Θύελλα αντιδράσεων ξεσήκωσε πριν από μερικές ημέρες η αναφορά της υφυπουργού Παιδείας Δόμνας Μιχαηλίδου στη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για ημερήσιο περπάτημα 8 χιλιομέτρων, με αφορμή την ερώτηση που της έθεσε στη Βουλή η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κατερίνα Νοτοπούλου σχετικά με την πιθανότητα συγχώνευσης σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στη Θεσσαλονίκη. Αφορμή για την ερώτηση αποτέλεσαν οι αντιδράσεις που έχουν σημειωθεί στη Θεσσαλονίκη απέναντι στην ενδεχόμενη συγχώνευση έξι σχολικών μονάδων.
Πρόκειται για το 13ο Γυμνάσιο που προτείνεται να συγχωνευθεί με το 4ο Γυμνάσιο στο κτίριο του 13ου, το 17ο Λύκειο που προτείνεται να συγχωνευθεί με το 4ο Λύκειο στο κτίριο του 4ου, το 30ό Γυμνάσιο που προτείνεται να συγχωνευθεί με το 12ο Γυμνάσιο στο κτίριο του τελευταίου, αλλά και το 4ο και το 5ο ΓΕΛ Καλαμαριάς που αναμένεται να συγχωνευθούν.
Οι πρώτες δύο περιπτώσεις αφορούν επί της ουσίας μια ανταλλαγή. Το 4ο Γυμνάσιο θα ενοποιηθεί με το 13ο Γυμνάσιο, το οποίο συστεγάζεται μέχρι σήμερα με το 17ο Λύκειο στην οδό Χριστοπούλου. Οι μαθητές του 17ου Λυκείου θα μετακινηθούν με τη σειρά τους στο 4ο Λύκειο, το οποίο μέχρι σήμερα συστεγάζεται με το 4ο Γυμνάσιο. Ετσι, θα υπάρχει ένα μεγαλύτερο Γυμνάσιο και ένα μεγαλύτερο Λύκειο αντί για τέσσερις μικρότερες σε αριθμό μαθητών μονάδες. Η απόσταση μεταξύ των δύο συγκροτημάτων δεν ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο.
Η πιθανή συγχώνευση του 30ού Γυμνασίου με το 12ο, όμως, αναμένεται να ταλαιπωρήσει περισσότερο τους μαθητές, καθώς τα δύο κτίρια απέχουν 1,6 χιλιόμετρο – δηλαδή, περίπου 20-25 λεπτά περπάτημα. Σε ό,τι αφορά τη συγχώνευση των δύο Λυκείων της Καλαμαριάς, πρόκειται για σχεδόν γειτονικά σχολεία, καθώς απέχουν μόλις 300 μέτρα.
Ωστόσο, η απόσταση δεν είναι το μοναδικό ζήτημα, σύμφωνα με τους μαθητές των εν λόγω σχολείων και τους γονείς τους, που αντιδρούν στις προωθούμενες αλλαγές. «Κάποιοι θα πρέπει να διανύουν αρκετά μεγαλύτερες αποστάσεις για να φτάσουν στο σχολείο, και επιπλέον θα πρέπει να περνούν από μεγάλους και επικίνδυνους δρόμους, όπως είναι η Γιαννιτσών και η Μοναστηρίου» υπογραμμίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο Θανάσης Κοκονάς, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γονέων Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία έχει αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαμαρτυρίες. «Οι συγχωνεύσεις αυτές προωθούνται χωρίς καμία ενημέρωση των γονέων, με μια λογική κόστους-οφέλους» λέει ο ίδιος και συνεχίζει: «Στα νέα σχολεία θα δημιουργηθούν τμήματα 25-30 μαθητών και θα πρόκειται για μεγάλες σχολικές μονάδες 300-400 μαθητών. Αυτά τα μεγέθη δημιουργούν προβλήματα στην εκπαιδευτική διαδικασία».
Πρόβλημα η βία
«Σε μεγάλα σχολεία που είναι αδύνατον να γνωρίζονται μεταξύ τους όλοι οι μαθητές και οι καθηγητές, είναι πολύ πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν φαινόμενα βίας» εξηγεί ο Θανάσης Κοκονάς, ο οποίος θεωρεί πως οι συγχωνεύσεις αναδεικνύουν την «υποκρισία» της κυβέρνησης, την ώρα που στελέχη της μιλούν για την καταπολέμηση του ζητήματος της βίας των ανηλίκων και της οπαδικής βίας. «Ολα αυτά κουμπώνουν, είναι κομμάτια του ίδιου προβλήματος, το οποίο απαιτεί συνολική αντιμετώπιση».
Για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών, οι καταργήσεις και οι συγχωνεύσεις σχολείων, ειδικά στα αστικά κέντρα, γίνονται με αποκλειστικό στόχο την εξοικονόμηση πόρων από το αρμόδιο υπουργείο. «Λιγότερα τμήματα σημαίνει λιγότεροι εκπαιδευτικοί, άρα συνολικά μικρότερο κονδύλι για τη μισθοδοσία καθηγητών και δασκάλων» εξηγεί ο Νίκος Παπαχρήστου, πρόεδρος της ΟΛΜΕ. «Η ιδέα ότι το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα θα βελτιωθεί μέσω των συγχωνεύσεων είναι αστειότητα – δεν προκύπτει από πουθενά ότι ένα μεγαλύτερο σχολείο προσφέρει καλύτερη εκπαίδευση». Μάλιστα, ο ίδιος δεν εκπλήσσεται για τις έντονες αντιδράσεις στη Θεσσαλονίκη. «Τα περισσότερα σχολεία εντός του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης δεν πληρούν στο ελάχιστο τα ευρωπαϊκά πρότυπα για τις κτιριακές υποδομές, είναι σχολεία-κλουβιά» προειδοποιεί.
Από τη μεριά του, ο πρόεδρος της ΔΟΕ Θανάσης Κικινής δηλώνει πως είναι λογικό να υπάρχει προβληματισμός για τα μονοθέσια σχολεία των λίγων μαθητών, όμως επισημαίνει παράλληλα πως «η διόγκωση των σχολείων δεν είναι ποτέ καλή εξέλιξη». «Η επιστημονική κοινότητα λέει πως πρέπει να είναι 18 μαθητές στο Δημοτικό και εμείς κάνουμε τάξεις των 25» τονίζει.
Με παρέμβασή της στη Βουλή η Δόμνα Μιχαηλίδου απάντησε στην κριτική που της ασκήθηκε λέγοντας πως «οι συγχωνεύσεις σχολείων δεν είναι το απόλυτο κακό» και πως «υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν […] γιατί είναι προς το συμφέρον και των παιδιών και των εκπαιδευτικών», ενώ έκανε λόγο για μεγαλύτερες δυνατότητες για δράσεις εξωστρέφειας, περισσότερες ευκαιρίες και φιλίες σε σχολικές μονάδες με μεγαλύτερο μαθητικό δυναμικό. Παράλληλα, η υφυπουργός Παιδείας υποστήριξε πως με τις συγχωνεύσεις επωφελούνται και οι εκπαιδευτικοί, καθώς θα μπορούν να συμπληρώνουν το ωράριό τους εργαζόμενοι σε μία μόνο σχολική μονάδα.
Ποιες είναι οι περιοχές με τις περισσότερες μεταβολές
Λίγο πριν από τις αρχές του τρέχοντος σχολικού έτους, ανακοινώθηκαν μεταβολές στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, καταργούνταν 29 νηπιαγωγεία και 7 δημοτικά σχολεία. Τα 29 καταργηθέντα νηπιαγωγεία αφορούσαν μονοθέσιες μονάδες, δηλαδή δυναμικού 5-8 παιδιών, που στην πλειοψηφία τους βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία και Θράκη). Τα 7 καταργηθέντα δημοτικά, οργανικότητας από 1 (έως 15 μαθητές) ως 6 (126-150 μαθητές) βρίσκονταν σε χωριά της περιφέρειας. Στον αντίποδα, ιδρύθηκαν 2 δημοτικά και 8 νηπιαγωγεία.
Παράλληλα, 23 νηπιαγωγεία και 7 δημοτικά αναμενόταν να συγχωνευθούν, εν τούτοις, ορισμένες από αυτές τις συγχωνεύσεις εν τέλει δεν προχώρησαν λόγω αντιδράσεων. Από τις συγχωνεύσεις επηρεάζονται επίσης κυρίως περιοχές της περιφέρειας και ιδιαιτέρως χωριά της Αιτωλοακαρνανίας.
Με το ίδιο ΦΕΚ υποβιβάστηκαν, δηλαδή έχασαν οργανικές θέσεις, 66 δημοτικά και 13 νηπιαγωγεία, ενώ προήχθησαν, δηλαδή κέρδισαν οργανικές θέσεις, 10 δημοτικά και 41 νηπιαγωγεία.
Πριν από το ξεκίνημα της προηγούμενης σχολικής χρονιάς (2022-2023) καταργήθηκαν 23 δημοτικά και 21 νηπιαγωγεία. Πάλι, το πλήγμα δέχθηκαν μικρά, ως επί το πλείστον μονοθέσια, σχολεία της περιφέρειας, ενώ ένα στα τρία καταργηθέντα νηπιαγωγεία βρισκόταν στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλίας. Οι ιδρύσεις μονάδων περιορίστηκαν στις 9 (1 δημοτικό και 8 νηπιαγωγεία).
Ταυτόχρονα, συγχωνεύθηκαν 9 δημοτικά και 43 νηπιαγωγεία. Τέσσερα από τα συγχωνευμένα δημοτικά αφορούσαν σχολεία της Κεντρικής Μακεδονίας και άλλα τέσσερα αφορούσαν σχολεία της Δυτικής Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Ηλεία). Την ίδια στιγμή, υποβιβάστηκαν 107 δημοτικά και 24 νηπιαγωγεία, ενώ προήχθησαν μόλις 10 δημοτικά και 41 νηπιαγωγεία.
Στις μεταβολές για τη σχολική χρονιά 2021-2022 εντοπίζουμε την κατάργηση 15 δημοτικών και 34 νηπιαγωγείων. Το ίδιο έτος ιδρύθηκαν 3 δημοτικά και 11 νηπιαγωγεία. Παράλληλα, συγχωνεύθηκαν 6 δημοτικά (εκ των οποίων τα 5 αφορούσαν Μακεδονία και Θράκη) και 12 νηπιαγωγεία. Τέλος, υποβιβάστηκαν 66 δημοτικά και 9 νηπιαγωγεία (κυρίως σε Ημαθία και Εύβοια), ενώ προήχθησαν 28 δημοτικά και 93 νηπιαγωγεία.
Αν και φαίνεται να υπάρχει μια παραπάνω κινητικότητα σε καταργήσεις, συγχωνεύσεις και υποβαθμίσεις σχολείων τα τελευταία χρόνια, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των εκπαιδευτικών δεν βλέπουν κάποια ισχυρή τάση, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν. «Επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου τα σχολικά έτη 2010-2011 και 2011-2012 υπήρξαν περίπου 1.000 συγχωνεύσεις. Εκτοτε, υπάρχει μια σχετική ομαλότητα» λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της ΔΟΕ Θανάσης Κικινής.
Για μάθημα με το ΚΤΕΛ ή ταξί
Οπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, οι καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολείων αφορούν συχνότερα απομακρυσμένες περιοχές της περιφέρειας, όπου οι μαθητές μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ωστόσο, η απώλεια αυτών των σχολείων δεν είναι άνευ συνεπειών – τόσο σε ό,τι αφορά την ταλαιπωρία των παιδιών που πρέπει να διανύσουν μεγάλη απόσταση με λεωφορείο ή ταξί, όσο και σε ό,τι αφορά την κρατική δαπάνη για τις μεταφορές τους. Ενδεικτικά, για το τρέχον σχολικό έτος η δαπάνη μεταφοράς μαθητών που κρίνεται αναγκαία λόγω καταργήσεων και συγχωνεύσεων εκτιμάται σε 106.400 ευρώ.
Επιπλέον, όταν η μετακίνηση γίνεται με λεωφορείο προκύπτουν και άλλα προβλήματα. «Τα παιδιά πρέπει να έχουν δικό τους λεωφορείο, σχολικό, όμως αυτό δεν συμβαίνει – αναγκάζονται να πάρουν το ΚΤΕΛ που μεταφέρει κι άλλους επιβάτες. Είναι σχεδόν κανόνας ότι οι μαθητές εν τέλει καταλήγουν να μεταφέρονται όρθιοι, κατά παράβαση του κανονισμού ασφαλείας» σημειώνει ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ Νίκος Παπαχρήστου, ο οποίος εκφράζει την ανησυχία του για την πιθανότητα ενός τραγικού ατυχήματος.
Το «αγκάθι» της δημογραφικής κρίσης
«Τα σχολεία μαζί με άλλες υποδομές (ταχυδρομείο, σιδηροδρομικός σταθμός κλπ.) αποτελούν έναν παράγοντα που λειτουργεί επικουρικά στην απόφαση ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας να παραμείνει στον τόπο της», λέει στα «ΝΕΑ» ο Βύρωνας Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και την Πρακτική στην Ελλάδα».
«Από το 1980 φθίνουν οι γεννήσεις και αναμένεται να σταθεροποιηθούν περίπου στις 72.000-80.000 ανά έτος. Αυτό σημαίνει πως κάθε χρόνο μπαίνουν στο σχολείο ισάριθμα παιδιά πανελλαδικά», συνεχίζει ο καθηγητής Δημογραφίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, σήμερα ζουν στην Ελλάδα 881.491 παιδιά ηλικίας 0-9 ετών, καταγράφοντας μείωση της τάξης του 16% σε σύγκριση με το 2011.
Επομένως, είναι λογικό να εκτιμήσει κανείς πως οι περιοχές που καταγράφουν τη μεγαλύτερη δημογραφική ύφεση, ειδικά στις σχολικές ηλικίες, είναι πιο ευάλωτες στην κατάργηση και συγχώνευση σχολικών μονάδων. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, τον μεγαλύτερο κίνδυνο φαίνεται να αντιμετωπίζει η Δυτική Μακεδονία, όπου ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας 0-9 έχει μειωθεί κατά 27,2% (19.394 από 26.629), ενώ τα άτομα ηλικίας 10-19 έχουν μειωθεί κατά 14,6% (25.670 από 30.073). Ακολουθούν Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (μείωση 22,5% στις ηλικίες 0-9, μείωση 4,2% στις ηλικίες 10-19), Στερεά Ελλάδα (μειώσεις 22,2% και 6,4% αντίστοιχα) και Κεντρική Μακεδονία (μειώσεις 22% και 2,2% αντίστοιχα).
Αντιθέτως, τα νησιά του Νότιου Αιγαίου και του Ιονίου δείχνουν να αντιμετωπίζουν τον μικρότερο κίνδυνο, καθώς ο πληθυσμός τους στις ηλικίες 0-9 έχει μειωθεί κατά 2% και 8,5% αντίστοιχα, ενώ τα άτομα ηλικίας 10-19 έχουν αυξηθεί κατά 8,5% στο Νότιο Αιγαίο και έχουν διατηρηθεί στον ίδιο περίπου αριθμό στο Ιόνιο.
«Τα χωριά όπου έκλεισαν σχολεία επί Διαμαντοπούλου έχουν ερημώσει σήμερα. Το κλείσιμο των σχολείων οδήγησε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να κατέβουν σε αστικά κέντρα και κωμοπόλεις», περιγράφει ο Νίκος Παπαχρήστου της ΟΛΜΕ. Ο Θανάσης Κικινής της ΔΟΕ επισημαίνει, από τη μεριά του, την ανάγκη να μείνουν ανοιχτά τα σχολεία στα χωριά, ειδικά στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. «Εχει να κάνει με τη διατήρηση της ζωής στα χωριά», υπογραμμίζει.
Κατά τον Βύρωνα Κοτζαμάνη, πάντως, η δημογραφική κρίση δεν σημαίνει την εγκατάλειψη του δημόσιου σχολείου στην περιφέρεια. «Οι δημογραφικές αλλαγές που επιτελούνται σήμερα μπορούν να δώσουν το έναυσμα για να εκσυγχρονιστεί το εκπαιδευτικό σύστημα, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης, με μικρότερες τάξεις κατά τα διεθνή πρότυπα».