Σας βλέπουμε στο θεατρικό έργο «Για μια ζωή» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου και στην ταινία όπου υπογράφουν το σενάριο «Κουραμπιέδες από χιόνι» σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσιμιτσέλη.

Το θεατρικό ήταν γραμμένο πριν από τον κορωνοϊό. Εκτός από τη συγκεκριμένη παράσταση – που είναι σαν ξαδερφάκι της προηγούμενης «Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός» –, έχουν και το σενάριο για μία ταινία με το ίδιο χρονικό πλαίσιο, αλλά είναι πολύ δύσκολο να γυριστεί λόγω χρημάτων. Η παράσταση «Για μια ζωή» είναι, κατά την άποψή μου, ένα επίτευγμα. Εγραψαν μία κωμωδία η οποία διαδραματίζεται μέσα σε ένα ζοφερό περιβάλλον, το περιβάλλον της Κατοχής και της αρχής του Εμφυλίου. Αλλωστε οι δύο εκ των πρωταγωνιστών ο ένας είναι δεξιός και ο άλλος είναι αριστερός, οπότε προδίδει μια τέτοια ζύμωση. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα την ιστορία, μου άρεσε, όπως επίσης και ο ρόλος μου.

Τι ήταν αυτό που ξεχωρίσατε;

Με το που διάβασα τα λόγια είπα αμέσως «τι ρολάρα είναι αυτή». Δεν έχω ποτέ κάποιο σκεπτικό προσέγγισης. Είμαι ηθοποιός της καρδιάς, όχι του μυαλού. Αφήνομαι να μου βγει πάντα σε συνεργασία με τους σκηνοθέτες. Αν τους εμπιστεύομαι βέβαια.

Αν δεν τους εμπιστεύεστε;

Θα κάνω αυτό που νομίζω εγώ. Ομως με τους συγκεκριμένους σκηνοθέτες το ένα είναι το όγδοο έργο που κάνουμε μαζί. Υπάρχει αυτή η εμπιστοσύνη για την οποία μιλάμε. Και αυτό είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία για μία παράσταση, να υπάρχει δηλαδή ταυτότητα επικοινωνίας. Να διατυπώνονται δηλαδή και από τις δύο πλευρές τα ίδια πράγματα. Ετσι νομίζω ότι βήμα βήμα προχώρησα και νομίζω ότι πια αυτούς τους ρόλους τούς «έχω» – για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο άμεση και καθημερινή έκφραση.

Ποια είναι αυτή η κατηγορία ρόλων;

Υπάρχει μια ευρεία γκάμα τώρα πια που κινούμαι με άνεση. Από την άλλη αφήνω να με πάει και η ζωή. Αν μου προτείνουν κάτι το οποίο είναι πολύ διαφορετικό θα το τολμήσω, έστω και αν δεν είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Σ’ αυτή την ηλικία θεωρώ ότι μπορώ να παίξω και δράμα.

Οπως ο ρόλος σας στις «Ψυχοκόρες». Σας βοήθησε καθόλου, αλήθεια, η αστική καταγωγή σας για τον συγκεκριμένο ρόλο; Επίσης πώς ένας άνθρωπος μπορεί να ξεφύγει από την καταγωγή του;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο.

Πότε συνειδητοποιήσατε αυτή την ανάγκη να δημιουργήσετε το δικό σας μονοπάτι μακριά από τις οικογενειακές συντεταγμένες;

Με την πάροδο του χρόνου έγινε, αν και δεν νομίζω ότι κατάφερα να ξεφύγω τελείως. Υπάρχει μία κυρία την οποία έχω σαν δεύτερη μαμά μου και κάθε φορά που έρχεται στο θέατρο και με βλέπει μου λέει «με το που βγαίνεις στη σκηνή λέω “να ο Μινωτής”». Με τον οποίο βέβαια δεν έχω καμία συγγένεια. Ηταν ο δεύτερος άντρας της γιαγιάς μου. Τον παππού μου τον Παξινό δεν τον γνώρισα γιατί ήταν στη Ρουμανία – δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα. Δεν έχω δηλαδή κάτι από τη γιαγιά μου την Κατίνα Παξινού, το αίμα της οποίας κυλάει στις φλέβες μου. Αρα δεν έχω ξεφύγει. Οπως σας είπα, δεν ενεργώ με το μυαλό μου αλλά με την καρδιά και τον αυθορμητισμό μου. Οταν ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά, ήμουν και εγώ οπαδός του βαριού ρεπερτορίου. Ηθελα να παίζω Στρίντμπεργκ και Σαίξπηρ. Φαίνεται ότι ο εσωτερικός μου κόσμος, η εσωτερική μου ανάγκη με οδήγησαν στην κωμωδία. Ισως για να βγάλω από πάνω μου την Παξινού και τον Μινωτή. Αλλά αυτό έγινε ενστικτωδώς όχι προγραμματισμένα. Αφήνω τη ζωή, ξαναλέω, να με πηγαίνει εκεί που θέλει.

Αισθανόσασταν το βάρος αυτών των ονομάτων;

Πολύ μεγάλο βάρος! Στην αρχή μάλιστα της πορείας μου ήταν δυσβάσταχτο. Γνωρίζετε πως εμείς οι άνθρωποι είμαστε κακεντρεχείς.

Δεν θα διαφωνήσω, αλλά πώς το συνδέετε με αυτό που συζητάμε;

Υπήρχε πάντα στην ατμόσφαιρα «αυτός ο εγγονός της Παξινού και του Μινωτή είναι, ποιος ξέρει τι μέσα έχει. Αφού δεν τα “λέει”!». Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή δεν τα «πολυέλεγα». Μάλλον «αγγούρι» ήμουν. Βέβαια, τώρα που ακούω μαγνητοφωνημένες παραστάσεις μου, σε κάποιες λέω «εντάξει, δεν ήμουν και τόσο κακός τελικά». Φαίνεται όμως ότι έχω μια «μπουφονερί» και μια υστερία που ταιριάζουν στην κωμωδία.

Αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως ωραία τα περιγράψατε, δημιουργήθηκαν από συνθήκες της ζωής σας ή από τον τρόπο που είχατε ανάγκη να την αντιμετωπίσετε;

Ο,τι έγινε, έγινε από μόνο του. Σαφώς εκπορεύονταν από την εσωτερική πίεση, αλλά δεν μπορώ να την εκλογικεύσω. Στην ίδια κατηγορία βάζω και την επιλογή μου να μην κάνω παιδιά, οικογένεια. Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να σκεφτώ αν θέλω ή αν δεν θέλω. Τώρα, όταν θέτω αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου, η απάντηση είναι ότι δεν ήμουν έτοιμος να στερηθώ την ελευθερία μου. Είμαι εγωιστής και θέλω να έχω την ευθύνη μόνο του Αλέξανδρου. Είμαι άνθρωπος της ευθύνης και αν έκανα ένα παιδί πραγματικά θα μεγάλωνε σ’ ένα ιδεώδες περιβάλλον. Αυτό όμως θα είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση της δικής μου ελευθερίας. Δεν μπορούσα να το σηκώσω.

Δεν το έχετε μετανιώσει;

Καθόλου. Εχω ανίψια, παιδιά φίλων.

Αναφέρατε τη λέξη ελευθερία. Τι θέση είχε στο περιβάλλον που μεγαλώσατε;

Υπήρχε πολύ μεγάλη πίεση από την οικογένειά μου και επαναστάτησα. Φυσικά δεν ήθελαν να γίνω ηθοποιός. Κυρίως ο πατέρας μου ο οποίος επιθυμούσε ν’ αναλάβω την επιχείρηση της οικογένειας, την Achaia Clauss. Προσπάθησα, εργάστηκα στην επιχείρηση για έξι μήνες και συνειδητοποίησα ότι δεν μου άρεσε. Η οινοποιία είναι μία μεγάλη τέχνη, θέλει μεράκι, κόπο, αλλά δεν μου ταίριαζε καθόλου. Τους έκανα το χατίρι να μπω στο πανεπιστήμιο, στη Νομική, αλλά λίγο πριν από το πτυχίο την εγκατέλειψα. Τότε τελείωσα και τη Δραματική και ανακοίνωσα στους γονείς μου ότι αυτή θα είναι η πορεία μου.

Οπότε δημιουργήθηκε ένα σημείο ρήξης.

Μεγάλης! Ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. Επί της ουσίας δεν το δέχτηκε ποτέ. Ισως λιγάκι υποχώρησε όταν πια είχα γίνει πολύ γνωστός. Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και τον πατέρα μου τον έβλεπα μία φορά την εβδομάδα, πηγαίναμε για φαγητό. Αποσιωπούσαμε αυτό το θέμα. Οταν όμως είδε ανθρώπους να έρχονται να μου ζητούν αυτόγραφα ή να με συγχαίρουν, έλεγε «είναι γιος μου». Μόνο στη γιαγιά μου άρεσε η επιλογή που έκανα, αλλά δεν πρόλαβε να με δει γιατί πέθανε. Αυτή μου έδωσε την ευλογία της όταν της είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός.

Τι σας είπε;

«Αφού θες να γίνεις, πάρε και την ευχή μου». Εβαλε δηλαδή μπροστά και το «παρ’ όλ’ αυτά». Είχε ακόμη κι εκείνη την ανησυχία που συνοψίζεται στη φράση «μα θες να κάνεις ένα επάγγελμα όπου δύο φορές τον χρόνο πρέπει να ψάξεις να βρεις δουλειά; Που δεν ξέρουμε αν τα λες ή δεν τα λες;». Είναι βάσιμη πάντα αυτή η ανησυχία. Ξέρετε, έχω έναν φίλο ο όποιος έχει τρομερές γνώσεις, αλλά επέμενε να γίνει ηθοποιός. Θα μπορούσε να είναι πρέσβης ή να κατέχει μια σπουδαία θέση, επέλεξε όμως να είναι ημικομπάρσος. Και λες, γιατί να καταστρέφει κάποιος τη ζωή του;

Τι συμβουλεύετε τους νέους που θέλουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του ηθοποιού;

Μέσα σε 5-6 χρόνια αν δεν υπάρχουν σημάδια ότι μπορεί να προχωρήσει, θα πρέπει να ακολουθήσει κάποιον άλλο δρόμο. Πρέπει να σε μάθει ο κόσμος για να σε φωνάζουν σε δουλειές. Να φαίνεται ότι θα πεις και μία ατάκα παραπάνω από το «κυρία, το τσάι είναι έτοιμο». Εκτός και αν ανήκεις σ’ εκείνη την κατηγορία των ηθοποιών που πρέπει να μεγαλώσεις για να αναλάβεις έναν βασικό ρόλο. Για παράδειγμα, η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου.

Αρα και η εξωτερική εμφάνιση καθοδηγεί την πορεία ενός ηθοποιού;

Αναμφισβήτητα!

Εσάς πότε σας έδειξε, όπως είπατε, η ζωή ότι η υποκριτική είναι η τέχνη που θέλετε ν’ ακολουθήσετε;

Αρκετά νωρίς. Το βάσανο της σύγκρισης όμως τα τελευταία δέκα χρόνια – με τη γιαγιά μου – το έχω ξεπεράσει. Οταν αποδέχθηκα τον εαυτό μου. Οταν είπα «για να σε παίρνουν στις δουλειές είσαι καλός, οπότε ξέχασε την Παξινού!».