«Οι πρώτες ομαδικές συναντήσεις ήταν αξέχαστες. Ο Τερίμ θα έπαιρνε μια κιμωλία, θα σχεδίαζε έντεκα κύκλους στον πίνακα. Κάθε ένας αντιπροσώπευε έναν παίκτη στο γήπεδο. Ωστόσο, στο μέσο της συζήτησης, ο πίνακας θα γέμιζε με βέλη και άλλα γράμματα που έγραφε και ήταν αδύνατο να καταλάβουμε σε ποιον κύκλο έδειχναν. Ο πίνακας γινόταν χάλια και ήταν αδύνατον να ξεχωρίσουμε παίκτες και θέσεις για τον καθένα. Με λίγα λόγια, απόλυτο χάος. Ενα χάος όπου μόνο ο τερματοφύλακας ήταν σίγουρος για το πού παίζει».
Με αυτά τα λόγια ο σπουδαίος Αντρέα Πίρλο είχε περιγράψει κάποιες από τις στιγμές της συνεργασίας του με τον Φατίχ Τερίμ στη Μίλαν. Και πολλές φορές οι ομάδες του φέρνουν εντός αγωνιστικού χώρου αυτό ακριβώς. Το… χάος. Ενα ελεγχόμενο χάος, όπως θέλει να το περάσει ο ίδιος, αλλά πολλές φορές ρισκαδόρικο. Που μπορεί να αρέσει στο μάτι του απλού θεατή, όχι όμως και σε εκείνο του οπαδού της ομάδας του που θέλει να τη βλέπει να κερδίζει.
Αυτός ο τρόπος παιχνιδιού αποτέλεσε ευχή και κατάρα σε όλη την καριέρα του. Ευχή όταν ανέλαβε για πρώτη φορά μικρές αποστολές. Ξεκίνησε σαν «μάγος» που μεταμορφώνει μικρές ομάδες κι έκανε αξιοσημείωτα πράγματα με την Ανκαραγκιούτσου το 1988 και τη νεοφώτιστη Γκιόζτεπε έναν χρόνο αργότερα. Το έκανε μέσω της επίθεσης και τότε ήταν που αυτή η επίθεση άρεσε και στην τουρκική ομοσπονδία ποδοσφαίρου, η οποία του έδωσε το χρίσμα του ομοσπονδιακού προπονητή στην Εθνική Ελπίδων. Ευχή λοιπόν γιατί μέσω αυτού του ποδοσφαίρου έφτασε στις πρώτες αληθινά μεγάλες επιτυχίες του ως προπονητής.
Η Γαλατασαράι του Τερίμ, που κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα Τουρκίας στη σειρά και έφτασε έως και την κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ ήταν μια ομάδα που χαιρόσουν να τη βλέπεις. Με πολλούς τρόπους για να φτάνει εύκολα στην αντίπαλη περιοχή, με πολλές επιλογές μέσα σε αυτή, με τις γραμμές της ψηλά στο γήπεδο. Την ενδιέφερε περισσότερο να κερδίζει με… 4-3 παρά με 1-0. Σας θυμίζει κάτι; Καλά καταλάβατε: το αντίθετο απ’ τον τρόπο που σκεφτόταν – τουλάχιστον έως πέρυσι – ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς.
«Κατάρα» όμως όταν ο τούρκος προπονητής δοκίμασε την τύχη του στην Ιταλία. Αναλαμβάνοντας συλλόγους όχι μικρής εμβέλειας. Φιορεντίνα στην αρχή. Και κοτζάμ Μίλαν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στη συνέχεια. Στη Serie A τα πράγματα δεν είναι «παίξε-γέλασε». Ο Τερίμ έφερε μια άκρως επιθετική φιλοσοφία στους Βιόλα και γι’ αυτό αγαπήθηκε και από τον κόσμο τους. Οχι όμως και από τον πρόεδρό τους. Ακόμα και σήμερα οι οπαδοί της Φιορεντίνα πιστώνουν σε εκείνον την κατάκτηση του Κυπέλλου κι ας απολύθηκε πριν από τον τελικό. Ακόμα και σήμερα οι οπαδοί της Μίλαν έχουν να λένε ότι ο Τερίμ ήταν ένας δάσκαλος, που έφερε στη χώρα γενικότερα και όχι μόνο στην ομάδα τους ένα πιο «jogo bonito» στυλ παιχνιδιού. Αλλά στους Ιταλούς δεν αρέσει το «jogo bonito». Αρέσει το «κατενάτσιο». Ο Τερίμ ήταν έξω απ’ τη φιλοσοφία τους και εκείνοι έξω από τη δική του.
Ο Φατίχ Τερίμ έχει κλείσει τα 70 του χρόνια και αυτό που έμαθε να κάνει σε όλη του την καριέρα, αυτό θα κάνει και στον Παναθηναϊκό. Θα παίξει επίθεση. Στη Γαλατασαράι που… σάρωσε, στη Φιορεντίνα και στη Μίλαν που τον υπέγραψαν, στην Εθνική Τουρκίας σχεδόν σε κάθε του θητεία, όπως και στην επιστροφή του στην «Τσιμ Μπομ» ο Αυτοκράτορας έμαθε (και τους έμαθε) να παίζει επίθεση. Αυτές οι ιδέες του ήταν που είχαν ενθουσιάσει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Τερίμ προσπαθούσε να φτιάξει ομάδες που να αγωνίζονται με τρεις καθαρούς επιθετικούς κι ένα «δεκάρι» σε ελεύθερο ρόλο και ζητούσε κατοχή μπάλας και πολλή συμμετοχή στην ανάπτυξη.
Στη δεύτερη θητεία του στην Εθνική Τουρκίας ο Τερίμ προσπάθησε να φτιάξει την πιο επιθετική ομάδα όλων των εποχών: είχε στην ενδεκάδα Μπαστούρκ, Νιχάτ, Αλτιντοπ, Νταβαλά, Σουκούρ, Τεκέ. Ολους μαζί στην ίδια ομάδα. Και πίσω τους δυο-τρία «τρεχαντήρια» που θα κάνουν όλη τη… βρώμικη δουλειά και θα φυλάνε τα νώτα τους. Τι μας δείχνουν όλα αυτά; Πως και στον Παναθηναϊκό το πιθανότερο είναι να φέρει αυτές ακριβώς τις ιδέες μαζί του. Μην εκπλαγείτε αν δείτε μια ενδεκάδα που θα έχει και Μπερνάρ και Τζούρισιτς και Αϊτόρ και Ιωαννίδη και Σπόραρ μαζί. «Ολοι οι καλοί χωράνε. Ιδιαίτερα αν οι καλοί είναι στην επίθεση». Αυτή είναι μία από τις φράσεις της φιλοσοφίας του Φατίχ Τερίμ.