To 2023 ήταν μια χρονιά καταιγιστικών εξελίξεων. Το 2024 θα είναι ένα έτος κρίσιμων αποφάσεων. Το μέλλον της Γάζας και της Δυτικής Όχθης θα εξαρτηθεί έως ένα μεγάλο βαθμό από το αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο και το ίδιο θα συμβεί και με την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Κίνα πάλι θα δώσει αγώνα δρόμου ενάντια στο χρόνο, καθώς ο πληθυσμός της γερνάει, ενώ ο φυσικός κόσμος θα χτυπήσει νέα επικίνδυνα ρεκόρ που θα πιέσουν για πιο γρήγορες και περισσότερες δραστικές αποφάσεις. Επειδή όμως δεν υπάρχει το κακό χωρίς το καλό, ο Guardian στο αφιέρωμα του για το πώς θα είναι ο κόσμος το 2024, επιχειρηματολογεί ότι υπάρχουν λόγοι για συγκρατημένη αισιοδοξία τη νέα χρόνια.
Η σύγκρουση στη Γάζα και η Δυτική Όχθη
Ο πέμπτος και πιο αιματηρός πόλεμος στη Γάζα δεν φαίνεται να τελειώνει σύντομα. Αξιωματούχοι των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας (IDF) έχουν δηλώσει ότι αναμένουν οι εχθροπραξίες να συνεχιστούν μέχρι τον Ιανουάριο, προτού πραγματοποιηθεί μια δεύτερη παύση για ανθρωπιστική βοήθεια ή ανταλλαγή ομήρων και αιχμαλώτων. Ο Τζο Μπάιντεν παρότι έχει πει στον Μπενιαμίν Νετανιάχου ότι η υπομονή των ΗΠΑ εξαντλείται λόγω των τεράστιων απωλειών άμαχων Παλαιστινίων, η κυβέρνησή του δεν έχει προχωρήσει για την ώρα σε περικοπές της στρατιωτικής βοήθειας ή των πωλήσεων όπλων και πυρομαχικών.
Το πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη μέρα» στη Γάζα είναι ακόμη ασαφές. Ο Νετανιάχου έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να επιτρέψει την επιστροφή του ελέγχου της Γάζας στην αδύναμη και διεφθαρμένη Παλαιστινιακή Αρχή της Δυτικής Όχθης, η οποία είναι ούτως ή άλλως δεν είναι καθόλου δημοφιλής στον παλαιστινιακό κοινό. Η ακροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού του Ισραήλ είναι επίσης ασταθής, αλλά ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είναι αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία, γνωρίζοντας καλά ότι η δικαιοσύνη περιμένει να τον «πιάσει» για τις πολλές κατηγορίες που τον βαρύνουν μόλις η «ασυλία» του αρθεί.
Όπως έχει η κατάσταση στη περιοχή αυτή τη στιγμή οι μάχες θα μπορούσαν να εξαπλωθούν στην κατεχόμενη Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη, όπου η ισλαμιστική ομάδα έχει ενεργούς πυρήνες και υψηλότερα επίπεδα λαϊκής υποστήριξης. Ο κίνδυνος κλιμάκωσης μεταξύ του Ισραήλ και της τρομερής και φοβερής Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν στα βόρεια του Λιβάνου παραμένει υψηλός. Το δίχως άλλο το πώς θα είναι το 2024 στο Ισραήλ και τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη θα εξαρτηθεί επίσης από το αν ο Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Ο πρώην πρόεδρος είναι ισχυρός υποστηρικτής της ισραηλινής δεξιάς και θα μπορούσε να δώσει την έγκρισή του σε πολιτικές, όπως η προσάρτηση της Δυτικής Όχθης.
Η «τελική μάχη» για το Λευκό Οίκο
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024 μοιάζουν με το τέλος μιας συγκλονιστικής τριλογίας. Το πρώτο βιβλίο αφορά τη συγκλονιστική και μη αναμενόμενη νίκη του Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Ακολούθησε η δική του συντριπτική ήττα από τον Μπάιντεν το 2020, που σημάδεψε η άρνηση του να αποδεχτεί την ετυμηγορία της κάλπης με αποτέλεσμα την αιματηρή έφοδο των οπαδών του στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.
Τον ερχόμενο Νοέμβριο, έρχεται αυτό που ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει ως «την τελική μάχη». Όλα δείχνουν ότι σύντομα θα απαλλαγεί από τους Ρεπουμπλικάνους αντιπάλους του στις προκριματικές εκλογές, τον Ρον ΝτεΣάντις και τη Νίκι Χέιλι. Μετά θα επικεντρωθεί σε αυτό που θέλει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δηλαδή να ανακτήσει τον Λευκό Οίκο, αποκρούοντας παράλληλα τις 91 ποινικές κατηγορίες που του έχουν αποδοθεί από όλο το νομικό φάσμα, δημιουργώντας τη μοναδική προοπτική ενός υποψήφιου προέδρου που αντί να δίνει ομιλίες θα μιλά στους οπαδούς του έξω από τις διάφορες δικαστικές αίθουσες που θα πρέπει να δώσει το παρών.
Οι ειδικοί εντός και εκτός ΗΠΑ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα αποψιλώσει την αμερικανική δημοκρατία και θα σηματοδοτήσει για την τεράστια χώρα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού μια διολίσθηση προς έναν αυταρχισμό ουγγρικού τύπου. Μόνο εμπόδιο του ο Μπάιντεν, που μπορεί να πατήσει σε μια υγιή οικονομία και έναν μακρύ κατάλογο νομοθετικών επιτευγμάτων, ωστόσο στα 81 του χρόνια θεωρείται από πολλούς ανίκανος να κυβερνήσει για άλλα τέσσερα χρόνια μια υπερδύναμη σαν τις ΗΠΑ. Μπορεί άραγε ο Αμερικανός πρόεδρος να κερδίσει πίσω τους νέους και προοδευτικούς ψηφοφόρους που έχουν απογοητευτεί από τους χειρισμούς του στον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, είναι το ερώτημα που θέτει η βρετανική εφημερίδα. Όλα αυτά συνθέτουν ένα εύφλεκτο μείγμα σε μια χώρα όπου η απειλή της πολιτικής βίας γίνεται όλο και πιο πραγματική. Τα βλέμματα όλων στην τρίτη πράξη του αμερικανικού δράματος που θα κρίνει το ευτυχές ή το καταστροφικό τέλος της.
Ώρα μηδέν για τον φυσικό κόσμο
Παράλληλα με τις ολοένα και πιο ανησυχητικές προειδοποιήσεις για την κατάσταση του κλίματος της Γης, ο φυσικός κόσμος φτάνει σε μια νέα σειρά σημείων κρίσης. Οι πληθυσμοί της άγριας ζωής έχουν μειωθεί κατά μέσο όρο σχεδόν κατά 70% από το 1970. Τα σημεία καμπής του κλίματος πλησιάζουν και ο πλανήτης μας βρίσκεται σε τροχιά να υπερβεί το κλιματικό όριο του 1,5C μέχρι το 2027. Οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη απώλεια ζωής από την εποχή των δεινοσαύρων και οι κυβερνήσεις έχουν επανειλημμένα αποτύχει να αναλάβουν δράση, χωρίς ποτέ να επιτύχουν ούτε έναν στόχο του ΟΗΕ για την απώλεια της βιοποικιλότητας.
Στα τέλη του 2022, η παγκόσμια κοινότητα για τη βιοποικιλότητα συγκεντρώθηκε στο πλαίσιο της Cop15 στο Μόντρεαλ για να συμφωνήσει σε μια νέα σειρά στόχων, υποσχόμενη ότι αυτή η δεκαετία θα ήταν διαφορετική. Το 2024, ο κόσμος θα συναντηθεί ξανά για να ελέγξει την πρόοδο και να κρίνει υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι στόχοι (οι οποίοι περιλαμβάνουν την προστασία σχεδόν του ενός τρίτου του πλανήτη για τη φύση, την αποκατάσταση τεράστιων εκτάσεων υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων και την εξάλειψη δισεκατομμυρίων σε επιβλαβείς επιδοτήσεις) λαμβάνονται επιτέλους πιο σοβαρά υπόψη.
Με την πάροδο του χρόνου, η φύση θα συνεχίσει να αποκτά κεντρικό ρόλο στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, όπως φάνηκε με την εστίαση της Cop28 στη γεωργία – τον κύριο παράγοντα απώλειας της βιοποικιλότητας και υπεύθυνο για το ένα τρίτο των εκπομπών του θερμοκηπίου – και με τη σύνοδο κορυφής για τη βιοποικιλότητα της Cop16. Καθώς η κλιματική κρίση κλιμακώνεται, θα επιταχυνθεί η απώλεια της άγριας ζωής, ένα ζήτημα που θα κυριαρχήσει το 2024, καθώς οι συνέπειές του θα γίνουν πιο ορατές στις αυλές και τις παραλίες και καθώς οι άνθρωποι θα παρατηρούν από πρώτο χέρι την παρακμή αγαπημένων ειδών και πολύτιμων οικοσυστημάτων.
Ο αγώνας της Κίνας ενάντια στον χρόνο
Το 2024 θα είναι η χρονιά που το Πεκίνο θα μάθει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να ελέγξει – και σε αυτό που δεν μπορεί. Η χρονιά ξεκινά με τις προεδρικές εκλογές στην Ταϊβάν, οι οποίες θα δώσουν τον τόνο στις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το Πεκίνο εξακολουθεί να διατηρεί (όλο και πιο μάταιες) ελπίδες να πείσει την Ταϊβάν να δεχτεί την προσάρτηση και αναμένεται να διεξάγει επιχειρήσεις παρέμβασης και επιρροής σε μια προσπάθεια να ωθήσει τους ψηφοφόρους της προς υποψήφιους φιλικούς προς το Πεκίνο. Αλλά μετά από τόσο χρόνια κλιμακούμενης στρατιωτικής παρενόχλησης, απειλών και εκφοβισμού του νησιού, δεν υπάρχει καμιά απολύτως όρεξη για κινεζική κυριαρχία.
Στο εσωτερικό, τα προβλήματα που προκαλούνται από τη γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού της Κίνας θα αρχίσουν να γίνονται ακόμη πιο οξυμένα. Παρά την πληθώρα κινήτρων για να ενθαρρυνθούν οι άνθρωποι να κάνουν περισσότερα παιδιά (συμπεριλαμβανομένων φορολογικών ελαφρύνσεων, επιδοτούμενων εξωσωματικών γονιμοποιήσεων και άλλων επιδοτήσεων) οι νέες γυναίκες αρνούνται σθεναρά να ακολουθήσουν τη γραμμή του κόμματος. Με μια ολοένα αυξανόμενη ομάδα συνταξιούχων που αναμένουν στήριξη την ώρα της απόσυρσης από την ενεργό επαγγελματική δράση και εμφανίζονται πρόθυμοι να διαμαρτυρηθούν για τις περικοπές των παροχών τους, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Κίνας θα πρέπει να βρουν εναλλακτικούς τρόπους στήριξης του μεγαλύτερης ηλικίας πληθυσμού.
Ένας τρόπος θα μπορούσε να είναι το άνοιγμα της πόρτας στους μετανάστες εργάτες – μια προσέγγιση που η Κίνα, όπως και άλλες χώρες της ανατολικής Ασίας, έχει απορρίψει εδώ και καιρό. Μάλιστα, η κυβέρνηση αναμένει ότι σχεδόν 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε διάφορους τομείς θα μείνουν ακάλυπτες έως το 2025. Ο Σι Τζινπίνγκ έχει καλέσει τη νεολαία της χώρας να «φάει την πίκρα του», κατά τη γνωστή κινεζική έκφραση για να βοηθήσει την οικονομία, δηλαδή να δουλέψει με χαμηλούς μισθούς παρά τα ολοένα και πιο πολλά προσόντα του. Ακριβώς όπως οι νέες γυναίκες της χώρας, οι νέοι άνδρες της φαίνεται ότι έχουν αποφασίσει να κοιτάξουν το προσωπικό τους καλό.
Η Σουηδία μπορεί και να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ
Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε που οι τότε πρωθυπουργοί της Φινλανδίας και της Σουηδίας, η Σάνα Μαρίν και η Μαγκνταλένα Άντερσον, έδωσαν κοινή συνέντευξη Τύπου στη Στοκχόλμη, δημοσιοποιώντας το ενδιαφέρον τους για ένταξη στο ΝΑΤΟ. «Όλα έχουν αλλάξει» με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δήλωσε χαρακτηριστικά τότε η Μαρίν. Έκτοτε πολλά αλλάξει και στις δύο χώρες, αφού η μεν πρώτη εγκατέλειψε την πολιτική και η δεύτερη βρίσκεται πια στην αντιπολίτευση.
Κι ενώ η Φινλανδία προχώρησε με ταχύτητα -εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ τον Απρίλιο, σηματοδοτώντας την ταχύτερη ένταξη στο ΝΑΤΟ στην ιστορία του μπλοκ- η αίτηση της Σουηδίας έχει κολλήσει στο τελευταίο εμπόδιο, καθώς συνεχίζει να περιμένει το τελικό πράσινο φως από την Τουρκία και την Ουγγαρία. Εφόσον αυτό συμβεί (οι ειδικοί επιμένουν ότι το ζήτημα είναι το πότε και όχι το αν) η ένταξη της ιστορικά ουδέτερης Σουηδίας θα σημαίνει ότι όλες οι βόρειες χώρες θα εκπροσωπούνται στη συμμαχία, δημιουργώντας μια νέα βάση ισχύος στη βόρεια Ευρώπη και καθιστώντας τη Βαλτική θάλασσα του ΝΑΤΟ.
Ήδη, η Σουηδία έχει υπογράψει συμφωνία με τις ΗΠΑ που παρέχει πλήρη πρόσβαση σε 17 στρατιωτικές βάσεις της και η διαδικασία ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Μια αποφασιστική χρονιά για την Ουκρανία
Η Ουκρανία μπαίνει στη νέα χρονιά με πιο ζοφερή διάθεση από κάθε άλλη φορά από τότε που ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022. Μετά τον αρχικό πανικό, τον πρώτο χρόνο του πολέμου υπήρξε μια εθνική συσπείρωση γύρω από τον πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, μια αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα και μια σειρά από κέρδη στο πεδίο της μάχης που έκαναν πολλούς να πιστέψουν ότι η νίκη θα μπορούσε να είναι προ των πυλών.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2023 έσβησε αυτές τις ελπίδες: το αδιέξοδο στο πεδίο της μάχης, η αύξηση των απωλειών και της εξάντλησης, και η ταλαντευόμενη διεθνής δέσμευση, κυρίως από τον βασικό σύμμαχο της Ουκρανίας, τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ της ομάδας του Ουκρανού προέδρου και του αρχιστράτηγου του, Βαλέρι Ζαλούζνι, δεν εμπνέει καμιά αισιοδοξία για το 2024. Η επόμενη χρονιά το δίχως άλλο θα είναι καθοριστική για τον πόλεμο και το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά το πώς θα εξελιχθούν τελικά τα πράγματα θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, και κυρίως από το πόσο ισχυρή θα παραμένει η δυτική υποστήριξη προς το Κίεβο. Μια νίκη Τραμπ θα είναι πιθανότατα και το τέλος της με ότι αυτό σημαίνει για το μέλλον της Ουκρανίας και την πορεία της Ρωσίας τα επόμενα χρόνια.
Εξαιτίας των παραπάνω ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα για τη νέα χρόνια είναι αν το Κίεβο θα επιδιώξει κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία με τη Μόσχα. Μέχρι τώρα, η συνειδητοποίηση ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα ήταν εις βάρος των ουκρανικών επιδιώξεων και πιθανότατα θα απορρίπτονταν από τον Βλαντιμίρ Πούτιν, προκειμένου να επιτεθεί ακόμα πιο έντονα και περισσότερο ολοκληρωτικά έχει εμποδίσει κάθε συζήτηση για κατάπαυση του πυρός. Καθώς περνούν οι μήνες, η εξίσωση αυτή μπορεί και να αλλάξει.
Το μεγάλο στοίχημα της Αργεντινής
Η Αργεντινή θα εισέλθει σε αχαρτογράφητα πολιτικά ύδατα το 2024, αφού ο περιβόητος Χαβιέρ Μιλέι με το αλυσοπρίονο έγινε πρόεδρος τον Δεκέμβριο, μετατρέποντας το Μπουένος Άιρες σε νέο τόπο προσκυνήματος για την παγκόσμια ακροδεξιά του Τραμπ. Λίγοι αναλυτές τολμούν να μαντέψουν πώς θα κυβερνήσει ο Μιλέι -μια ασταθής τηλεοπτική διασημότητα με το παρατσούκλι El Loco (ο τρελός)- αν και αναμένεται να τον επισκεφθεί σύντομα ο Ντόναλντ Τραμπ. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο 53χρονος Μίλει από τη θέση του αουτσάιντερ υποσχέθηκε ριζική αλλαγή και λιτότητα. Δύο ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας του υποτίμησε το νόμισμα της Αργεντινής κατά περισσότερο από 50% και περιέκοψε τις επιδοτήσεις για τις μεταφορές και την ενέργεια.
Ο Μιλέι υποστηρίζει ότι τέτοια μέτρα «σοκ» είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια «καταστροφή» από υπερπληθωρισμό και εκατομμύρια ψηφοφόροι συμφωνούν μαζί του, τουλάχιστον μέχρι την ώρα της κάλπης. Τα μέτρα αυτά όμως θα πλήξουν σκληρά την εργατική και μεσαία τάξη της Αργεντινής, οπότε οι μαζικές διαμαρτυρίες, η βία και η αστυνομική καταστολή θεωρούνται σίγουρο σκηνικό τον επόμενο χρόνο καθώς τα διάφορα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα θα βγουν στους δρόμους για να ζητήσουν την προστασία των πιο αδύναμων της χώρας. «Γνωρίζουμε ότι βραχυπρόθεσμα η κατάσταση θα χειροτερέψει», παραδέχτηκε ο νέος πρόεδρος στην νικητήρια ομιλία του, δεσμευόμενος ότι μακροπρόθεσμα θα είναι όλα καλύτερα, για τους επιζήσαντες.
Το μέλλον είναι πιο εύκολο να προβλεφθεί στο Ελ Σαλβαδόρ, όπου ένας άλλος δεξιός λαϊκιστής, ο Ναγίμπ Μπουκέλε, θα διεκδικήσει την επανεκλογή του τον Φεβρουάριο και είναι σίγουρος για τη νίκη του, δεδομένου ότι η αυταρχική καταστολή της εγκληματικότητας που εφαρμόζει έχει οδηγήσει σε υψηλά ποσοστά αποδοχής. Ομοίως το αποτέλεσμα των εκλογών στο Μεξικό, τον Ιούνιο, μοιάζει παρόμοια προβλέψιμο, με τον απερχόμενο πρόεδρο, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, να ακολουθείται από την εκλεκτή διάδοχο του, την πρώην δήμαρχο της Πόλης του Μεξικού, Κλαούντια Σέινμπαουμ, που θα γίνει η πρώτη γυναίκα (και η πρώτη Εβραία) πρόεδρος της χώρας. Στη Βενεζουέλα, η ηγέτιδα της αντιπολίτευσης Μαρία Κορίνα Ματσάδο ελπίζει επίσης να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της χτυπημένης από την κρίση πατρίδας της, αμφισβητώντας τον Νικολάς Μαδούρο στις προεδρικές εκλογές, ενώ στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, τη Βραζιλία, το μεγάλο ερώτημα για το 2024 είναι αν ο πρώην ακροδεξιός πρόεδρος, Ζαΐρ Μπολσονάρου, θα συλληφθεί για μια σειρά από εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της ταραχώδους προεδρίας του 2019-2023.
Μετανάστευση: η συλλογική αποτυχία της Ευρώπης
Σχεδόν 2.200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή εξαφανίστηκαν το 2023 ενώ προσπαθούσαν να διασχίσουν την κεντρική Μεσόγειο από τη βόρεια Αφρική για να φτάσουν στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζεται η πιο θανατηφόρα διαδρομή στον κόσμο, ένα υγρό νεκροταφείο για χιλιάδες αιτούντες άσυλο, τα πτώματα των οποίων ξεβράζονται καθημερινά στις ακτές της βόρειας Αφρικής.
Η Λαμπεντούζα, το μικρό νησί της Σικελίας που βρίσκεται πιο κοντά στην Τυνησία από ό,τι στην Ιταλία, είχε αύξηση των αφίξεων μεταναστών από το περασμένο καλοκαίρι. Για να περιορίσει αυτό που οι δεξιές κυβερνήσεις στην Ευρώπη περιγράφουν ως «εισβολή», η Ευρώπη ύψωσε και πάλι τείχη στα σύνορά της, θεσπίζοντας αμφιλεγόμενες συμφωνίες με τις χώρες από τις οποίες αναχωρούν οι μετανάστες, όπως η Τυνησία, η οποία έχει ξεπεράσει τη Λιβύη ως το κύριο σημείο αναχώρησης για τους ανθρώπους που προσπαθούν να φτάσουν στην Ιταλία. Ωστόσο, μία από τις πιο αμφιλεγόμενες συμφωνίες υπογράφηκε στις αρχές Νοεμβρίου από την ακροδεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας, η οποία ανακοίνωσε σχέδια για τη δημιουργία κέντρων στην Αλβανία για τη φιλοξενία 3.000 αιτούντων άσυλο. Η συμφωνία έχει επικριθεί από εργαζόμενους σε οργανώσεις παροχής βοήθειας και ΜΚΟ, οι οποίοι τη χαρακτηρίζουν ως «περαιτέρω πλήγμα» στην αλληλεγγύη της ΕΕ και την παρομοιάζουν με τη συμφωνία του Ηνωμένου Βασιλείου με τη Ρουάντα. Το 2024, γράφει ο Guardian, μπορεί να δούμε χώρες εκτός ΕΕ να μετατρέπονται σε κέντρα κράτησης με αντάλλαγμα την υπόσχεση της ένταξης στην ΕΕ. Η Σερβία και η Βοσνία, χώρες που βρίσκονται στο κέντρο της βαλκανικής μεταναστευτικής οδού, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τέτοιες συμφωνίες.
Το πιο πρόσφατο μήνυμα αυτής της νέας αλλαγής κατεύθυνσης ήρθε πριν από τα Χριστούγεννα, καθώς οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για ένα νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο. Το σύμφωνο θα περιλαμβάνει μια διαδικασία ελέγχου πριν από την είσοδο και θα ενισχύσει την εξάρτηση από χώρες πέραν της ΕΕ για την εποπτεία των μεταναστευτικών υποθέσεων. Με την έγκριση των συμφωνιών του, οι Βρυξέλλες στοχεύουν να μεταφέρουν την ευθύνη της προστασίας των ανθρώπων εκτός των συνόρων τους. Το 2024, μπορεί να φτάσουν λιγότεροι μετανάστες στα ευρωπαϊκά εδάφη, αλλά θα αυξηθεί ο αριθμός των νεκρών στις τάξεις τους στις πύλες της Ευρώπης, με τους αιτούντες άσυλο να αναγκάζονται να ακολουθούν όλο και πιο επικίνδυνες διαδρομές για να αποφύγουν τη βία από τους συνοριοφύλακες.
Πολιτικές «βόμβες» στην ΕΕ
Η πολιτική στις Βρυξέλλες το 2024 θα επικεντρωθεί σε τρία ζητήματα. Τα δύο από αυτά είναι γνωστά, η Ουκρανία και η μετανάστευση. Και τα δύο αποτελούν μεγάλες προκλήσεις, αλλά οι χώρες της ΕΕ δηλώνουν καλά προετοιμασμένες να ανταποκριθούν αποτελεσματικά. Το φάσμα όμως των ακροδεξιών κομμάτων που εγκαθίσταται αργά αλλά σταθερά στην καρδιά της ΕΕ, ενόψει των εκλογών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκαλεί μεγάλη νευρικότητα ότι οι αξίες της ΕΕ γύρω από την ισότητα και τις διακρίσεις θα αμφισβητηθούν από εκείνους που προωθούν την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και την άρνηση του κλίματος.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπάρχει τόση βιασύνη για να περάσουν οι νέοι νόμοι μέσα στους δύο πρώτους μήνες του 2024. Με τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Ιούνιο, η καταληκτική ημερομηνία για την έγκριση των νέων νόμων είναι η δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου, δίνοντας στους αξιωματούχους και τους πολιτικούς αρκετό χρόνο για να τελειοποιήσουν το νομικό πλαίσιο τους και να τους μεταφράσουν πριν από την τελική συνεδρίαση της ολομέλειας τον Απρίλιο. Η σύνθεση του νέου κοινοβουλίου έχει μεγαλύτερη σημασία από τις περισσότερες φορές, διότι θα καθορίσει τις προτεραιότητες της ΕΕ μέχρι το 2029, σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή οικογένεια αναμένεται να επεκταθεί και να συμπεριλάβει την Ουκρανία και τη Μολδαβία. Οι απειλές της Ουγγαρίας να μπλοκάρει την είσοδο της Ουκρανίας στα τέλη του 2023 δίνει μια γεύση του για το πόσο επίπονη μπορεί να αποδειχτεί είναι η διεύρυνση.
Εάν τα σκληρά δεξιά κόμματα αποκτήσουν έρεισμα στο κοινοβούλιο, υπάρχουν φόβοι ότι θα προκαλέσουν εκλογικές ανατροπές και αλλού, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος για τον οποίο η πολιτική της μετανάστευσης είναι τόσο σημαντική. Ανώτερος αξιωματούχος που εργάζεται σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα ότι η ΕΕ πρέπει να επιτέλους να κάνει ένα τεράστιο άλμα πίστης και να «αποεθνικοποιήσει» πλήρως το ζήτημα, δημιουργώντας ένα όργανο σε όλη την ήπειρο για να το αντιμετωπίσει συλλογικά. «Η μετανάστευση είναι εδώ. Είναι γεγονός της ζωής. Η φτώχεια και η κλιματική αλλαγή στην Αφρική δεν πρόκειται να εξαφανιστούν. Αλλά η ατζέντα καθοδηγείται υπερβολικά από εθνικές αφηγήσεις για το κλείσιμο των συνόρων, πρέπει να υπάρξει πλήρης αλλαγή σε αυτή την προσέγγιση», κατέληξε ο ίδιος.
Οι σημαντικές εκλογές στην Ασία
Όπως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος του κόσμου, το 2024 θα είναι μια μεγάλη χρονιά εκλογών στη νότια Ασία με το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και την Ινδία να οδηγούνται στις κάλπες εντός των πρώτων έξι μηνών. Ωστόσο, εν μέσω φόβων για αύξηση του αυταρχισμού σε όλη την περιοχή, λίγοι περιμένουν ότι αυτές οι εκλογές θα δώσουν ώθηση στη δημοκρατία, αφού αντίθετα προβλέπεται η επιστροφή κάποιων πολύ γνωστών προσώπων στην εξουσία.
Ήδη κατά την προετοιμασία των εκλογών στο Μπαγκλαντές στις 7 Ιανουαρίου, όπου η πρωθυπουργός, Σεΐχ Χασίνα, επιδιώκει μια τέταρτη θητεία στην εξουσία, έχει χαθεί κάθε προσποίηση ελεύθερων και δίκαιων εκλογών. Αντίστοιχα χαμηλές είναι οι προσδοκίες ότι οι εκλογές στο Πακιστάν -που αναμένεται να διεξαχθούν στις αρχές Φεβρουαρίου. Ο πιο δημοφιλής πολιτικός ηγέτης του Πακιστάν, ο πρώην πρωθυπουργός Ιμράν Χαν, παραμένει στη φυλακή μετά τη θεαματική σύγκρουσή του με τον ισχυρό στρατό. Αντ’ αυτού, ο εκλεκτός υποψήφιος του στρατού θα είναι ο τρεις φορές πρώην πρωθυπουργός Ναουάζ Σαρίφ, ο οποίος επέστρεψε από το κρύο μετά από πέντε χρόνια εξορίας, σε μια προσπάθεια να επαναφέρει κάποια σταθερότητα στην οικονομικά προβληματική χώρα.
Στην Ινδία υπάρχουν σχεδόν 1 δισεκατομμύριο ψηφοφόροι με δικαίωμα ψήφου και όλα τα βλέμματα θα είναι στραμμένα στις εκλογές που αναμένεται να διεξαχθούν τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, η πιθανότητα επιστροφής του εθνικιστή πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι στην εξουσία για τρίτη θητεία θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτη. Να σημειωθεί ότι κατά τις δύο πρώτες θητείες του Μόντι, παρατηρήθηκε άνοδος του αυταρχισμού και δίωξη των μειονοτήτων, γι’ αυτό και πολλοί φοβούνται ότι μια τρίτη θητεία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω διάβρωση της δημοκρατίας και της θρησκευτικής ισότητας της Ινδίας.
Επαναπροσέγγιση στη βορειοανατολική Ασία
Η χρονιά του δράκου θα μπορούσε να είναι η χρονιά που ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Φουμίο Κισίντα, θα ξεμείνει τελικά από ενέργεια. Καθώς η χώρα του προετοιμάζεται για το 2024, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP) του ενεπλάκη σε ένα σκάνδαλο χρηματοδότησης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νομικές ενέργειες εναντίον βουλευτών του που φέρονται να μην ανέφεραν τα έσοδα που συγκέντρωσαν σε κομματικές εκδηλώσεις.
Οι πρώτοι ισχυρισμοί διατυπώθηκαν κατά της μεγαλύτερης παράταξης – της οποίας κάποτε ηγείτο ο δολοφονηθείς πρώην πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε – αλλά τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν στα μέσα Δεκεμβρίου ότι οι εισαγγελείς εξέταζαν επίσης πληρωμές που αφορούσαν μέλη της ίδιας της παράταξης του Κισίντα. Η Ιαπωνία δεν πρόκειται να διεξάγει γενικές εκλογές το αργότερο μέχρι τον Οκτώβριο του 2025, αλλά ο Κισίντα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν αμφισβητία του, όταν το κόμμα ψηφίσει για πρόεδρο, ο οποίος γίνεται αυτόματα πρωθυπουργός, τον Σεπτέμβριο του 2024.
Η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, βαλλιστικών πυραύλων και, στα τέλη του 2023, κατασκοπευτικών δορυφόρων από τη Βόρεια Κορέα, η οποία παραβιάζει τις κυρώσεις, προκάλεσε ένα είδος προσέγγισης μεταξύ των ηγετών των τριών οικονομικών δυνάμεων της βορειοανατολικής Ασίας: του Κισίντα, του Τζινπίνγκ και του προέδρου της Νότιας Κορέας Γιουν Σουκ Γιολ. Η Νότια Κορέα και ο πρώην αποικιοκράτης της, η Ιαπωνία, προσπάθησαν φέτος να βελτιώσουν τις σχέσεις τους μετά από χρόνια έχθρας για την κληρονομιά τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τώρα υπάρχει ήπια αισιοδοξία ότι το πνεύμα συνεργασίας θα μπορούσε να επεκταθεί και στο Πεκίνο, αφού οι τρεις χώρες συμφώνησαν ότι οι ηγέτες τους θα πρέπει να συναντηθούν το 2024 για πρώτη φορά από το 2019.