Είμαι Αθηναία και μ’ αρέσει, καθώς περπατώ στην πόλη, να σκέφτομαι πως στο ίδιο σημείο όπου βρίσκομαι εγώ τώρα βρισκόταν πριν από χρόνια κάποιος από τους ήρωές μου: κάποιος άντρας ή γυναίκα από το προσωπικό μου μυθολόγιο που περιδιάβαζε τους δρόμους αυτούς – που, όσο διαφορετικοί κι αν ήσαν, είχαν σε κάποιαν άκρη του ορίζοντά τους την Ακρόπολη ή τον Λυκαβηττό.
Και μ’ αρέσει να σκέφτομαι τον Κωστή Παλαμά, στην αρχή νεαρό εύελπι ποιητή, κατόπιν αναγνωρισμένο και σεβάσμιο γενικό γραμματέα του Πανεπιστημίου, ακαδημαϊκό και αδιαμφισβήτητο ηγέτη της πνευματικής ζωής του τόπου, να περπατά στους ίδιους αυτούς δρόμους και να παρατηρεί ολόγυρά του με το αδιόρατο χαμόγελο μελαγχολίας και κατανόησης για τα ορατά και αόρατα που τον περιτριγύριζαν, γύρω του και μέσα του. Πιο πολύ μ’ αρέσει να σκέφτομαι τα πρωινά εκείνα που, τυχαία, συναντούσε τον φίλο του:
«Στοιχεῖο χαρακτηριστικό τοῦ ἐκλεκτοῦ μου φίλου εἶναι μεταξύ ἄλλων ἡ διακριτικότητά του· μέ ἄλλα λόγια, ποτέ δέν ὑπερβαίνει τό μέτρο, ποτέ δέν θά σᾶς κάνει νά σκέφτεστε πότε θά φύγει, ἀλλά νά λυπηθεῖτε πού ἔφυγε. Ὅμως οἱ ἐμφανίσεις του συνήθως εἶναι ὀλιγόλεπτες καί δέν διαρκοῦν περισσότερο ἀπό ὅσο χρειάζεται γιά νά ἀπαγγελθεῖ ἕνα σονέτο – δηλαδή δεκατέσσερις στίχοι. Ἐπίσης συνήθως οἱ συναντήσεις μας γίνονται κάτω ἀπό τόν αἴθριο οὐρανό. Στό πόδι. Ὁ καθένας μας μετά τραβάει τόν δρόμο του. Ὁ φίλος μου δίνει τό θέμα τῆς ὁμιλίας μας καί τόν τόνο της. Θά εἶναι πάντα κάτι ἔξω ἀπό τό κοινό καί τό τετριμμένο: ποτέ ὁ ὡραῖος ἤ ὁ κακός καιρός γιά τή μοναδική εὐχαρίστησή του νά μιλᾶτε γιά τή βροχή καί τή λιακάδα. Καί σχεδόν ποτέ ἡ πολιτική, μέ τήν ἀερολογία της τήν ἄγονη στή σκέψη – τό πολύ γόνιμη ὡς ὠχρότατη, ἐξατμισμένη καί ἀσχημισμένη περίληψη τοῦ κύριου ἄρθρου τῆς ἡμέρας, τῆς ἐφημερίδας πού διαβάζουμε. Θά εἶναι κάτι ξαφνικό, γιά νά σᾶς ἀναγκάσει νά στυλώσετε σ’ αὐτό τήν προσοχή σας, ἤ στοχαστικό γιά νά τό σκεφτεῖτε κι ἐσεῖς ἐκεῖ χωρίς φόβο νά πλήξετε, ἤ κάτι συμπαθητικό γιά νά τό ἀγαπήσετε. Μία ἐντύπωση τῆς στιγμῆς, ἕνα συναίσθημα παροδικό, ἀλλά καί ἡ ἐντύπωση καί τό συναίσθημα μέ ἴχνη τῆς διάβασής τους ἀπό τόν ἐσωτερικό σας κόσμο δυσεξάλειπτα· πράγμα τό ὁποῖο δέν κατορθώνουν μακρές καί πολύωρες συνεντεύξεις καί συνομιλίες μεταξύ γνώριμων καί ἀγαπητῶν.
Τό περασμένο καλοκαίρι, συναντηθήκαμε πάλι κάπου ἀπρομελέτητα. Κρατοῦσε φύλλο χαρτιοῦ καί πάνω σ’ αὐτό σημειωμένους μέ μολύβι ἑπτά στίχους· κάτω ἀπό τούς στίχους αὐτούς ὑπῆρχε γραμμένο ἕνα θεῖο ὄνομα: Γκαῖτε. Είχε φροντίσει νά μεταφράσει τό πρωτότυπο ὁ ἴδιος σέ ἁπλούς, ἀπερίτεχνους κάπως, ἀλλά σαφῶς ἀποδίδοντες το, στίχους. Καί ἰδού ἡ μετάφραση:
Πόσες φορές ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια τελειώνει / μέ λύπη καί μέ ταραχή. / Κάποια φορά καί μέ χαρά η τύχη στεφανώνει καί μέ ἀγάπη τήν ψυχή. / Ἀλλά καμία ἄλλη χαρά δέν μπορεῖ ποτέ νά γίνει / όπως ἐκείνη πού γεννᾶ τῆς καρδιᾶς ἡ καλωσύνη.
Τό κομμάτι χαρτιοῦ, τό πρωτότυπο μέ τή μετάφραση, ἀφέθηκε στά χέρια μου ἀντί φιλικοῦ χαιρετισμοῦ…»(*)
Μ’ αρέσει λοιπόν να σκέφτομαι το χαμόγελο του 63χρονου Παλαμά καθώς έγραφε τη λέξη «καλωσύνη». Που σήμερα ηχεί ίσως κάπως αφελής και παλιομοδίτικη. Λέξη της χρονιάς είχαμε το rizz («γοητεία/χάρισμα»), και ευκολότερα συνεννοούμαστε με όρους όπως δικαιοσύνη, ισοτιμία, ανεκτικότητα, ορθότητα, επαγρύπνηση – και είναι όλες μια χαρά λέξεις.
Ομως 102 χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα κάτω από τον αίθριο αττικό ουρανό που ο Παλαμάς προτίμησε από την «αερολογία και άγονη σκέψη» της πολιτικής και την «ωχρότατη, εξατμισμένη κι ασχημισμένη περίληψη» των κύριων άρθρων των εφημερίδων τη λέξη καλοσύνη, αισθάνομαι κι εγώ τα ίχνη της διάβασής της μέσα μου σαν δυσεξάλειπτη ευλογία. Kαι γι’ αυτόν τον καινούργιο χρόνο που ξεκινά δεν μπορώ κι εγώ, παρά τις τόσες άλλες επίκαιρες λέξεις που στριφογυρίζουν ολόγυρά μου, να σκεφτώ καμία καλύτερη για της καρδιάς μας τη χαρά.
(*) Απόσπασμα χρονογραφήματος του Κωστή Παλαμά στην εφημ. Ἐμπρός, Παρασκευή 11/3/1922.