Ο θάνατος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως ήταν αναμενόμενο, κινητοποίησε αμέσως τους haters, αυτούς που πουλάνε μίσος στο Διαδίκτυο. Περίπου πανηγύριζαν, λες και είναι «θεία δίκη», όπως είδα κάπου να γράφεται, το ότι πέθανε ένας άνθρωπος 81 ετών με επιβαρυμένη υγεία.
Οποιος ξέρει τι σημαίνει ψευτοπαλικαριά μπορεί να καταλάβει αυτό το εκ των υστέρων μίσος εκ του ασφαλούς. Η Ελλάδα, σήμερα, δεν κινδυνεύει, το αντίθετο: το δημοσίευμα του «Economist» επιβεβαιώνει τους οίκους αξιολόγησης για τον δυναμισμό της οικονομίας. Οι έλληνες πολίτες, για δεύτερη τετραετία, επιβράβευσαν με άνετη κυβερνητική πλειοψηφία το μεταρρυθμιστικό πολιτικό πρόγραμμα της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση προχωρά, χωρίς ιδιαίτερα πολιτικά εμπόδια, σε μεταρρυθμίσεις – πρόσφατα ολοκληρώθηκε νομοθετικά μια φορολογική μεταρρύθμιση που μένει να δούμε τι θα αποδώσει ενώ βρίσκεται στα σκαριά ένα νομοθετικό πλαίσιο διά του οποίου θα επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημιακών σχολών στην Ελλάδα.
Ο λόγος του μίσους κατά του Σόιμπλε, δηλαδή, είναι περιθωριακός. Ενα στερεότυπο που καταρρίφθηκε είναι η προσπάθεια κάποιων να ξυπνήσουν τα αντιμνημονιακά στερεότυπα και να στηθούν ξανά απέναντι στα φαντάσματα που συνήγειραν τους πολίτες για περίπου δέκα χρόνια να αρνούνται την πραγματικότητα της οικονομίας μας και να επενδύουν σε πολιτικούς που υπόσχονταν μαγικές λύσεις.
Ο Σόιμπλε δεν ήταν ο εχθρός της χώρας, όσοι εκτέλεσαν τα μνημόνια (τελευταίος ο Τσίπρας, αν και το τρίτο μνημόνιο ήρθε εξαιτίας των δικών του αποτυχημένων χειρισμών και του βολονταρισμού του, ότι αρκεί να παριστάνεις τον αντιστασιακό ώστε να φοβηθούν οι εταίροι και δανειστές σου) δεν ήταν γερμανοτσολιάδες ούτε προδότες αλλά πολιτικοί που είχαν καταλάβει ότι άλλη λύση δεν υπήρχε. Οτι χωρίς αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα (για να θυμηθώ έναν άλλο πολιτικό που στα δύσκολα δεν κρυβόταν από την πραγματικότητα) η χώρα δεν θα σωζόταν, δεν θα διατηρούσε δηλαδή το ευρωπαϊκό στάτους της, την ισχύ της, ενώ θα καταβαραθρωνόταν η οικονομία της και θα δοκιμαζόταν η κοινωνική συνοχή της.
Για λαϊκιστές όπως ο Τσίπρας, βέβαια, ο Σόιμπλε ήταν ο από μηχανής θεός του. Ηταν το μισητό πρόσωπο στο οποίο μπορούσε να στρέψει τη δυσαρέσκεια των πολιτών, και ιδίως των ψηφοφόρων του. Ακόμα και μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, ενώ βρισκόταν στα πρόθυρα της κωλοτούμπας, ο τότε πρωθυπουργός σε εκείνον τα φόρτωνε. «Κατάλαβα ότι η συναινετική έξοδος από το ευρώ δεν ήταν καλή όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό είναι το σχέδιο Σόιμπλε», έλεγε ο Τσίπρας μιλώντας στην ΕΡΤ (14/7). Ευτυχώς που το σχέδιο Σόιμπλε δεν ήταν η παραμονή μας στο ευρώ, γιατί ο Τσίπρας δήλωνε ότι δεν αξιολογούσε τα σχέδια αυτόνομα: έβλεπε τι έλεγε ο Σόιμπλε και έκανε το αντίθετο.
Η πραγματικότητα είναι μία. Οτι αφενός ο Σόιμπλε, ένα πρόσωπο που μισήθηκε ιδιαίτερα, είχε πολιτική ταυτότητα, κώδικες αξιών και στο ζήτημα της ελληνικής χρεοκοπίας είχε μια σκληρή θέση, μια θέση τιμωρητική, επειδή θεωρούσε ότι η Ελλάδα εξαπατούσε την Ευρωπαϊκή Ενωση χρησιμοποιώντας χωρίς σύνεση τους πόρους που ελάμβανε. Αφετέρου, ο Αλέξης Τσίπρας, αφού ανέβηκε στην εξουσία κοροϊδεύοντας τους πολίτες, ότι θα σκίσει τα μνημόνια, έπαιξε τη χώρα στα ζάρια – κι όταν κατάλαβε ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν υπήρχαν κορόιδα, προσαρμόστηκε στη θέση ενός μνημονιακού πρωθυπουργού που υλοποιούσε το οικονομικό πρόγραμμα που είχε εκπονήσει η («γκόου μπακ») Μαντάμ Μέρκελ και ο «ναζί Σόιμπλε» – χωρίς την πίεση των οποίων η χώρα ή θα καταστρεφόταν ή θα επέστρεφε στον κρατισμό.