστοτόπους – «New York Times», «Washington Post» και CNN – η κάλυψη μετακινήθηκε μεταξύ 2017-2018 και 2021-2022 προς τα αριστερά σε 25 από τα 29 θέματα εσωτερικής πολιτικής. Ο «Economist» ωστόσο αναγνωρίζει πως η ανάλυσή του έχει δύο σημαντικά όρια.
Καταρχήν, αφορά μόνο ένα μικρό κλάσμα της συνολικής αμερικανικής μιντιακής παραγωγής –συμπεριέλαβε ελάχιστο περιεχόμενο από εξέχουσες πηγές όπως η «Wall Street Journal» και καθόλου περιεχόμενο από το ραδιόφωνο ή τα σόσιαλ μίντια. Κι έπειτα, η μέθοδος βαθμολόγησης που εφάρμοσε δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ μεροληψίας των ΜΜΕ και ασύμμετρης πόλωσης: με άλλα λόγια, είναι πράγματι η σημερινή δημοσιογραφία πιο αριστερή; Ή απλώς έχουν απομακρυνθεί περισσότερο από την πραγματικότητα οι Ρεπουμπλικανοί;