Στη ταινία που την κατέταξε στο πάνθεον των χολιγουντιανών αστέρων, υποδυόταν μια όμορφη γυναίκα που τη συντηρούσαν πλούσιοι, ελπίζοντας ότι το «πάρτι» δεν θα τελειώσει ποτέ. Σαν ειρωνεία, η πραγματική ζωή της ξεκίνησε κατά κάποιο τρόπο παρόμοια, αλλά… βίαια.
Όταν ξέσπασε ο Β΄ΠΠ, τον Σεπτέμβριο του 1939, μια μητέρα στη Βρετανία θα έπαιρνε τα παιδιά της και θα μετακόμιζαν στο Άρνεμ της Ολλανδίας, με την ελπίδα ότι, όπως και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ολλανδία θα παρέμενε ουδέτερη και θα γλίτωνε από μια γερμανική επίθεση.
Δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι ήταν μια κίνηση «πατριωτική», καθώς εγκατέλειψε την πατρίδα της στη πιο κρίσιμη στιγμή. Για την ίδια όμως, ήταν μια πολύ λογική απόφαση μιας και δεν είχε κρύψει τη συμπάθειά της για τον ναζισμό. Η μητέρα ήταν η βαρόνη Έλα βαν Χέμστρα, μια Ολλανδή αριστοκράτισσα η οποία είχε παντρευτεί τον Βρετανό Τζόζεφ Βίκτωρ Άντονι Ρούστον. Ο Τζόζεφ όμως, νόμιζε ότι κατάγεται από τον δούκα του Χέπμπορν, τον τρίτο σύζυγο της Μαρίας των Σκώτων και έτσι, άλλαξε το όνομα της οικογενείας σε… Χέπμπορν.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, οι Χέπμπορν ενίσχυαν με δωρεές τη Βρετανική Ένωση Φασιστών (B.U.F) ενώ η Έλα είχε γνωρίσει αυτοπροσώπως τον Αδόλφο Χίτλερ, αρθρογραφώντας μάλιστα υπέρ του!
Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ολλανδία το 1940, η κυρία Χέπμπορν χρησιμοποίησε το όνομα Έντα βαν Χέμστρα, επειδή ήταν όνομα λιγότερο… βρετανικό μιας και τότε η Βρετανία με τη Γερμανία ήταν σε πόλεμο.
«Μπορεί να είχαμε αυτοπυροβοληθεί όλοι»
Η 12χρονη μικρούλα κόρη του ζευγαριού, Όντρεϊ, θα έγραφε πως «τους πρώτους μήνες δεν ξέραμε τι ακριβώς είχε συμβεί… απλώς πήγα στο σχολείο», θυμάται η Χέπμπορν. «Στα σχολεία, τα παιδιά μάθαιναν τα μαθήματά τους στην αριθμητική με προβλήματα όπως αυτό: «Αν 1.000 Άγγλοι βομβαρδιστικά επιτεθούν στο Βερολίνο και 900 καταρριφθούν, πόσοι θα επιστρέψουν στην Αγγλία;»
Η μοναδική διέξοδος της Όντρεϊ ήταν ο χορός. Είχε μυηθεί στο μπαλέτο στην Αγγλία, και τώρα στράφηκε σε αυτό, αποφασίζοντας ότι ήθελε να γίνει επαγγελματίας μπαλαρίνα. Το 1940, γράφτηκε σε μια εξειδικευμένη σχολή με διάσημη δασκάλα χορού. Μετά την μετακόμιση στην Ολλανδία παρακολούθησε το Ωδείο του Άρνεμ μέχρι το τέλος του πολέμου. Είχε αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα μπαλέτου κατά τα τελευταία της χρόνια στο οικοτροφείο και συνέχισε να εκπαιδεύεται στο Άρνεμ από την Winja Marova, εξελισσόμενη στη καλύτερη μαθήτριά της.
Ωστόσο, η άλλοτε φιλοναζίστρια μητέρα της θα αντιλαμβανόταν το πραγματικό πρόσωπο των ναζί. Η οικογένειά της επηρεάστηκε βαθιά από την κατοχή, με την Ώντρεϊ να δηλώνει αργότερα ότι «αν γνωρίζαμε ότι θα μας είχαν κατακτημένους για πέντε χρόνια, μπορεί να είχαμε αυτοπυροβοληθεί όλοι. Πιστεύαμε ότι μπορεί να τελειώσει την επόμενη εβδομάδα… έξι μήνες… τον επόμενο χρόνο … έτσι περάσαμε».
Το 1942, ο θείος της, Otto van Limburg Stirum θα εκτελούνταν ως αντίποινα για μια πράξη δολιοφθοράς, δίχως να έχει συμμετάσχει στη πραγματικότητα, απλά είχε γίνει στόχος λόγω της εξέχουσας θέσης του στην ολλανδική κοινωνία. Ο ετεροθαλής αδερφός της Χέπμπορν, Ίαν, απελάθηκε στο Βερολίνο για να εργαστεί σε ένα γερμανικό στρατόπεδο εργασίας, και ο άλλος ετεροθαλής αδελφός της Άλεξ κρύφτηκε για να αποφύγει την ίδια μοίρα.
Η ώρα της αντίστασης;
Μετά το θάνατο του θείου της, η Χέπμπορν, από το καλοκαίρι του 1944, άρχισε να δουλεύει εθελοντικά για τον Δρ. Χέντρικ Βίσερτ Χούφτ, έναν 39χρονο γιατρό και πρώην Ολυμπιονίκη. Τότε δημιουργήθηκαν οι δεσμοί με την Ολλανδική Αντίσταση. Ο Χούφτ και το νοσοκομείο, όπου εργαζόταν, ήταν το κέντρο της Αντίστασης στην περιοχή, με τους γιατρούς να βοηθούν στην πλαστογράφηση εγγράφων ταυτότητας για να βοηθήσουν όσους κρύβονταν. Στη διάρκεια της επικής μάχης του Άρνεμ το 1944, η οικογένειά της έκρυψε προσωρινά έναν Βρετανό αλεξιπτωτιστή στο σπίτι τους.
Η νεαρή χρησιμοποίησε τον χορό για να ενισχύει με τον τρόπο που μπορούσε την αντίσταση. Έπαιζε σε παράνομες νυχτερινές εκδηλώσεις μόνο κατόπιν πρόσκλησης που είχαν σχεδιαστεί για να συγκεντρώσουν χρήματα για την Αντίσταση. Αυτές οι νύχτες ονομάζονταν «zwarte avonden» ή «μαύρα βράδια», επειδή οι οικοδεσπότες αναγκάζονταν να «μαυρίζουν» τα παράθυρα για να μην τους ανακαλύψει ο εχθρός.
«Είχαν τοποθετήσει φρουρούς έξω για να μας ενημερώσουν πότε πλησίαζαν οι Γερμανοί», έλεγε αργότερα η Χέπμπορν. «Το καλύτερο κοινό που είχα ποτέ δεν έβγαλε ούτε έναν ήχο στο τέλος της ερμηνείας μου».
Εκτός από άλλα τραυματικά γεγονότα, η Ώντρεϊ ήταν μάρτυρας της μεταφοράς Ολλανδών Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δηλώνοντας αργότερα ότι «περισσότερες από μία φορές ήμουν στο σταθμό και είδα φορτία τρένων να μεταφέρονται, βλέποντας όλα αυτά τα πρόσωπα πάνω από την κορυφή του βαγονιού. Θυμάμαι, πολύ απότομα, ένα μικρό αγόρι στεκόταν με τους γονείς του στην πλατφόρμα, πολύ χλωμό, πολύ ξανθό, φορώντας ένα παλτό που ήταν πολύ μεγάλο γι ‘αυτό, και πάτησε στο τρένο. Ήμουν ένα παιδί που παρατηρούσα ένα παιδί».
Κατά τη διάρκεια του περίφημου ολλανδικού λιμού του 1944-45, οι Γερμανοί εμπόδισαν ή μείωσαν τις ήδη περιορισμένες προμήθειες τροφίμων και καυσίμων στους αμάχους, ως αντίποινα για τις επιδρομές των ολλανδικών αντιστασιακών.
Όπως και άλλοι, η οικογένεια της Χέπμπορν κατέφυγε στην παρασκευή αλευριού από βολβούς τουλίπας για να ψήσει κέικ και μπισκότα, μια πηγή αμυλούχων υδατανθράκων. Ολλανδοί γιατροί παρείχαν συνταγές για τη χρήση βολβών τουλίπας κατά τη διάρκεια του λιμού. Υποφέροντας από τις επιπτώσεις του υποσιτισμού, μετά το τέλος του πολέμου, η Χέπμπορν αρρώστησε βαριά με ίκτερο, αναιμία, οίδημα και λοίμωξη του αναπνευστικού.
Με όλα αυτά φυσικά, η οικονομική κατάσταση της οικογένειας Βαν Χέεμστρα άλλαξε ραγδαία, με τα ακίνητά τους -συμπεριλαμβανομένης της κύριας περιουσίας τους στο Άρνεμ- να έχει καταστραφεί.
Κατά τραγική ειρωνεία η κοπέλα της οποίας η άνετη ζωή θα ανατρεπόταν το 1940, θα ήταν εκείνη που θα πρωταγωνιστούσε στο ανατρεπτικό «Πρόγευμα στο Τίφανις», Όντρεϊ Χέπμπορν.
Με πληροφορίες από New York Post, Wikipedia