Τι περίεργες συμπτώσεις σκαρώνει η ζωή. Να πεθάνουν, μαζί σχεδόν, ο Ντελόρ και ο Σόιμπλε. Δύο άνθρωποι που όρισαν ο πρώτος την αρχή και ο δεύτερος το τέλος μίας Ελλάδας που τη ζήσαμε, την ευχαριστηθήκαμε, την πληρώσαμε αλλά, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ. Και που την έχει περιγράψει (περιγράφοντας εμάς) ο Μένης Κουμανταρέας, στην αρχή της οικονομικής κρίσης.
Οταν έλεγε ότι η Ελλάδα ήταν, έως τη δεκαετία του 1980, μία χώρα με φτωχούς τους περισσότερους κατοίκους της. Τα πολλά χρόνια ανέχειας όμως είχαν καλλιεργήσει ένα είδος παράδοσης, τον λεγόμενο «πολιτισμό της φτώχειας». Φτωχοί μεν αλλά πολιτισμένοι, με αρχές και αξίες ως προς τη διαχείριση του βίου μας. Με τη διττή σημασία της ζωής και του, ελάχιστου έστω, «έχειν» μας. Τότε που οι άνθρωποι άνοιγαν το βήμα ανάλογα με το «ύψος» των ποδιών τους. Και μόνο όταν «ψήλωναν» τα πόδια μεγάλωνε και το βήμα. Ανθρωποι που, το δύσκολο συλλογικό παρελθόν τους, τους έκανε να νοιάζονται για το μέλλον περισσότερο από το να νταχντιρντίζουν το παρόν τους.
…Μετά πλουτίσαμε. Απρόσμενα και γρήγορα. Τόσο γρήγορα όμως που δεν προλάβαμε να αναπτύξουμε τον πολιτισμό του πλούτου. Διότι η ευμάρεια κάθε άλλο παρά κακό είναι. Οταν όμως δεν συνοδεύεται από αξιακό κώδικα γίνεται προκλητική κι ασύστολη. Κάπως έτσι, λοιπόν, από αξιοπρεπείς φτωχοί γίναμε αναξιοπρεπείς «πλούσιοι». Κι εκεί πάνω, μας βρήκε απότομα η κρίση και η «νέα φτώχεια». Και από αναξιοπρεπείς «πλούσιοι» γίναμε αναξιοπρεπείς φτωχοί. Το 2007 ήμασταν, σε σχέση με τον πληθυσμό μας, η πρώτη χώρα στον κόσμο σε κατανάλωση ειδών πολυτελείας και μόλις τρία χρόνια αργότερα μπαίναμε στα μνημόνια.
Είναι αλήθεια ότι στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 η λέξη «ανάπτυξη» συνδυάσθηκε στο μυαλό του μέσου Ελληνα με τον προσωπικό του πλουτισμό. Και η «καύσιμη ύλη» ήταν τα πακέτα Ντελόρ. Που έγιναν σύνθημα, σλόγκαν, ατάκα και νούμερα σε επιθεωρήσεις. Δεν ξέρω αν τα πακέτα Ντελόρ έγιναν επίσης μεζονέτες και Τσίβας στα μπουζουξίδικα της αθάνατης ελληνικής περιφέρειας. Ή αν, με αυτά, άνοιξαν οι δουλειές και απέφεραν κέρδη. Πάντως η αλήθεια είναι ότι αλλιώς πορεύεσαι όταν ξέρεις ότι έχεις εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Τέλος πάντων, τότε, στα πέριξ της Αθήνας αλλά, φαντάζομαι, και αλλού, αναπτύχθηκαν καινούργιες μικρές «πόλεις» από νεόδμητα με εντυπωσιακές προσόψεις, πολλούς λουτροκαμπινέδες και πισινόκηπους – κήπους με πισίνες εννοώ, μην πάει ο νους στο κακό. Αρχισαν να ανοίγουν μεγάλα κλαμπ και ακόμη μεγαλύτερες μπουζουκλερί. Ξένες μάρκες «ανακάλυψαν» την Ελλάδα. Κι εμείς «ανακαλύψαμε» την ιλουστρασιόν εκδοχή του εαυτού μας. Και αργότερα, με το όραμα των Ολυμπιακών, της νέας χιλιετίας και του ευρώ μπροστά μας, τυφλωθήκαμε λες από την ίδια μας τη λάμψη. Και χάσαμε τον μπούσουλα. Σε μια πρόσφατη εκκαθάριση στο σπίτι μου ξετρύπωσα έντυπα που είχα ξεχάσει ότι εκδίδονταν στην Ελλάδα κι ας υπήρχε σε κάποια από αυτά το όνομά μου στην ταυτότητα. Οδηγίες ευζωίας ταυτισμένες με το απόλυτο luxury, εξεζητημένες συνταγές μαγειρικής και προτάσεις για ακριβά εστιατόρια και ακόμη πιο ακριβά ταξίδια. Και στο οπισθόφυλλο ενός από αυτά, διαφήμιση Τράπεζας για δάνειο για «weekend στη Νέα Υόρκη».
Κι ύστερα ήρθαν οι μέλισσες
Το πράγμα άρχισε να «βρωμάει» όταν ο δανεισμός, αυτό που οι «φτωχοί» πρόγονοί μας απέφευγαν όπως ο διάολος το λιβάνι, έγινε, για εμάς τους «πλούσιους», μαγκιά. Και η μη αποπληρωμή του – αυτό που, κάποτε, το θεωρούσαν ξεφτίλα και αυτοταπείνωση – ακόμη μεγαλύτερη μαγκιά. Και τότε (για να συμπυκνώσουμε τα γεγονότα) ήρθε ο Σόιμπλε.
Την περίοδο των μνημονίων και των Αγαναχτισμένων, ο άνθρωπος αυτός ήταν μια κάποια λύση. Ηταν ο «βάρβαρος» που απορρόφησε το εθνικό μίσος. Εχει ανάγκη από τέτοια αρνητικά τοτέμ ο λαϊκισμός που αναπτύσσεται σε συνθήκες φτωχοποίησης. Στον μέσο Ελληνα καλλιεργήθηκε η εντύπωση (ξέρουμε από ποιους, μην τα επαναλαμβάνουμε) ότι ο Σόιμπλε είχε κάτι προσωπικό εναντίον του. Με τον θυρωρό, τον περιπτερά, τον ηθοποιό, την καθαρίστρια, την πωλήτρια. Ισως, αν δεν υπήρχε ο Σόιμπλε να είχαμε «σκοτωθεί» μεταξύ μας. Πιο πολύ δηλαδή απ’ όσο «σκοτωθήκαμε».