Από τις εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφορεί ένα από τα κλασικά ιαπωνικά έργα μυθοπλασίας του 20ού αιώνα, «Ο δύων ήλιος» του Οσάμου Νταζάι, σε μετάφραση Εφης Τσιρόνη. Ο ιάπωνας συγγραφέας (με το πραγματικό όνομα Σούτζι Τσουσίμα), ο οποίος αυτοκτόνησε το 1948 σε ηλικία 39 ετών, αναφέρεται, εν μέρει αυτοβιογραφούμενος, στις κοινωνικές σχέσεις όπως διαμορφώθηκαν στη μεταπολεμική Ιαπωνία. Ηδη από τον τίτλο του βιβλίου υποδηλώνεται αλληγορικά το τέλος των ένδοξων ημερών στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και ήταν μια τόσο επιδραστική σύναψη, ώστε έγινε η αφορμή να εισαχθεί στην ιαπωνική γλώσσα ο όρος «άνθρωποι του δύοντος ηλίου», δηλαδή «της παρακμασμένης αυτοκρατορίας», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Φιλήμων Πατσάκης στον πρόλογο.
Το έργο διαδραματίζεται κατά τη μεταβατική φεουδαρχική περίοδο στην Ιαπωνία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και πρωτοεκδόθηκε μόλις έναν χρόνο ύστερα από τον ολέθριο πυρηνικό βομβαρδισμό στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι που επέφερε καταλυτικές επιπτώσεις στην οικονομία και την ψυχολογία της κοινωνίας της Ιαπωνίας.
Μια πρώην αριστοκρατική οικογένεια, αντιμέτωπη με τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής, αναζητά τρόπους επιβίωσης. Κεντρική αφηγήτρια η εικοσιεννιάχρονη διαζευγμένη Καζούκο, η οποία αναγκάζεται να εγκαταλείψει την έπαυλή της στο Τόκιο. (Ο ίδιος ο συγγραφέας, άλλωστε, υπήρξε παιδί πλούσιου γαιοκτήμονα, έτσι περιγράφει εμβριθώς τα προνόμια και τον τρόπο ζωής που οι χαρακτήρες του αναγκάζονται να αποχωριστούν). Μαζί με τη χήρα ασθενή μητέρα της μετακομίζουν σε μια κινεζικού τύπου αγροικία στα νησιά Ιζου, περιμένοντας την επιστροφή του αδερφού της, Ναότζι, από τον πόλεμο. Καθώς η οικογένεια χάνει σταδιακά την προνομιούχα οικονομική της θέση, οι ήρωες καταβυθίζονται σε βαθιά κρίση ταυτότητας και οδηγούνται στην απόγνωση. «[…] Για πρώτη φορά στη ζωή μου συνειδητοποιούσα πόσο φριχτή, τρισάθλια, χωρίς σωτηρία κόλαση είναι το να μην έχεις λεφτά […] Από εκείνη τη μέρα μέχρι και σήμερα, συνεχίζουμε τη μοναχική ζωή μας σε τούτο το σπιτάκι στα βουνά. Μαγειρεύουμε το φαγητό μας, πλέκουμε στην μπροστινή βεράντα, με άλλα λόγια ζούμε μια αδιάφορη και χωρίς περιπέτειες και εκπλήξεις ζωή, σχεδόν εντελώς ξεκομμένες από τον κόσμο […]».
Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, κυρίως λόγω των κοινωνικών αλλαγών που διαδραματίζονται στη χώρα. Η εξαφάνιση της αριστοκρατίας αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό μετασχηματισμό στην κοινωνία και μέσω των αντιδράσεων των χαρακτήρων γίνονται αντιληπτές οι εξελικτικές συνιστώσες της εποχής. «[…] Το κάποτε γαλάζιο αίμα μου αλλάζει σιγά σιγά χρώμα, λες και μέρα με τη μέρα μετατρέπομαι όλο και περισσότερο σε άξεστη χωριατοπούλα[…]». Και όταν η Καζούκο δηλώνει ότι η μητέρα της ήταν «η τελευταία κυρία της Ιαπωνίας» που φεύγει από τη ζωή, αναφαίνεται το πολυεπίπεδο ταξικό πορτρέτο της κοινωνίας και αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο οι χαρακτήρες ερμηνεύουν τον κόσμο γύρω τους.
Μέσα από το ημερολόγιο του αδερφού της, του Ναότζι – πιθανώς το alter ego του συγγραφέα –, αντιλαμβανόμαστε την αποστροφή του για τον πόλεμο. «[…] Ο πόλεμος της Ιαπωνίας είναι μια πράξη απόγνωσης. Να πεθάνεις ρουφηγμένος από μια πράξη απόγνωσης, ευχαριστώ αλλά δεν θα πάρω. Καλύτερα να πεθάνω από το ίδιο μου το χέρι[…]». Ο χαρακτήρας αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην προσαρμογή στο νέο περιβάλλον μιας ισότιμης κοινωνίας βιώνοντας εσωτερικές συγκρούσεις και ανασφάλειες. «[…] Επρεπε να ξεχάσω την οικογένειά μου. Επρεπε να πάω κόντρα στο αίμα του πατέρα μου. Επρεπε να απορρίψω την τρυφερότητα και την ευγένεια της μητέρας μου. Πίστευα ότι αλλιώς ο απλός κόσμος, ο λαός, δεν θα μου άνοιγε ποτέ την πόρτα του. Εκβαρβαρίστηκα… Αναρωτιέμαι αν τελικά φταίμε. Είναι δικό μας λάθος που γεννηθήκαμε αριστοκράτες; Μόνο και μόνο επειδή η τύχη μάς έφερε σε μια τέτοια οικογένεια, είμαστε καταδικασμένοι να περάσουμε όλη μας τη ζωή μέσα στον εξευτελισμό, στις απολογίες και τους υποβιβασμούς;[…]». Παλεύοντας να αποδεχτεί το παράδοξο της νέας κατάστασης, τελικά αυτοκτονεί, βασανισμένος από απόγνωση και εθισμούς.
Η Καζούκο αντιπροσωπεύει τον αντίθετο πόλο στο βιβλίο. Αγωνίζεται προκειμένου να επιβιώσει. Ενώ μετά τον θάνατο της μητέρας της χάνει το νόημα της ζωής της, γιατί μόνο αυτή η σχέση την καθόριζε, και αναρωτιέται «Πώς θα ήταν αν παραιτούμουν της προσπάθειας και παραδινόμουν σε μια πραγματικά στερημένη ζωή», προσπαθεί να βρει τον έρωτα, έστω κάποια ελάχιστα ψήγματα ευτυχίας, σε έναν παντρεμένο άνδρα. Είναι ένας τρόπος να ξεπεράσει το τραγικό παρελθόν της, που περιλαμβάνει και τη γέννηση του νεκρού της παιδιού. Και με την υπέρβαση που πραγματοποιεί, απαρνείται όχι μόνο την κοινωνική της τάξη, αλλά και, εν τέλει, την ταυτότητά της, προκειμένου να επιδιώξει την ευτυχία με οποιοδήποτε κόστος. Επί της ουσίας, η Καζούκο βιώνει τη δική της διαμορφωτική επανάσταση.
Η οδύνη της κοινωνικής ήττας με την κατάρρευση της ταξικής δομής και η, ως αποτέλεσμα, προσωπική και κοινωνική κρίση αυτοπροσδιορισμού έρχονται στην επιφάνεια της αναγνωστικής διαδικασίας χάρη στο αφηγηματικό στυλ του συγγραφέα που ενδοσκοπεί ενδελεχώς τα κατάβαθα μιας κοινωνίας που παρακμάζει. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ενσυναίσθητη γραφή του Νταζάι συγκινεί ακόμη και σήμερα και βρίσκει ευήκοους αποδέκτες ανάμεσα στους νέους, στη σημερινή ακατανοησία της (πολιτικής) ζωής.
H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού online περιοδικού Literature.gr και πρόεδρος του PEN Greece