Της Νάντιας Φώσκολου
“The Sun: it shines for all” (O Ήλιος λάμπει για όλους): η επιγραφή πάνω στο προεξέχον (και έξοχο) ρολόι στη διασταύρωση Μπρόντγουεϊ και Chambers, αν και ποιητική, δεν έχει να κάνει με λογοτεχνία ή φιλοσοφία· πρόκειται για το μότο τής πάλαι ποτέ νεοϋορκέζικης εφημερίδας “The Sun”. Το κτίριο της εφημερίδας, με τις δύο διακοσμητικές λεπτομέρειες που το καθιστούν μοναδικό – το κομψό τετράπλευρο (σαν φαναράκι) ρολόι τού 1917 στη νότια γωνία του, και το αντίστοιχο θερμόμετρο στη βόρεια – στέκει για μένα σαν ορόσημο: από εδώ και κάτω αρχίζει το εντελώς νότιο Μανχάτταν και ξεκινάει η περιδιάβαση στη συνοικία της Γουώλ Στρητ.
Ένας συνδυασμός χαράς και αγωνίας με κυριεύει: αν και μετράω πλέον δεκαοχτώ χρόνια στην πόλη, δεν κατεβαίνω συχνά εδώ, οπότε πάντα υπάρχει ο ενθουσιασμός αλλά και το τρακ της ανακάλυψης. Εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού αντικρίζει κανείς το “αρχαιότερο” πρόσωπο της μητρόπολης και βυθίζεται στο παρελθόν της: πουθενά αλλού δεν σε ξεσηκώνει τόσο η δίψα να πατήσεις τις πέτρες όπου πολέμησαν Ολλανδοί και Βρετανοί, ή να αγναντέψεις τον Ατλαντικό και να αναρωτηθείς πώς θα ένιωθαν όσοι -εξερευνητές, μετανάστες ή επισκέπτες, επί αιώνες- έφταναν επιτέλους στον “νέο κόσμο”, μετά από εβδομάδες (ή μήνες) στη μέση του ωκεανού.
Αρχίζω να κατεβαίνω τη λεωφόρο Μπρόντγουεϊ. Ουρανοξύστης και δαντέλα ακούγονται σαν έννοιες που δεν πάνε μαζί· κι όμως, το κτίριο “Woolworth” τις “παντρεύει”. Το εξηνταόροφο εκθαμβωτικό νεογοτθικό κόσμημα φαίνεται υπόλευκο αλλά έχει σοφά ενσωματωμένη πολυχρωμία. Ο διάκοσμος σε τόξα και στέγαστρα γύρω από τα χιλιάδες παράθυρα είναι τόσο αριστοτεχνικά καμωμένος που δίνει την εντύπωση ότι είναι από ύφασμα και όχι από τερακότα και ασβεστόλιθο. Χτισμένο το 1913, κατείχε μέχρι το 1930 τον τίτλο του ψηλότερου κτιρίου στον κόσμο.
Ενώ χαζεύω την αριστουργηματική πρόσοψη, προσέχω κάτι που δεν είχα παρατηρήσει ποτέ: πάνω αριστερά από την είσοδο, μας “κοιτάζει” ένας Ινδιάνος. Μαθαίνουμε ότι τα τέσσερα ανάγλυφα πορτραίτα που κοσμούν αρμονικά τη βάση του ουρανοξύστη αντιπροσωπεύουν τις τέσσερις ηπείρους (Αφρική, Αμερική, Ευρώπη, Ασία). Ο Ιθαγενής Αμερικανός μάς θυμίζει ότι όσους πύργους κι αν υψώσουν οι δυτικοί κατακτητές, τα χώματα που πατάμε ήταν κάποτε της φυλής Λενάπε, κι αυτό εδώ είναι το νησί τους, “Μαναχάττα”.
Αν το δαντελωτό εξωτερικό σε καθηλώνει, το ασύλληπτα πολυτελές σταυροειδές λόμπυ σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό: σκυριανό μάρμαρο παντού, χρυσές επιφάνειες, ψηφιδωτοί θόλοι με βυζαντινό άρωμα, στοές με τοιχογραφίες, ανελκυστήρες με θύρες Τίφφανυ. Όμως το κτίριο δεν είναι ανοιχτό για επισκέπτες – “Νο φότο, νο τούριστ”, φωνάζει ο θυρωρός. Θέλω να απαντήσω ότι δεν είμαι τουρίστρια, ότι εδώ παραδίπλα, στο ομοσπονδιακό κτίριο, έδωσα εξετάσεις και πήρα την υπηκοότητα, αλλά συγκρατούμαι και υπακούω, έχοντας προλάβει να βγάλω μερικές πολύτιμες φωτογραφίες.
Χαιρετάω το Δημαρχείο (εδώ παντρεύτηκα) και συνεχίζω. Tο Μανχάτταν στο άκρο του σχηματίζει μια μυτούλα, όσο πιο νότια πας, τόσο νιώθεις τη θάλασσα (και την Ιστορία) να σε περικυκλώνει, τόσο πιο πολύ θυμάσαι ότι είσαι σε νησί. Και μια και μιλάμε για περικύκλωση, να και το “τείχος”:
Aπέναντι από την εκκλησία Τρίνιτυ, στρίβω αριστερά σε ένα στενό, κατηφορικό δρομάκι. Η Γουώλ Στρητ πήρε το όνομά της από το τείχος που έχτισαν οι Ολλανδοί το 1653 στο (τότε) βόρειο όριο της αποικίας τους, του Νέου Άμστερνταμ, για να προστατευθούν από βρετανική εισβολή. (Σημείωση: τελικά οι Βρετανοί εμφανίστηκαν από θαλάσσης.) Λίγα τετράγωνα πιο πάνω, φιγουράρει σκαλισμένη στο νεοκλασικό δημοτικό μέγαρο (Municipal Building) η επιγραφή “New Amsterdam”, με έτος
ίδρυσης 1626, και “New York”, με έτος ίδρυσης 1664.
Οι ταινίες πλημμυρίζουν το κεφάλι σου: αν έχεις δει τον Μάικλ Ντάγκλας και τον Τσάρλι Σην στη μεγάλη οθόνη τη δεκαετία του ’80, εικόνες από τη σκοτεινή, ασημένια, σινιέ ατμόσφαιρα της ταινίας που φέρει τον τίτλο της θρυλικής οδού του Χρηματιστηρίου σκάνε σαν κύματα.
Και όμως, στη διασταύρωση των οδών Wall και Broad, μπροστά στον “ναό” του Καπιταλισμού (New York Stock Exchange), αντικρίζω το πιο παραμυθένιο χριστουγεννιάτικο δέντρο που μπορεί να υπάρξει! Συνδυασμένη δε με το αγαλματάκι του κοριτσιού που “ποζάρει” παραδίπλα ατρόμητο αλλά και γλυκούτσικο ταυτόχρονα, η σκηνή είναι κάθε άλλο παρά βγαλμένη από τη ζούγκλα των καλοσιδερωμένων, λυσασμένων χρηματιστών.
Το μπρούντζινο κοριτσάκι (“Fearless Girl”, 2017), το οποίο είχε αρχικά τοποθετηθεί απέναντι από τον διάσημο ταύρο λίγο πιο κάτω, αλλά στη συνέχεια μετακινήθηκε εδώ, στέκεται ως υπενθύμιση της γυναικείας θέσης στον άγριο κόσμο των επιχειρήσεων (και όχι μόνο).
Τουρίστες και οικογένειες φωτογραφίζονται κάτω από τα στολισμένα με πολύχρωμες μπάλες κλαδιά, σαν να βρισκόμαστε σε οποιοδήποτε άλλο χριστουγεννιάτικο νεοϋορκέζικο σκηνικό, και όχι εκεί όπου αιμοδιψείς “λύκοι” ντυμένοι στην τρίχα αλληλοξεσκίζονται στον βωμό του κέρδους.
O ήλιος πέφτει, το κρύο αρχίζει να ξυρίζει. Προχωρώ γοργά προς τα δυτικά. Μόλις βρεθείς στο σύγχρονο World Trade Center, με τους πλέον πέντε-έξι θεόρατους εντυπωσιακούς ουρανοξύστες που σε καλούν να εστιάσεις ψηλά, τραβάει την προσοχή σου μια φωτεινή πηγή χαμηλά: ο (νέος) ναός του Αγίου Νικολάου, στα ριζά της συστάδας των νεόκτιστων “διαστημικών” γυάλινων μεγαθηρίων, ακτινοβολεί με τόσο ιδιαίτερο τρόπο που νομίζεις ότι είναι ζωντανός οργανισμός. Ολόκληρο το οικοδόμημα εκπέμπει ένα λευκό θερμό φως.
Η εντύπωση θάμβους όχι απλά συνεχίζεται αλλά κλιμακώνεται όταν μπεις στον ναό: μέσα στο φιλόξενο, ολόθερμο “κουκούλι”, νιώθεις να επιπλέεις μέσα στο φως. Βρίσκεσαι σε Ορθόδοξη εκκλησία, και αναγνωρίζεις την εικονογραφία, όμως όλα είναι δομημένα με άλλο φως -κυριολεκτικό και μεταφορικό. Ο νεόκτιστος ναός, διά χειρός Σαντιάγο Καλατράβα, δεν αντικαθιστά απλώς την ελληνική Ορθόδοξη εκκλησία που καταστράφηκε την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά καλείται να παίξει τον ρόλο ενός εθνικού ιερού μνημείου, ανοιχτού για όλους. (Κοίτα να δεις που το μότο της “Sun” επαληθεύεται τελικά εδώ, στον ταπεινό Άγιο Νικόλαο.)
Βγαίνω απ’το φωτεινό κουκούλι και βρίσκομαι πάλι έξω, στο παγωμένο διαστημικό τοπίο. Και ενώ όσο ήμουν μέσα στον ναό, ήμουν σίγουρη ότι άκουγα ένα βυζαντικό “ίσο” στο βάθος, τώρα που το σκέφτομαι, δεν υπήρχε χορωδία, ψάλτης ή άλλη ηχητική πηγή. Το “ίσο” ερχόταν από τη δύναμη του χώρου.