Προσπαθώ και ξαναπροσπαθώ να θυμηθώ αλλά εις μάτην. Τι συζητούσαμε στα γιορτινά τραπέζια παλιά, πολύ παλιά, πριν από δεκαπέντε χρόνια και μια αιωνιότητα δηλαδή; Τότε που τα σόσιαλ μίντια δεν είχαν εισβάλει ορμητικά στη ζωή μας για να αλλάξουν άρδην τον τρόπο που διαχέονται (διότι περί διάχυσης πρόκειται) και αξιολογούνται οι ειδήσεις ανάγοντας το ασήμαντο σε σημαντικό, προβάλλοντας το «μέρος» ως «όλον»; Υποθέτω ότι θα μιλούσαμε για δικά μας πράγματα.
Για φίλους, για συγγενείς, ποιοι χώρισαν, ποιοι έσμιξαν, από πού το πήρες αυτό, πού το βρήκες το άλλο, πόσο κάνει η μπλούζα σου, δέκα χρόνια έχω τη φούστα μου, πάχυνες, αδυνάτισες, χάλια αυτή που μας έφερε ο Τάσος, ακόμα πιο χάλια η τυρόπιτα της Τασίας (βάζει μοσχοκάρυδο, άκου μοσχοκάρυδο στην τυρόπιτα), άντε κι ένα υπόκωφο «Εσείς τα μουράνο πού τα ξέρετε;» (ατάκα από παλιά επιθεώρηση του Ελεύθερου Θεάτρου) που δεν σημαίνει τίποτα και, συγχρόνως, «λέει» τα πάντα. Τα νέα μας λέγαμε δηλαδή και τα νέα των άλλων. Κουτσομπολιό; Κουτσομπολιό! Είναι όμως μια αρχετυπική εκδοχή κοινωνικότητας, το ενδιαφέρον για τον άλλον στην πραγματικότητα, έστω και αν εκφράζεται με κακιούλες, σποντούλες (το υποκοριστικό λόγω των ημερών) και υπονοούμενα.
Πλέον, ακόμα και το κουτσομπολιό ή την όποια πληροφορία τα τυλίγουμε με τη λαδόκολλα της άποψης. Δηλαδή, σου λέει η άλλη ότι βρήκε τον καλύτερο κουραμπιέ στο τάδε ζαχαροπλαστείο αλλά πρέπει συγχρόνως να αναπτύξει και τη θεωρία για το σωστό το βούτυρο που πρέπει να είναι τόσο τοις εκατό, χωρίς την τάδε πρόσμειξη και με τη δείνα επεξεργασία. (Βρε καλή μου, να φάω έναν κουραμπιέ θέλω, όχι να γίνω χημικός τροφίμων.) Αποψη για όλα λοιπόν. Πασπαλισμένη με αποσπασματική πληροφόρηση και κατακερματισμένα άστοχα τσιτάτα που κάθε τόσο επανέρχονται για να θυμίσουν σε εμάς που τα ακούμε ανά δεκαετία ότι είμαστε περισσότερο «παλιοί» απ’ όσο ήδη αισθανόμαστε.
Φέτος λοιπόν ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά για να αναπτύξουμε, ανάμεσα στη γέμιση και τις πατάτες, λίγο δεξιά από τη σαλάτα με τα καρύδια και τα ρόδια, το θέμα της ροζ σημαίας, αφού η υπόθεση του Ολιβερ είχε κολλήσει στις ανηφοριές της Αράχοβας. Είχα και άδεια από την εφημερίδα τις μέρες που το θέμα μονοπωλούσε την ειδησεογραφία, σκέφτηκα ότι θα του δώσω να καταλάβει. Τζίφος. Από την προπαραμονή η σημαία-ριχτάρι είχε πλέον «αποσυρθεί» ως θέμα διότι, εν τω μεταξύ, είχε μπουκάρει ορμητικά η Εφη Αχτσιόγλου με τα χριστουγεννιάτικα ψώνια της. Και τι είχε μέσα η τσάντα από το Boss και αν κουμμουνισμός σημαίνει να ψωνίζουν όλοι από το Boss, ωραίες συζητήσεις που είχαν να μας απασχολήσουν από πέρυσι, από τότε που η Μποφίλιου έσκασε μύτη στο Λονδίνο με ποδήρες, πολυτελές σιγκούνι, σαν τον Γιώργο Γάλλο στη «Μάγισσα» ένα πράγμα. Ε, κουβά πήγε κι αυτό. Τι να πιάσουν τα ψώνια της Αχτσιόγλου μπροστά στην εκδημία του Βασίλη Καρρά που κατέληξε σε «σύγκρουση αξιών» και αναλύσεις που αν τις άκουγε ο μακαρίτης θα γελούσε με εκείνο το γέλιο του που νόμιζες ότι έρχεται από τα σπλάχνα της γης, σαν να μανούριασε το Κρακατάου.
Μόνο για τα άλλα δεν μιλάμε. Τα σοβαρά και τα αληθινά. Για τα δράματα που συντελούνται πίσω από τις κλειστές πόρτες. Αυτά τα κρατάμε μακριά από τα γιορτινά τραπέζια μας, μήπως και μαγαρίσουν τον ψυχαναγκασμό της χαράς.
Οι Τοτοί και τα µυρµήγκια
Είναι γνωστό το ανέκδοτο με τον Τοτό που απ’ όλη την ύλη της Ζωολογίας είχε μάθει μόνο για τα μυρμήγκια που «είναι έντομα τα οποία σχηματίζουν αποικίες, ζουν σε μικρές φυσικές κοιλότητες, είναι αρπακτικά και πτωματοφάγα…». Οταν λοιπόν στο διαγώνισμα έπεσε η κουκουβάγια, έγραψε: «Η κουκουβάγια είναι πουλί και όχι έντομο σαν τα μυρμήγκια που σχηματίζουν αποικίες, ζουν σε μικρές φυσικές κοιλότητες, είναι αρπακτικά και πτωματοφάγα…».
Ε, αυτό ακριβώς μου θύμισε μια άποψη που διακινήθηκε και συνδέει τον Βασίλη Καρρά με τις… γυναικοκτονίες. Διότι, λέει, η καψούρα είναι η κόκκινη σημαία της κτητικότητας που οδηγεί στη γυναικοκτονία και άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Αυτά συμβαίνουν όταν η άποψη γίνεται εμμονή. Παράγει γελοιότητα.