Ευτυχώς που υπάρχουμε όλοι οι άλλοι εμείς γιατί αν για σημαίνοντες δημιουργούς στον χώρο του πνεύματος και της τέχνης που έχουν χαρακτηριστεί ως «μύθοι», ο χαρακτηρισμός εναπόκεινταν σε συγγενικά τους πρόσωπα αναμφίβολα – σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτών των προσώπων – θα τον είχαν στερηθεί. Ωστόσο κάθε άλλο παρά άστοχο θεωρούμε το ερώτημα «πώς είναι να έχει ζήσει κανείς με έναν δημιουργό που εν ζωή ακόμη διαγραφόταν σαφέστατα η εξέλιξή του ως μύθου» καθώς έστω και προσχηματικό το ερώτημα οδηγεί σε αποκαλύψεις διαφωτιστικές όσον αφορά το ίδιο του το έργο. Ενδεικτικό το κείμενο της Μαρίνας Καραγάτση που χωρίς να αμφισβητεί ευθέως τον όρο μύθος, ή μάλλον στην προσπάθειά της να τον διαχωρίσει σε σχέση με έναν δημιουργό – τον πατέρα της – υπογραμμίζοντας μια καθημερινότητα ίδια με εκείνη πολλών άλλων, θα έλεγες πως αναδεικνύει μια νεότροπη εκδοχή του. Εκδοχή που τη μεταβάλλουν τελικά σε εξίσου γοητευτική με την παραδοσιακή προσέγγιση της λέξης «μύθος» πρόσθετες μαρτυρίες όπως εκείνη του Κώστα Ταχτσή όταν περιγράφει την εντύπωση που του είχε προκαλέσει ο Καραγάτσης ακούγοντάς τον να βρίζει σαν «λεμβούχος» στο διάλειμμα μιας παράστασης στο Εθνικό Θέατρο. Είναι πάντως γεγονός πως πολύ συχνά εμείς οι ίδιοι που παραμένουμε αδέκαστοι τιμητές όσον αφορά ιδιορρυθμίες ή και παραξενιές ακόμη ανθρώπων του περιβάλλοντός μας, τις αποδεχόμαστε όταν τις αναγνωρίζουμε σε δημιουργούς που μας έχουν συγκινήσει με τα έργα τους, να κάνουν τον μύθο τους ακόμη πιο συναρπαστικό. Αν αξίζει ωστόσο να προσέξει κανείς μια «λεπτομέρεια» στο σημερινό μας αφιέρωμα, που του δίνει μια ευρύτητα ακόμη μεγαλύτερη σε σχέση με την αυτονόητη του θέματος που διαπραγματεύεται, είναι τόσο τις διαπροσωπικές σχέσεις όσο και τις συνεργασίες των πέντε δημιουργών (Ρίτσος, Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Παξινού, Καραγάτσης) που έχουν αφήσει ένα ανεξίτηλο χνάρι στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία.
Η Μαρίνα Καραγάτση για τον Μ. Καραγάτση
«Τον αφήναμε στις διηγήσεις του»
Θα γράψω λίγα λόγια για την καθημερινότητα του πατέρα μου. Δεν θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Καραγάτσης ήταν ένας εύκολος άνθρωπος στο σπίτι του. Φαίνεται πως ο θεσμός της οικογένειας τον έπνιγε. Εσκαγε. Από την άλλη όμως ήθελε τη σιγουριά του, την καλοπέρασή του, τα κολλαρισμένα πουκάμισα, τα φρεσκοσιδερωμένα κοστούμια, τα καλογυαλισμένα παπούτσια του και, φυσικά, πάνω απ’ όλα, το καλό φαγητό. Αν λόγου χάριν είχε ζητήσει να του μαγειρέψουν για το μεσημέρι φασολάκια και, γυρίζοντας, έβρισκε στο τραπέζι μελιτζάνες, γινόταν έξω φρενών. «Ολο το πρωί που δούλευα στην εφημερίδα λιγουρευόμουν τα φασολάκια. Τι να τις κάνω τώρα εγώ αυτές τις μελιτζάνες;». Μια δυο φορές, μάλιστα, μέσα στα νεύρα του είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε πετάξει το φαγητό κάτω στην αυλή.
Το ωράριό του πολύ σταθερό, πρωινή έγερση γύρω στις επτά, καφές, τσιγάρο και γράψιμο ως τις δέκα που έφευγε για τη «Βραδυνή» ή τη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ. Μία και μισή επιστροφή στο σπίτι, δύο η ώρα όλοι γύρω από το τραπέζι. Συνήθως έτρωγε σιωπηλός διαβάζοντας συγχρόνως την εφημερίδα του. Αν τον ρωτούσα κάτι ή του έλεγα κάποια νέα από το σχολείο, σήκωνε το κεφάλι, με κοιτούσε αφηρημένα και απαντούσε μονολεκτικά. Μετά βυθιζόταν πάλι στο διάβασμα και το φαγητό του.
Μερικές φορές όταν είχαμε τελειώσει το γεύμα, ο πατέρας μου άνοιγε κάποια συζήτηση, αν μπορεί να θεωρηθεί συζήτηση ένας μονόλογος καθώς ο Καραγάτσης δεν ήταν σε θέση να ανεχθεί όχι διάλογο αλλά ούτε καν μια ερώτηση που, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν εντός θέματος.
Τον είχαμε μάθει λοιπόν και τον αφήναμε στις διηγήσεις του γιατί πραγματικά τότε γινόταν απολαυστικός. Κυρίως όταν αναφερόταν σε ιστορικά συμβάντα. Κυκλοφορούσε μέσα στους αιώνες σαν το ψαράκι στο νερό, διανθίζοντας τα γεγονότα με πικάντικες ερωτικο-σεξουαλικές λεπτομέρειες. Γιατί αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν η ιδιωτική ζωή των ιστορικών προσώπων. «La petite histoire» έλεγε.
Καμιά φορά όταν η διήγηση τραβούσε σε μάκρος, το πειραχτήρι η μαμά μου, λίγο αθώα λίγο πονηρά, τον διέκοπτε με μιαν ερώτηση που ήταν και δεν ήταν μέσα στο θέμα, ήταν και δεν ήταν σοβαρή. Μια ερώτηση ελαφρώς φλου αρτιστικ, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Καραγάτσης σταματούσε απότομα τον μονόλογο του και προσπαθούσε νευριασμένα και ανυπόμονα να δώσει τη σωστή απάντηση. Η Νίκη καταλάβαινε τότε ότι η κατάσταση αγριεύει.
– Ναι! Ναι! Κατάλαβα, κατάλαβα, τώρα προχώρα παρακάτω, του έλεγε τρομοκρατημένη.
– Τώρα πια δεν έχει παρακάτω. Δεν μπορώ να εξακολουθήσω. Μου έκοψες τον ειρμό της σκέψης μου. Σε ξέρω. Το κάνεις συστηματικά για να σταματήσω επειδή βαριέσαι.
– Ελα βρε Δημήτρη. Σε παρακαλώ! Πού είχαμε μείνει; Στον Ροβεσπιέρο; προσπαθούσε να μπαλώσει την κατάσταση η μάνα μου.
– Να πάει στον διάολο και ο Ροβεσπιέρος και όλη η φάρα του. Μου έκοψες το κέφι. Το κατάλαβες γλύκα μου; Δεν έχω κέφι πια. Αυτό δεν ήθελες; Το κατάφερες.
Σηκωνόταν βαρύς από το τραπέζι και έκλεινε πίσω του την πόρτα του γραφείου με πάταγο. Σε λίγο από το δωμάτιό του ακούγεται μουσική είναι το πρώτο concerto για πιάνο του Σοπέν. Αρα ο μπαμπάς άρχισε να γράφει. Αρα άκρα του τάφου σιωπή. Η Δέσποινα μαζεύει προσεκτικά τα πιάτα, η μαμά κι εγώ προχωρούμε ακροποδητί προς τα δωμάτιά μας.
Τα ζεστά καλοκαιριάτικα μεσημέρια δεν έγραφε. Επιχειρούσε να κοιμηθεί. Μάταιος κόπος. Μια ώρα αργότερα έβγαινε από το δωμάτιό του βαρύθυμος και έκοβε βόλτες πέρα δώθε. Τις ελάχιστες φορές που κατόρθωνε να τον κόψει για καμιά ωρίτσα, ξυπνούσε άλλος άνθρωπος. Χαράς Ευαγγέλια! Κυκλοφορούσε φορώντας το χακί στρατιωτικό σορτς του, σιγοτραγουδούσε άριες από όπερες, έπαιζε με τις γάτες μας, τη Φαιδροκάζα, τον Κουτσούλη, τον Πάπανα, πήγαινε μέχρι την παγονιέρα και τσιμπολογούσε λίγο από το μεσημεριανό φαγητό και κατέληγε στο μπάνιο όπου ξυριζόταν, ίσιωνε με μπριγιαντίνη τα ανυπότακτα μαλλιά του και έβαζε το φιλέ του. Αρχιζε η προετοιμασία για την απογευματινή του έξοδο.
Ο Αλέξανδρος Αντωνόπουλος για
την Κατίνα Παξινού
«Το τελευταίο ταξίδι μας στην Επίδαυρο»
Για μένα η Παξινού δεν είναι η μεγάλη τραγωδός της συλλογικής μνήμης. Ηταν και παραμένει η γιαγιά μου. Γιατί η Παξινού μέσα στο σπίτι της δεν είχε τίποτα από το ύφος της «μεγάλης καλλιτέχνιδας». Ηταν μια μεσογειακή μητρική γιαγιά, που μαγείρευε, καβγάδιζε με τις υπηρέτριες, μάλωνε με την κόρη της (τη μητέρα μου), με χαρτζιλίκωνε κρυφά από τον Μινωτή, έτρωγε επίσης κρυφά απ’ τον Μινωτή (όταν της επέβαλε να κάνει δίαιτα), μου τραγουδούσε, με παραχάιδευε και γενικώς μου έκανε όλα τα χατίρια και δεν με μάλωνε ποτέ. Ο,τι κάνει δηλαδή κάθε κλασική ελληνίδα γιαγιά. Με κακομάθαινε με όλη την επιπολαιότητα, την ξεροκεφαλιά και την απόλυτη στοργή μιας λαϊκής γιαγιάς που το επίκεντρο της ζωής της ήταν η κουζίνα, τα ψώνια στον μπακάλη, οι λιχουδιές και τα γλυκά. Μια λαϊκή γιαγιά που ξεκαρδιζόταν με τη Γεωργία Βασιλειάδου και ταυτόχρονα δάκρυζε στο άκουσμα ενός λίντερ του Μάλερ. Γι’ αυτό, όποτε μου ζητούν να μιλήσω για την Παξινού, βρίσκομαι σε αμηχανία. Γιατί για μένα ο θρήνος της Εκάβης και τα σάντουιτς που ετοίμαζε πριν από την πρόβα, οι κατάρες της Μήδειας και το κουμκάν στου Λεωνίδα είναι ίσης σημασίας. Είναι βιώματα πέρα από κάθε αξιολόγηση.
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, να δω πολύ θέατρο, να ζήσω μέσα σ’ αυτό, για να συνειδητοποιήσω την υπεράνθρωπη δύναμη που την κινούσε στη σκηνή. Μια δύναμη που μόνο στην Επίδαυρο έφτανε στα όρια της έκφρασής της. Στην Επίδαυρο μέναμε μαζί και περνούσαμε εκεί το μισό καλοκαίρι. Το πρωί μπάνιο, το μεσημέρι στην ταβέρνα, μετά ύπνο και κατά το απόγευμα ετοιμάζαμε σάντουιτς με τυρί και ζαμπόν για όλο τον θίασο και δυο τρία θερμός με καφέ. Η ίδια υπέροχη ρουτίνα κάθε καλοκαίρι μέχρι το 1967, που έπαιξε για τελευταία φορά εκεί, την «Εκάβη».
Το 1972, καταβεβλημένη από τον καρκίνο ήδη και έχοντας αποχαιρετήσει το αθηναϊκό κοινό με τη «Μάνα Κουράγιο», μου ζήτησε να την πάω με το αυτοκίνητο εκδρομή στην Επίδαυρο. Δεν ήξερα αν ήταν ιατρικά ενδεδειγμένη μια τέτοια μετακίνηση στην κατάστασή της, αλλά αποφάσισα να της κάνω το χατίρι με την ίδια επιπολαιότητα που παλιότερα κι αυτή μου έκανε όλα μου τα χατίρια. Και τότε έγινε μπροστά μου κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μόλις μπήκαμε στο θέατρο για να πάρουμε τη θέση μας, ξαφνικά, λες και ένιωσε όλος ο κόσμος πως ήταν η τελευταία της φορά στον χώρο, σηκώθηκε όρθιο το κοινό και τη χειροκροτούσε επί πολλή ώρα. Αργότερα άκουσα ότι κάποιοι ξένοι ρώτησαν ποια είναι αυτή που μπαίνει και την αντιμετωπίζουν έτσι οι Ελληνες. Αν ήταν η βασίλισσα ή κάποιο πολύ σπουδαίο πολιτικό πρόσωπο.
Η Παξινού ήταν κάτι πιο σημαντικό. Ηταν μια απλή Ελληνίδα. Ταγμένη να γεννά και να πενθεί. Να πενθεί όμως όχι με το κλαούρισμα του ψυχολογικού θεάτρου. Να πενθεί τραγικά. Κατανοώντας βαθιά τον κύκλο της ζωής. Της συλλογικής και της προσωπικής της μοίρας, που έκλεισε κι αυτή κυκλικά εκείνο το βράδυ στην Επίδαυρο ακούγοντας για τελευταία φορά τον θρήνο μιας άλλης σημαντικής Ηλέκτρας, της Αντιγόνης Βαλάκου, στην περίφημη παράσταση του Ευαγγελάτου. Με την «Ηλέκτρα» τη δέχτηκε η Επίδαυρος, με την «Ηλέκτρα» την αποχαιρέτησε. Εξι μήνες μετά έφυγε για να συναντήσει για πάντα το άγιο φως του ουρανού. Αυτό το φως που ένα μικρό κομμάτι του έχουμε όλοι μέσα μας και η δύναμη των μεγάλων καλλιτεχνών, όπως η Παξινού, μας κάνει να το συναντήσουμε έστω για λίγο.
Η Ερη Ρίτσου
για τον Γιάννη Ρίτσο
«Εργο και ζωή
σε απόλυτη αρμονία
με τα ιδανικά του»
Το ερώτημα είναι «Πώς είναι να ζεις με έναν μύθο». Και η απάντησή μου είναι πως δεν υπάρχουν «μύθοι». Υπάρχουν άνθρωποι που νωρίς συνειδητοποίησαν το όποιο ταλέντο είχαν, δούλεψαν σκληρά για να το καλλιεργήσουν και έτσι κάνουν ή άφησαν πίσω τους ένα σημαντικό έργο. Αυτό αφορά τους ανθρώπους της τέχνης, του πολιτισμού, της επιστήμης, επειδή το έργο τους μένει και στις γενιές που θα ακολουθήσουν, εξού και οι αναφορές στο «μυθικό έργο». Γιατί κατά τα άλλα ο όποιος «μύθος» δεν διαφέρει καθόλου από κάποιον, ας πούμε, υποδηματοποιό, που «πιάνουν τα χέρια του», έχει καλλιεργήσει την ικανότητά του και δημιουργεί ωραιότατα παπούτσια για τις καθημερινές μας ανάγκες. Και ο «μύθος» και ο χειρώνακτας είναι απλώς άνθρωποι που στο σπίτι τους θα χαρούν, θα θυμώσουν, θα αγκαλιάσουν, θα μαλώσουν, θα κρυολογήσουν, θα βαρυστομαχιάσουν και αυτό ακριβώς βιώνουν οι οικείοι τους.
Για τους οικείους, λοιπόν, ο δημιουργός δεν είναι παρά ένας άνθρωπος, ο σύζυγος ή η σύζυγος, ο πατέρας ή η μητέρα, το παιδί. Και το σημαντικό για την οικογένεια είναι ο χαρακτήρας των ανθρώπων και όχι το εύρος και η σημασία της δημιουργίας τους.
Σε ό,τι με αφορά, και το έχω πει πάρα πολλές φορές, είχα την τύχη να έχω για πατέρα έναν εξαιρετικό άνθρωπο, τρυφερό και «αγαπησιάρη», που νοιαζόταν για τους γύρω του, είτε ήταν συγγενείς είτε ήταν φίλοι. Ξέρετε, καμιά φορά, συμβαίνει να νοιάζεται κανείς για το καλό και τα δίκια του κόσμου όλου, αλλά να μην είναι τόσο προσεκτικός στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που νοιαζόταν και για τον κόσμο και για τον διπλανό του. Για τούτο και πέρα απ’ τους όποιους καβγάδες κάναμε στην εφηβεία μου, γιατί ως έφηβη δεν πέρασα εύκολη περίοδο, θυμάμαι πάντα την αγάπη και τη φροντίδα που πήρα από εκείνον. Θυμάμαι τις βόλτες μας και τις κουβέντες μας, τα μαθήματα χορού και ζωγραφικής που μου έκανε, τα αστεία και τις αγκαλιές του. Και οι φίλοι του τα ίδια είχαν να πουν για εκείνον. Ο μακαρίτης ποιητής Γιάννης Κοντός, που τότε δούλευε στον Κέδρο, μου είχε πει: «Τόσα χρόνια που δουλεύω εδώ πέρα, άλλον άνθρωπο καλό σαν τον πατέρα σου δεν έχω συναντήσει».
Νομίζω ειλικρινά πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για ένα παιδί από το να συναντά ανθρώπους να του λένε για το πόσο καλοί ήταν οι γονείς του. Γιατί το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην περίπτωση της μητέρας μου. Δεκαετίες μετά τον θάνατό της συναντώ ανθρώπους που μου λένε πόσο πολύ τους βοήθησε ως γιατρός που έκανε τη δουλειά της ως λειτούργημα και ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα από ανθρώπους που δεν είχαν να δώσουν.
Ολοι γνωρίζουμε πως η δημιουργία ενός σημαντικού έργου δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζει με τον «καλό» χαρακτήρα του δημιουργού. Ο πατέρας μου όμως είναι η περίπτωση του ανθρώπου που το έργο του και η ζωή του βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τα ιδανικά που τον ενέπνευσαν. Ως κομμουνιστής έκανε πράξη την ιδεολογία του και μέσα από το έργο του και μέσα από την πολιτική και κοινωνική του δράση και μέσα από την προσωπική του ζωή.