H Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (A Christmas Carol) αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες νουβέλες για την περίοδο των γιορτών, είτε σε γραπτή μορφή από την πένα του ίδιου του Κάρολου Ντίκενς είτε σε κάποια κινηματογραφική εκδοχή της, έχει ενθουσιάσει, τρομοκρατήσει και συγκινήσει τους ανθρώπους από το 1843 και μετά όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά.
Το βιβλίο αναφέρεται στον παράξενο και τσιγκούνη τοκογλύφο, Εμπενίζερ Σκρουτζ, τον οποίο ο Ντίκενς περιγράφει ως «έναν σφίγγοντα, αρπάζοντα, πλεονέκτη, παλιό αμαρτωλό» που υποτιμά το προσωπικό του και απεχθάνεται τα Χριστούγεννα, ο οποίος μετά την υπερφυσική επίσκεψη που δέχτηκε από τον πεθαμένο συνεταίρο του Τζέικομπ Μάρλεϋ και από τα φαντάσματα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του Παρόντος και του Μέλλοντος, παρουσιάζει μία ιδεολογική, ηθική και συναισθηματική μεταστροφή.
Αλλά ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο χαρακτήρας που ενέπνευσε τον Σκρουτζ;
Στην πραγματικότητα, πιστεύεται από πολλούς ότι ο γερο-τσιγκούνης βασίστηκε σε πραγματικό πρόσωπο και αυτός ήταν ο Τζον Ελβς, γαιοκτήμονας, εργολάβος και βουλευτής Μπέρκσαϊρ μεταξύ 1772 και 1784. Ήταν γνωστός για την τσιγκουνιά του και την «αμύθητη» περιουσία του.
Πήγαινε αμέσως για ύπνο μόλις σκοτείνιαζε για να κάνει οικονομία, θεωρώντας τα κεριά σπατάλη και αν κάποιος είχε το θάρρος να τον επισκεφτεί, θα έπρεπε να μοιραστεί τη φωτιά από ένα ξύλο και μερικές φορές να αρκεστεί σε ένα ποτήρι κρασί για δύο.
Έτρωγε κρέας που είχε λήξει και είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αντοχές του για να αποφύγει την αγορά νέων τροφίμων. Μάλιστα ένας καλεσμένος που μοιράστηκε ένα γεύμα μαζί του περιέγραψε πώς αγόραζε ένα σφάγιο και το έτρωγε «μέχρι το τελευταίο στάδιο σήψης, κρέας που περπατούσε στο πιάτο του».
Μισούσε τόσο πολύ να αγοράζει φαγητό που κάποτε πήρε ένα μισοφαγωμένο μαυροπετρίτη από έναν αρουραίο που τον είχε σύρει από μια λίμνη.
Μετά το δείπνο πήγαινε κρυφά στους στάβλους για να αφαιρέσει ό,τι σανό είχε αφήσει ο σταβλίτης για τα άλογα των επισκεπτών και να το φυλάξει για τα δικά του. Ταξιδεύοντας στο Ουέστμινστερ από την εκλογική του περιφέρεια στο Μπέρκσαϊρ, αρνήθηκε να πληρώσει για άμαξα, προτιμώντας να καβαλήσει ένα πόνι.
Ακολουθούσε μαλακά πεζοδρόμια αντί για τον δρόμο για να γλιτώσει τα πέταλα, έβαζε στην τσέπη του ένα βραστό αυγό για να εξασφαλίσει ότι δεν θα χρειαζόταν να αγοράσει γεύμα σε ταβέρνα και κοιμόταν κάτω από φράχτες.
Φορούσε κουρέλια και τον περνούσαν για ζητιάνο
Όπως αναφέρει η Mirror, μακριά από τα κοστούμια και τις στολές που φορούν οι σημερινοί βουλευτές, φορούσε κουρελιασμένα ρούχα που ήταν τόσο φθαρμένα και βρώμικα που κάποιοι πίστευαν ότι ήταν ζητιάνος και του έριχναν δεκάρες στα χέρια καθώς περπατούσε, αφού αρνιόταν να πληρώσει για κάθε είδους μεταφορικό μέσο.
Μάλιστα όπως αναφέρει η Daily Mail, λέγεται ότι κάποτε, όταν τραυμάτισε και τα δύο του πόδια πέφτοντας στο σκοτάδι, επέτρεψε σε έναν φαρμακοποιό να θεραπεύσει μόνο το ένα. Κοιτάζοντας την ευκαιρία, στοιχημάτισε έξυπνα ότι το πόδι που δεν είχε θεραπευτεί θα γινόταν πιο γρήγορα καλά απ’ ό,τι το πόδι που είχε θεραπευτεί. Αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Το μη θεραπευμένο πόδι φημολογείται ότι θεραπεύτηκε ένα δεκαπενθήμερο πιο γρήγορα και ο Ελβς κέρδισε πίσω την αμοιβή του από τον φαρμακοποιό.
Fun fact: the possible inspiration for Ebeneezer Scrooge was a man named John Elwes, a miser who refused to buy new clothes or even repair his own mansion. However, in contrast to Scrooge, he never chased up unpaid loans and was known to be generous to his friends. pic.twitter.com/l6GOGdJ8vx
— Bantership Potemkin (@Bonesdrawstuff) December 25, 2021
Όταν πέθανε το 1789 σε ηλικία 75 ετών, η περιουσία του άξιζε 36,5 εκατομμύρια λίρες σε σημερινά χρήματα. Είχε στην κατοχή του μια γραφική εξοχική έπαυλη με ένα επιβλητικό αρχοντικό στο χωριό Stoke-by-Clare του Σάφολκ, μια αυτοκρατορία ακινήτων στο Λονδίνο με 100 σπίτια και πολλούς φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς.
Οικογενειακή τσιγκουνιά
Ο πατέρας του ήταν ένας εύπορος ζυθοποιός, γιος ενός βουλευτή του Λονδίνου. Η ασυνήθιστη ζωή του Ελβς ξεκίνησε με μια οικογενειακή τραγωδία, όταν έμεινε ορφανός σε ηλικία πέντε ή έξι ετών. Πρώτα πέθανε ο πατέρας του και αμέσως μετά η μητέρα του. Από αυτούς κληρονόμησε τα θεμέλια της περιουσίας του και στη συνέχεια ένα δεύτερο, ακόμη πιο σημαντικό ποσό από τον εκκεντρικό θείο του, Σερ Χέρβεϊ Ελβς, βαρονέτο και βουλευτή της πόλης Σάντμπερι στο Σάφολκ.
Τι θα μπορούσε λοιπόν να εξηγήσει τη φειδώ του; Μια απάντηση είναι ότι ήταν οικογενειακό φαινόμενο, καθώς τόσο η μητέρα του, εγγονή ενός βαρόνου του Σάφολκ, όσο και η μητέρα της, αδελφή του κόμη του Μπρίστολ, ήταν διάσημοι τσιγκούνηδες. Ο θείος του Σερ Χέρβει Ελβς ήταν επίσης γνωστός τσιγκούνης.
Οι δικοί του φιλάργυροι τρόποι σήμαιναν ότι η στέγη του έσταζε, τα παράθυρά του επισκευάζονταν με χαρτί, έτρωγε λιτά που συνήθως ήταν κυνήγι που είχε πιάσει και σκοτώσει στο κτήμα του. Τη νύχτα περπατούσε για να ζεσταθεί αντί να ανάψει φωτιά. Δίδαξε στον ανιψιό του όλα όσα ήξερε για την οικονομία και όταν πέθανε ανύπαντρος και χωρίς κληρονόμους το 1763, άφησε στον Ελβς την περιουσία του.
Ο Ελβς δεν διατηρούσε δικό του νοικοκυριό στην πρωτεύουσα, προτιμώντας να κοιμάται σε όποια από τις πολλές ιδιοκτησίες του ήταν προσωρινά κενή, δεν παντρεύτηκε ποτέ, πιστεύοντας ότι ο γάμος ήταν πολύ δαπανηρός, αλλά απέκτησε δύο γιους, τον Τζορτζ και τον Τζον, με την οικονόμο του στο Μπέρκσαϊρ.
Το 1784, αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή για να περάσει περισσότερο χρόνο με τα χρήματά του, αλλά χωρίς την απόσπαση της προσοχής του από το κοινοβουλευτικό του έργο, η εμμονική του λιτότητα κλιμακώθηκε.
Λέγεται ότι στο Stoke-by-Clare συνήθιζε να κοιμάται στους στάβλους μαζί με τα άλογά του για να γλιτώσει τη φωτιά στο σπίτι.
Το τέλος των ομοιοτήτων
Η ζωή και οι τρελές συνήθειες του Ελβς καταγράφηκαν σε μια βιογραφία που έγραψε ο δημοσιογράφος και δραματουργός Έντουαρντ Τόφαμ. Το βιβλίο αυτό, ένα μπεστ σέλερ που εκδόθηκε περίπου την εποχή της γέννησης του Ντίκενς το 1812, κράτησε ζωντανές τις ιστορίες που είχαν κάνει τον Ελβς θρύλο κατά τη διάρκεια της ζωής του στο Σάφολκ και στο Ουέστμινστερ.
Λέγεται ότι ο Ντίκενς είχε εμμονή με τον τρόπο ζωής του βουλευτή – να είναι τόσο πλούσιος που θα μπορούσε να έχει τα πάντα στη ζωή και όμως να επιλέγει να αποστασιοποιηθεί από κάθε είδους απόλαυση. Ο συγγραφέας τον έβαλε μάλιστα στην πλοκή ενός μεταγενέστερου μυθιστορήματος, αναφερόμενος ονομαστικά σε αυτόν στο «Ένας κοινός μας φίλος» (Our Mutual Friend) που εκδόθηκε το 1865.
Ωστόσο, εδώ τελειώνει η διαφοροποίηση ανάμεσα στον Τζον Ελβς και τον Εμπενίζερ Σκρουτζ. Η κραυγαλέα διαφορά μεταξύ του Ελβς και του χαρακτήρα που ενέπνευσε είναι ότι δεν χρειαζόταν μαθήματα καλοσύνης ή συμπόνιας. Παρ’ όλη την εκκεντρικότητά του, ήταν γνωστός ως αξιοπρεπής και καλός άνθρωπος, ηθικός βουλευτής και πιστός.
Ο Έντουαρντ Τόφαμ είχε γράψει γι’ αυτόν: «Ο δημόσιος χαρακτήρας του ζει μετά από αυτόν αγνός και χωρίς κηλίδες. Στην ιδιωτική του ζωή ήταν κυρίως εχθρός του εαυτού του. Στους άλλους δάνειζε πολλά- στον εαυτό του αρνιόταν τα πάντα».
Τι πιστεύουν μελετητές του Ντίκενς
Ο καθηγητής Λίον Λίτβακ, του Πανεπιστημίου Queen’s του Μπέλφαστ, κύριος εκδότης του Charles Dickens Letters Project, το οποίο συγκεντρώνει την πλούσια αλληλογραφία του συγγραφέα υποστηρίζει ότι οι ομοιότητες μεταξύ Σκρουτζ και Ελβς είναι σαφείς.
Η άρνηση του Ελβς να λάβει υπόψη του τον καιρό για να μην έχει κόστος βρίσκει ανταπόκριση στην αδιαλλαξία του Σκρουτζ στη ζέστη και το κρύο, για παράδειγμα.
«Καμία ζέστη δεν μπορούσε να τον ζεστάνει, κανένας χειμωνιάτικος καιρός να τον παγώσει», γράφει ο Ντίκενς.
Πολλοί ειδικοί πάνω στον Ντίκενς πιστεύουν ότι ο εικονογράφος Τζον Λιτς βάσισε τα σκίτσα του Σκρουτζ στην πρώτη έκδοση της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» σε σύγχρονα πορτρέτα και χαρακτικά του Ελβς. «Μπορείτε να δείτε ότι [ο Ελβς] έχει τα υπερβολικά χαρακτηριστικά που συνδέουμε με τον Σκρουτζ, τη μακριά μύτη, το λιπόσαρκο πρόσωπο, το μυτερό πηγούνι, τη διάσημη γκριμάτσα», υποστηρίζει ακόμα ο καθηγητής Λίτβακ.
«Πιστεύεται ότι ο Λιτς χρησιμοποίησε ένα από αυτά για να δημιουργήσει το δικό του ομοίωμα του Σκρουτζ, ότι αυτά τα σκίτσα είναι η ενσάρκωση του Ελβς», προσέθεσε.
Ο καθηγητής Μάικλ Σλάτερ, σύμβουλος του Μουσείου Ντίκενς στο Λονδίνο και βιογράφος του Ντίκενς, συμφωνεί.
«Ο Ντίκενς απολάμβανε τους εκκεντρικούς και πολύχρωμους χαρακτήρες που βρίσκουν το δρόμο τους στα γραπτά του», είπε.
«Οι σπουδαίοι χαρακτήρες του – ο Σκρουτζ, ο κύριος Πίκγουικ, ο Φέιγκιν – όλοι τους έχουν χαρακτηριστικά από ανθρώπους που είχε συναντήσει ή είχε ακούσει για αυτούς στην πραγματική ζωή. Αυτό που έκανε ο Ντίκενς με αυτούς στα μυθιστορήματά του είναι η ιδιοφυΐα του. Και ξέρουμε ότι γνώριζε τον Τζον Ελβς επειδή ο Ελβς θα εμφανιζόταν στο ‘Ένας κοινός μας φίλος’», κατέληξε.