Σε κίνδυνο βρίσκεται το δημοφιλές και ταπεινό παραδοσιακό βρετανικό έδεσμα fish and chips, καθώς η αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών τείνουν να το αφανίσουν αφού πλέον κοντεύει να μετατραπεί σε ένα πολυτελές πιάτο που δεν μπορεί κάποιος να το αγοράσει καθημερινά.
Η Τεριλέα Κόγκλαν θυμάται ότι από τότε που ήταν αρκετά μεγάλη για να περπατήσει, ανέβαινε στα αλιευτικά σκάφη που ξεκινούσαν κάθε πρωί από τη βραχώδη παραλία του Χέιστινγκς στη νότια Βρετανία για να μαζέψουν το βασικό συστατικό για το πιο εμβληματικό πιάτο της Βρετανίας: το fish and chips.
Η ψαριά της ημέρας ταξιδεύει σε μικρή απόσταση από τις βάρκες μέχρι τα παραθαλάσσια μαγαζιά με fish and chips, ή αλλιώς «chippies», που υπερηφανεύονται τόσο για τα φρέσκα ψάρια όσο και για τις «μυστικές» συνταγές τους.
Οι γονείς και οι παππούδες της ασχολούνταν με το εμπόριο ψαριών, και τώρα σειρά έχουν πάρει και οι γιοι της. Αλλά πλέον η Κόγκλαν φοβάται ότι μπορεί να είναι οι τελευταίοι που ασχολούνται με την πατροπαράδοτη απασχόληση.
«Είναι ο τρόπος ζωής μας», είπε η Κόγκλαν μιλώντας στο NBC, ακουμπισμένη σε μια ψαρόβαρκα κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος από την πώληση φιλέτων στο κιόσκι της στην παραλία. «Είναι στο αίμα μου. Είναι μέρος του εαυτού μου. Και είναι λυπηρό να σκέφτεσαι ότι μπορεί να μην υπάρχει για πολύ καιρό ακόμα», υπογράμμισε.
Πόλεις σε όλη τη βρετανική ακτή πιέζονται από την ακρίβεια
Σε όλη τη βρετανική ακτή, πόλεις όπως το Χέιστινγκς πιέζονται από την κρίση του κόστους ζωής που έχει πλήξει την αλυσίδα εφοδιασμού πίσω από τα fish and chips και ανεβάζει τις τιμές πέρα από αυτά που κάποιοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για ένα ταπεινό, αν και ανακουφιστικό, γεύμα το βράδυ της εβδομάδας.
Το κόστος του ντίζελ για την τροφοδοσία των αλιευτικών σκαφών, του ηλιέλαιου για το τηγάνισμα των ψαριών και του ηλεκτρικού ρεύματος να λειτουργήσουν οι φριτέζες έχουν εκτοξευθεί στα ύψη ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τα ψάρια που η Κόγκλαν πουλούσε για μερικές βρετανικές λίρες (περίπου 2 δολάρια) ανά σακούλα τώρα πωλούνται για μερικές λίρες ανά ψάρι. Η Κόγκλαν λέει ότι οι πελάτες της παραπονιούνται συνεχώς. Πρόσφατα, τα μειωμένα έσοδα την ανάγκασαν να βρει μια δεύτερη δουλειά, επίσης στα ψάρια, ως πωλήτρια σε ένα άλλο μαγαζί με ψάρια.
«Πάντα ήταν φτηνό πράγμα τα ψάρια και τώρα δεν είναι πραγματικά φτηνό», είπε χαρακτηριστικά.
Το ένα τρίτο των «chippies» μπορεί να κλείσουν τα επόμενα χρόνια
Μέσα στα επόμενα χρόνια, η Εθνική Ομοσπονδία όσων πωλούν τηγανητό ψάρι, η οποία εκπροσωπεί τα «chippies», προβλέπει ότι το ένα τρίτο από τα περίπου 10.5000 chippies του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να κλείσουν οριστικά, ενώ η εταιρεία Sarson’s, η οποία παρασκευάζει το ξίδι από βύνη που σερβίρεται παντού μαζί με τα τηγανητά ψάρια, έχει προβλέψει ότι τα μισά από αυτά μπορεί να κλείσουν.
Οι υψηλές τιμές απειλούν μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων και ένα βασικό συστατικό του βρετανικού μενού: Κάθε χρόνο, οι Βρετανοί τρώνε περισσότερες από 382 εκατομμύρια παραγγελίες fish and chips, σύμφωνα με την ομοσπονδία.
Σε συνέντευξή του, ο Άντριου Κρουκ, πρόεδρος της ομοσπονδίας, δήλωσε ότι ενώ οι τιμές της ενέργειας έχουν αρχίσει να εξομαλύνονται, τα συστατικά εξακολουθούν να επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς των εστιατορίων. Όπως είπε ότι τα «chippies» αγοράζουν τώρα μπακαλιάρο σε τιμές κατά δύο τρίτα ακριβότερες από ό,τι πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ ένα σακί πατάτες κοστίζει διπλάσια από ό,τι πριν.
Καθημερινός αγώνας επιβίωσης
Για καφετέριες όπως το Maggie’s, που είναι χωμένο ανάμεσα σε παλιές ψαράδικες καλύβες, λίγα βήματα από την ψαραγορά του Χέιστινγκς, η επιβίωση είναι ένας καθημερινός αγώνας. Το εστιατόριο αποτελεί σταθερό σημείο της αγοράς fish and chips του Χέιστινγκς εδώ και δεκαετίες και όταν οι πόρτες ανοίγουν το μεσημέρι, η μυρωδιά του τραγανού, χρυσοκάστανου ψαριού αναδύεται από την πόρτα και υποδέχεται την ουρά των ντόπιων και των τουριστών που περιμένουν στη σκάλα για ένα τραπέζι.
Ο Λάιονελ Κόμπλι, συνιδιοκτήτης του εστιατορίου, λέει ότι το κόστος των υλικών του έχει αυξηθεί κατά 30% έως 40%, αναγκάζοντας το εστιατόριο να αυξήσει τις τιμές του. Ένα πιάτο μπακαλιάρου με πατάτες που τρώγεται στο κατάστημα κοστίζει πλέον 14,90 βρετανικές λίρες (περίπου 18 δολάρια), γεγονός που το καθιστά απρόσιτο για πολλούς που αναζητούν ένα φθηνό γεύμα.
«Ορισμένοι από τους ανταγωνιστές μειώνουν τις ώρες εργασίας τους, ενώ άλλοι μειώνουν την ποιότητα ή τα επίπεδα προσωπικού», λέει ο Κόμπλι. «Όλοι προσπαθούν να κάνουν κάποιου είδους περικοπές, ώστε να μην τις μεταφέρουν στον πελάτη», προσθέτει.
Προσπάθειες να σωθούν τα «chippies»
Τους τελευταίους μήνες, τα «chippies» και οι υποστηρικτές τους έχουν ξεκινήσει μια εκστρατεία με τίτλο «Save the chippies», προτρέποντας τους πελάτες να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τα τοπικά fish and chips, ακόμη και αν το τηγανητό γεύμα κοστίζει λίγο περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Η Sarson’s, η εταιρεία παρασκευής ξυδιού, ξεκίνησε την προωθητική ενέργεια «Fryday», αποζημιώνοντας κάθε Παρασκευή 50 πελάτες για μια αγορά fish and chips την οποία στη συνέχεια προωθούν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Καθώς μοίραζε τραπέζια σε μια ουρά από πελάτες που περίμεναν κατά τη διάρκεια της μεσημεριανής αιχμής, ο Κόμπλι δήλωσε ότι δυσκολεύεται να προσδιορίσει πώς θα έμοιαζε η βρετανική γαστρονομική κουλτούρα αν εξαφανίζονταν τα «chippies».
«Είναι σαν τα κυριακάτικα γεύματα, το ψάρι με πατάτες και το κατέβασμα στην παμπ», δήλωσε ακόμα ο Κόμπλι. «Είναι αυτό που κάνουμε».