Η λοίμωξη από κοροναϊό τρία χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας, συχνά συνδέεται με εγκεφαλικές βλάβες. Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της COVID-19 εμφανίζονται με πάνω από 200 συμπτώματα και ταλαιπωρούν περίπου 65 εκατ. πληθυσμού, διεθνώς.
Εκτός από τα αναπνευστικά συμπτώματα, τα πιο συχνά συμπτώματα σχετίζονται με την υγεία του εγκεφάλου, τόσο σε ότι αφορά επιπτώσεις στο γνωσιακό πεδίο, όσο και σε ότι αφορά ψυχικές επιπτώσεις.
Παρόλα αυτά, μακρόχρονες επιπτώσεις με γνωστικά και νευροψυχιατρικά συμπτώματα συμβαίνουν και μετά από άλλες σοβαρές παθήσεις όπως η πνευμονία, το έμφραγμα και ασθένειες, που απαιτούν εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).
Μέχρι στιγμής, οι υπάρχουσες μελέτες για τις βλάβες του εγκεφάλου από COVID-19 ή από άλλες παθήσεις εκτός COVID-19 βασίζονται κυρίως σε ηλεκτρονικά αρχεία χωρίς επαρκή έλεγχο και συχνά επικεντρώνονται σε αυτοαξιολογούμενα συμπτώματα και όχι σε αντικειμενικές κλινικές έρευνες.
Ερευνητές από δύο Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Κοπεγχάγης, προχώρησαν σε νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA, με στόχο τη διάκριση της φύσης, της έκτασης και της πορείας των επιπλοκών στον εγκέφαλο των ασθενών μετά την COVID-19, με κλινικές προσωπικές αξιολογήσεις και ελέγχους για τον βαθμό σοβαρότητας της κρίσιμης νόσου και για το επίπεδο νοσηλείας.
Στόχος ήταν να αξιολογηθεί εάν οι μακροχρόνιες γνωστικές, ψυχιατρικές ή νευρολογικές επιπλοκές σε ασθενείς που νοσηλεύονται για COVID-19 διαφέρουν σε σχέση με τις αντίστοιχες επιπλοκές ασθενών που νοσηλεύονται για άλλες παθήσεις αντίστοιχης σοβαρότητας και σε σχέση με υγιείς ανθρώπους.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν επί 18 μήνες και η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 1 Νοεμβρίου 2021 – 28 Φεβρουαρίου 2023.
Ο πρωταρχικός έλεγχος αφορούσε τη συνολική γνωστική λειτουργία, ενώ τα δευτερεύοντα αποτελέσματα αφορούσαν την εκτελεστική λειτουργία, το άγχος, τα καταθλιπτικά συμπτώματα και τα νευρολογικά ελλείμματα.
Αποτελέσματα
Η μελέτη συμπεριέλαβε 345 συμμετέχοντες, εκ των οποίων οι 120 ήταν ασθενείς με COVID-19 μέσης ηλικίας 60,8 ετών, οι 125 ήταν νοσηλευόμενοι με άλλες σοβαρές παθήσεις μέσης ηλικίας 66 ετών και 100 υγιείς μάρτυρες μέσης ηλικίας 62,9 ετών.
Οι ασθενείς με COVID-19 είχαν χειρότερη γνωστική κατάσταση από τους υγιείς με τη μέση βαθμολογία να φτάνει το 59, όταν οι υγιείς έφταναν το 68,8, ενώ οι νοσηλευθέντες για άλλες κρίσιμες παθήσεις βαθμολογήθηκαν με 61,6 στην κλίμακα SCIP. Αντίστοιχα ήταν τα ευρήματα και με τη χρήση της κλίμακας MoCA, όπου οι ασθενείς με COVID-19 βαθμολογήθηκαν με 26,5, έναντι 28,2 για τους υγιείς και 27,2 για τους νοσηλευθέντες για κρίσιμες παθήσεις.
Οι ασθενείς με COVID-19 είχαν επίσης χειρότερες επιδόσεις από τους υγιείς μάρτυρες κατά τη διάρκεια όλων των άλλων ψυχιατρικών και νευρολογικών αξιολογήσεων.
Παρόλα αυτά, ο εγκέφαλος των ασθενών με COVID-19 δεν είχε προσβληθεί περισσότερο από τους άλλους νοσηλευθέντες ασθενείς με άλλες κρίσιμες ασθένειες, με τα αποτελέσματα να παραμένουν σταθερά σε διάφορες αναλύσεις ευαισθησίας.
Έτσι, οι ερευνητές κατέληξαν ότι μπορεί να παρατηρείται έκπτωση στη λειτουργία του εγκεφάλου μετά από COVID-19, όχι όμως περισσότερο απ’ ό,τι στους ασθενείς με άλλες κρίσιμες ασθένειες που χρειάζονται νοσηλεία σε εντατική, όπως πνευμονία, έμφραγμα του μυοκαρδίου κλπ.
Τη διαφορά απ΄ότι συμπεραίνουν οι ερευνητές είναι η συννοσηρότητες, καθώς τα υγιή άτομα ελέγχου είχαν λιγότερες συννοσηρότητες από τους νοσηλευθέντες.
Έτσι, οι ειδικοί κατέληξαν ότι η πολυνοσηρότητα παίζει ρόλο τόσο στη νοσηλεία όσο και στη μόνιμη συσχέτιση με την υγεία του εγκεφάλου. Τονίζοντας ότι απαιτούνται ευρύτερες μελέτες γνωστικών τεστ για να επιβεβαιωθούν αυτά τα ευρήματα, σημείωσαν ότι η υγεία του εγκεφάλου μετά την COVID-19 φαίνεται γενικά συγκρίσιμη με εκείνη μετά από άλλες ασθένειες παρόμοιας σοβαρότητας.