Δεν χρειάζονται βαθυστόχαστες αναλύσεις ή αστρολογικοί χάρτες για να γίνει απολύτως κατανοητό ότι το 2024 θα είναι μια κομβική χρονιά για την παγκόσμια πολιτική σκηνή. Αρκεί η συνειδητοποίηση ότι το ερχόμενο 12μηνο θα ψηφίσουν τουλάχιστον δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι σε 50 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ινδίας, της Ρωσίας, της Βρετανίας, της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Κάποιες από αυτές τις αναμετρήσεις είναι λιγότερο απρόβλεπτες από τις υπόλοιπες, αφού για παράδειγμα ελάχιστοι πιστεύουν πραγματικά ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα κερδίσει επιπλέον 6 χρόνια στην προεδρία της Ρωσίας και μάλιστα με διθυραμβικά αποτελέσματα. Στο Ισραήλ πάλι η μοίρα του Μπενιαμίν Νετανιάχου θεωρείται απόλυτα συνδεδεμένη με τον πόλεμο στη Γάζα, γι’ αυτό πολλοί αναμένουν ότι θα εκδιωχθεί από την εξουσία μόλις αυτός τελειώσει και ακόμα περισσότεροι συνδέουν τη συνέχιση του με τις δικαστικές του περιπέτειες. Στο άλλο πολεμικό μέτωπο την Ουκρανία ουδείς μπορεί να πει με σαφήνεια, αν θα πραγματοποιηθούν οι προεδρικές εκλογές τον Μάρτιο, αν και όλοι συμφωνούν, όπως σημειώνει σχετικό άρθρο του Reuters, ότι οι εκλογές με τη μεγαλύτερη σημασία για τον κόσμο ολόκληρο είναι αυτές στις ΗΠΑ, που θα αποκαλύψουν αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα έχει μια ακόμα 4ετία για να καταστρέψει ότι δεν πρόλαβε την προηγούμενη φορά.
Η μεγάλη κούρσα με τις μεγαλύτερες συνέπειες
Το γεγονός ότι για τη συγκεκριμένη κούρσα δεν υπάρχουν ασφαλή προγνωστικά, όχι μόνο γιατί υπάρχει η πιθανότητα –έστω και ισχνή- απαγόρευσης του Αμερικανού μεγιστάνα να κατέβει στις εκλογές, αλλά και γιατί το προβάδισμα του στις δημοσκοπήσεις μπορεί να εξανεμιστεί όσο η ώρα της κρίσης πλησιάζει, έχει αναγκάσει όλες τις υπόλοιπες χώρες να τρέχουν να προετοιμαστούν για τις πιθανές αλλαγές σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η δύναμη των ΗΠΑ μπορεί να φθίνει συνεχώς αντιστρόφως ανάλογα με την ισχύ των αντιπάλων τους, που πληθαίνουν κάθε χρόνο που περνά, ωστόσο διαδραματίζουν ακόμη σημαίνοντα ρόλο σε όσα συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο πολύ μακριά από τα εδάφη τους παρά το αγεφύρωτο πολιτικό χάσμα στο εσωτερικό τους.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η στάση της Κίνας απέναντι στην αυτοδιοικούμενη Ταϊβάν και η στρατιωτική πίεση στις Φιλιππίνες εμφανίζουν τις ηγεσίες της Μόσχας και του Πεκίνου πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν μεθόδους που μέχρι πρόσφατα θα θεωρούνταν σχεδόν αδιανόητες εναντίον των συμμάχων της Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν εκλαμβάνει αυτές ως σκόπιμες δοκιμασίες της ισχύος των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι ο Λευκός Οίκος πρέπει να στηρίξει τους συμμάχους του αποφεύγοντας την περιττή κλιμάκωση. Η θέση αυτή τελεί υπό μεγάλη δοκιμασία το τελευταίο χρονικό διάστημα, καθώς ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα απέδειξε ότι η επιρροή των ΗΠΑ μπορεί να είναι περιορισμένη. Τουλάχιστον αυτό φανέρωσε η ξεκάθαρη πεποίθηση της κυβέρνησης του Νετανιάχου ότι μπορεί να συνεχίσει την επιχείρηση στη Γάζα χωρίς να απωλέσει την ευρεία υποστήριξη των ΗΠΑ, παρά τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις της κυβέρνησης τους για μετριοπάθεια.
Τι θα συμβεί στη Μέση Ανατολή
Για την Ουάσιγκτον, οι αυξανόμενες επιθέσεις στη ναυσιπλοΐα της Ερυθράς Θάλασσας είναι σαφές σημάδι της περιφερειακής κλιμάκωσης του συγκεκριμένου πολέμου. Αυτή την εβδομάδα οι ΗΠΑ επιτέθηκαν σε μαχητές στο Ιράκ που υποστηρίζονται από το Ιράν, έπειτα από περισσότερες από 100 επιθέσεις που έχουν σημειωθεί κατά των αμερικανικών δυνάμεων εκεί και στη Συρία από τα μέσα Οκτωβρίου, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους. Αξιοσημείωτο είναι άλλωστε ότι οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι συνεχιζόμενες εμφύλιες συγκρούσεις στο Σουδάν και τη Μιανμάρ θα μπορούσαν επίσης να κλιμακωθούν το 2024, με το Κρεμλίνο και σε μικρότερο βαθμό το Πεκίνο να υποστηρίζουν τις κυβερνητικές δυνάμεις που προσπαθούν να κρατηθούν στην εξουσία, τη στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με την πείνα και τον εκτοπισμό.
Τα τελευταία γεγονότα στη Μέση Ανατολή εγείρουν τον φόβο ότι τους πρώτους μήνες του 2024 θα μπορούσε να υπάρξει περαιτέρω κλιμάκωση στην περιοχή, βαθαίνοντας την κρίση στις ΗΠΑ ενόψει μιας χαοτικής –όπως όλα δείχνουν- προεδρικής κούρσας τον Νοέμβριο. Στη χειρότερη περίπτωση, οι πολλαπλές αυτές κρίσεις μπορεί ουσιαστικά να τροφοδοτούν η μία την άλλη, όπως ακριβώς η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει εκτοξεύσει τις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και έχει επιδεινώσει τις ήδη σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις σε φτωχότερες χώρες σε όλο τον κόσμο.
Ο ανησυχητικός παράγοντας Τραμπ
Εντός της Ουκρανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, πάντως, δεν λείπουν τα παράπονα ότι οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να είχαν κάνει περισσότερα για να ενισχύσουν την κυβέρνηση του Κιέβου το 2023 και ότι τώρα μπορεί να είναι πολύ αργά για να τρέξουν τις καταστάσεις υπέρ των στρατευμάτων του και εναντίον των δυνάμεων της Ρωσίας που απολαμβάνουν ένα momentum υπεροχής καθοδόν προς το 2024. Οι αντιδράσεις αυτές θεωρείται σίγουρο στοίχημα ότι θα αυξηθούν, δεδομένης της αντίθεσης των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο στην περαιτέρω υποστήριξη των ΗΠΑ και το βάσιμο ενδεχόμενο της απομόνωσης της Ουκρανίας από μια κυβέρνηση Τραμπ. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανάγκαζε το Κίεβο να αποδεχτεί μια ειρηνευτική πρόταση με τους όρους της Μόσχας, την ώρα που τίποτα δεν αποκλείει ο Πούτιν στην περίπτωση νίκης του Τραμπ να προχωρήσει σε μια ακόμη πιο ανελέητη και περισσότερο συνολική επίθεση κατά της Ουκρανίας.
Σε άλλους τομείς, ωστόσο, οι ενέργειες μιας κυβέρνησης Τραμπ είναι πολύ πιο δύσκολο να προβλεφθούν. Να σημειωθεί ότι στη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Αμερικανός πρώην πρόεδρος άσκησε έντονη κριτική στην Κίνα, φλερτάροντας με την ιδέα μιας πιο ανοιχτής υποστήριξης προς την Ταϊβάν, η οποία συνεχίστηκε και από την ηγεσία του Μπάιντεν. Ωστόσο, το φαβορί για την κατάκτηση του χρίσματος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος έχει αποδείξει ότι είναι απρόβλεπτο, ακριβώς όπως άγνωστη θα είναι μέχρι τέλους και η επιλογή των ανώτερων αξιωματούχων του, ώστε είναι αδύνατο να ψυχανεμισθεί κάποιος την πορεία που τελικά θα ακολουθήσει στις σχέσεις των ΗΠΑ με το Πεκίνο. Αν δηλαδή θα γίνει περισσότερο επιθετική ή θα κινηθεί σε ηπιότερους τόνους. Στο μεταξύ το ποιος θα κυβερνήσει την Ταϊβάν, την οποία η Κίνα θεωρεί δική της, θα καθοριστεί στην προεδρική ψηφοφορία της 13ης Ιανουαρίου. Ο υποψήφιος του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP) Λάι Τσινγκ Τε φαίνεται ότι θα επικρατήσει έναντι του αντιπολιτευόμενου Kuomintang, που διατηρεί φιλικές σχέσεις με το Πεκίνο. Μια νίκη του DPP θα συνδυαζόταν με τη συνεχιζόμενη κινεζική πίεση προς τις Φιλιππίνες για τη στρατιωτική της παρουσία σε αμφισβητούμενα νησιά στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Ακριβώς όπως ισχύει και με την τρέχουσα αντιπαράθεση για τους υποστηριζόμενους από το Ιράν Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιθυμούσε να περιοριστούν τα διχαστικά πρωτοσέλιδα, καθώς και η κλιμάκωση ενόψει των εκλογών.
Μεγάλο το ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές
Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον με τις παραπάνω εκλογικές αναμετρήσεις συγκεντρώνουν οι ευρωεκλογές του Ιουνίου, καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις για αύξηση της λαϊκής υποστήριξης στα ακροδεξιά κόμματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου στην Ολλανδία, όπου ο επί μακρόν πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε έχασε την πλειοψηφία. Αρκετοί, μάλιστα, περιμένουν ότι ο Ρούτε θα εγκαταλείψει την ολλανδική πολιτική σκηνή τους επόμενους μήνες, ενδεχομένως για να διαδεχθεί τον ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στη σύνοδο κορυφής του Ιουλίου στην Ουάσινγκτον. Επιπλέον νίκες της ακροδεξιάς θα εκλαμβάνονταν ως θετικές εξελίξεις για τον Πούτιν, ιδιαίτερα αφότου η Σλοβακία εγκατέλειψε την υποστήριξη προς την Ουκρανία μετά τη νίκη του εθνικιστή και λαϊκιστή Ρόμπερτ Φίτσο στις εκλογές τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Αντίθετα, στη Βρετανία, όπου ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ θεωρείται πιθανότερο να κερδίσει τις εκλογές του επόμενου χρόνου, μία νέα κυβέρνηση ενδεχομένως θα κατάφερνε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Καναδά και της Γερμανίας δεσμεύοντας περισσότερες δυνάμεις στην Ανατολική Ευρώπη. Συνολικά, ωστόσο, οι ανησυχίες για πιθανή σταδιακή απόσυρση της υποστήριξης των ΗΠΑ είναι πιθανό να υπογραμμίσουν τη στρατηγική σημασία του επανεξοπλισμού μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Γερμανία και η Πολωνία.
Νέα πολιτικά σοκ;
Τέλος στην Ασία ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι αναμένεται να κερδίσει τις εκλογές της Ινδίας τον Απρίλιο-Μάιο, παρότι η απροθυμία του να φανεί αδύναμος μετά από μια πυραυλική επίθεση των Χούτι σε ινδικό δεξαμενόπλοιο βοήθησε στην απόφαση να στείλει το Νέο Δελχί πολεμικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για μια περιοχή στην οποία η Ινδία ιστορικά έχει αποφύγει να εμπλακεί υπερβολικά.
Επιπλέον, οι εκλογικές αναμετρήσεις στο Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και την Ινδονησία εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν μία αυξανόμενη ροπή προς τον αυταρχισμό. Μέχρι στιγμής, κάθε έτος της δεκαετίας του 2020 έχει φέρει και ένα μεγάλο πολιτικό σοκ, υπογραμμίζει το ίδιο άρθρο του Reuters. Μένει να φανεί εάν η τάση αυτή θα συνεχιστεί και το 2024.