Ο επί δεκαετία πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ ήταν υπόδειγμα ευρωπαϊστή. Περιέγραψα χθες τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή σύγκλιση πολύ διαφορετικών μεταξύ τους οικονομιών και κοινωνιών, τις αποφασιστικές πολιτικές του που οδήγησαν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Υπενθύμισα και την υποστήριξή του στην Ελλάδα όταν, μετά το 2010, στη δίνη της χρεοκοπίας, αλλά και το 2015, την περίοδο που κορυφώθηκε με το δημοψήφισμα του Ιουλίου, παίχτηκε η θέση της όχι μόνο στην ευρωζώνη αλλά και στην Ευρώπη. Η ελληνική κυβέρνηση Τσίπρα είχε παίξει τη χώρα στα ζάρια, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν έκρυβε την πιθανότητα της αποπομπής της – αλλά ο Ντελόρ έκανε εκκλήσεις να στηριχτεί η ελληνική οικονομία. Για το καλό της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Οπως απέδειξαν οι εξελίξεις ο Ντελόρ είχε δίκιο – αν και δεν ήταν παράλογη η λογική ενός προτεστάντη με βαθιά ηθική συγκρότηση όπως ο Σόιμπλε, που απαιτούσε δημοσιονομική πειθαρχία από τη δημοσιονομικά σπάταλη επί πολλά χρόνια Ελλάδα (μολονότι, ευτυχώς, αποδείχτηκε πολιτικά λανθασμένη).
Τη διαδρομή της ελληνικής οικονομίας από τον Ντελόρ στον Σόιμπλε την ξέρουμε καλά, αν και δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε – γι’ αυτό, άλλωστε, τα υπολείμματα του λαϊκισμού, που μπορεί να έχουν περιθωριοποιηθεί αλλά διαθέτουν δημόσιο λόγο που διεκδικεί μεγάλη απήχηση, βρίζουν με χυδαία στερεότυπα τον εκλιπόντα Γερμανό (ο Ευκλείδης Τσακαλώτος που, επίσης, μίλησε απαξιωτικά για τον Σόιμπλε, θα έπρεπε να σκεφτεί ότι βρισκόταν στην ισχυρή ομάδα των πολιτικών οι οποίοι απεργάστηκαν το χάος). Και μολονότι η εγχώρια τέχνη απέφυγε να αναμετρηθεί με την κατάστασή μας, ένας κινηματογραφιστής πολύ νωρίς έγινε αντιδημοφιλής σαρκάζοντας τις πρακτικές που οδηγούσαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία: ο Σωτήρης Γκορίτσας.
Η ταινία για την κατασπατάληση του λεγόμενου «πακέτου Ντελόρ» στην Ελλάδα έχει τίτλο «Μπραζιλέιρο», είναι γυρισμένη το 2000 και έχει μουσική του Πορτοκάλογλου. Τυχοδιώκτης απατεώνας (τον υποδύεται ο Στέλιος Μάινας) εξ επαρχίας έχει βάλει στο χέρι ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν για τη δημιουργία πολιτιστικού ομίλου. Ουδείς ενδιαφέρεται πού πάνε τα λεφτά, ώσπου δύο ευρωπαίοι ελεγκτές, ένας Ιταλός και ένας Ολλανδός, κάνουν έφοδο. Η ταινία είναι κωμωδία, αλλά το πικρό χιούμορ της οι Ελληνες δεν ήθελαν να το δουν.
Αντίστοιχες ιστορίες της διαδρομής προς τη χρεοκοπία περιέγραφε και ο Θόδωρος Πάγκαλος, που τα τελευταία χρόνια της ζωής του πλήρωσε ακριβά τη φράση του «Μαζί τα φάγαμε». Στο βιβλίο του «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη» (Πατάκη, 2010) εξιστορεί ένα κωμικοτραγικό περιστατικό, στο περιθώριο μιας συνάντησης κορυφής των ευρωπαίων ηγετών στη Ρόδο, τον Δεκέμβριο του 1988. Οι ευρωπαίοι ηγέτες έφυγαν και δεν πήγαν στο επίσημο γεύμα που είχε προγραμματιστεί και ο Πάγκαλος, για να μην πεταχτούν τα φαγητά, κάλεσε στον μπουφέ τους αστυνομικούς της Ασφάλειας. Για να διαπιστώσει ότι, μετά το φαγητό, οι αστυνομικοί «συναποκομίζουν τα ως επί το πλείστον ασημένια σκεύη και αποχωρούν». Ο Πάγκαλος πρόλαβε κάποιους και ζήτησε να αδειάσουν τις τσέπες τους.
«Κατακόκκινοι αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν και από τις τσέπες τους έπεσαν αναπτήρες, αλατιέρες, τασάκια, μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια. Μετά έναν σύντομο σχολιασμό τον οποίο μπορείτε να φανταστείτε και δεν θέλω να επαναλάβω, όταν τους ρώτησα πώς διανοήθηκαν να το κάνουν αυτό το πράγμα, μου απάντησαν ότι θεωρούσαν ότι τα μαχαιροπίρουνα ήταν του κράτους και ότι είχαν σκεφτεί να πάρουν κάτι ως souvenir».