Είναι η τρίτη φορά τις τελευταίες μέρες που αναφέρομαι στον Διονύση Σαββόπουλο. Αλλά είναι σαν αυτός ο άνρωπος, στα εξήντα τόσα χρόνια που μας τροφοδοτεί με τα τραγούδια του, να έχει χρωματίσει τα πιο σημαντικά τοπία της ζωής μας. Να έχει βρει τις λέξεις για όλα τα συγκεχυμένα που μας πληγώνουν και μας απελευθερώνουν συγχρόνως. Για τους παλιούς και νέους φίλους, για τα κλισέ και τα, εντέλει, όχι και τόσο ιερά τοτέμ της ζωής μας, για τη χώρα που αγαπάμε να μισούμε, για τις μεταλλάξεις και τους συμβιβασμούς μας, για τους παντοτινούς θυμούς μας, για το παιδί που αφήσαμε πίσω μας και τα παιδιά που βρίσκουμε μπροστά μας, για τον «χρόνο τον αληθινό» που μας καβαλάει όταν εμείς νομίζουμε ότι τον έχουμε καβαλήσει. Και επειδή η ατμόσφαιρα και η διάθεση αυτών των ημερών αναμοχλεύουν εντός μας όλα τούτα, υπάρχει πάντα ένας στίχος του Σαββόπουλου που τα βάζει σε μια κάποια τάξη.
Η Πρωτοχρονιά, αυτή η συμβολική μέρα που μας κάνει να συνειδητοποιούμε πιο έντονα το πέρασμα του χρόνου και, μάλιστα, να το γιορτάζουμε με χαρές και πανηγύρια, είναι και ένα μέτρο για το πώς αλλάζουμε εμείς. Ακριβώς όπως το έχει πει ο ακριβός μας Διονύσης στις «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου». Προσπαθώ να διακρίνω στα βάθη του χρόνου την πρώτη Πρωτοχρονιά που θυμάμαι. Δεν με νοιάζει ο εαυτός μου, τον έχω βαρεθεί στα εξήντα φεύγα χρόνια που τον κουβαλάω. Εκείνες τις «Πρωτοχρονιές του υαλοβάμβακα» προσπαθώ να θυμηθώ (όπου υαλοβάμβακας ένα ειδικό βαμβάκι που έβαζαν στα χριστουγεννιάτικα δένδρα για να παριστάνει το χιόνι), τις Πρωτοχρονιές με τους γονείς. Ελάχιστα αναδύονται. Το χέρι του πατέρα μου να κόβει τη βασιλόπιττα και τα δύο μυστικά που δεν έπρεπε να πω ότι ξέρω. Οτι δεν υπάρχει Αϊ-Βασίλης (δεν μπορεί να έρχεται από την Καισαρεία, από τη Λαπωνία ή απ’ όπου τέλος πάντων και να φέρνει δώρα τυλιγμένα σε χαρτί από την Πανελλήνιο Αγορά ή τον Μαγγιώρο) και ότι κάποιο κόλπο γινόταν με το φλουρί διότι δεν ήταν δυνατόν να πέφτει πάντα σε εμένα – πόσο σχετικό ήταν το «πάντα» σε εκείνη την ηλικία. Σαν να καταλάβαινα ότι από τη στιγμή που θα ομολογούσα ότι γνώριζα την αλήθεια, θα αποχαιρετούσα την παιδική ηλικία. Και πραγματικά, όταν το ομολόγησα, δεν μου ξαναέπεσε το φλουρί. Ποτέ έως τώρα.
Θυμάμαι όμως τις Πρωτοχρονιές που γιόρταζα «με φίλους σε ένα δωμάτιο καπνού». Δεν είχαμε ακόμη συνειδητοποιήσει ότι «το θαύμα πάλι ήταν αλλού». Και με τις φίλες μου, τον Αύγουστο, ξαπλωμένες τσίτσιδες σε κυκλαδίτικες παραλίες, συζητούσαμε τι θα φορέσουμε στο ρεβεγιόν. Ψηλά τακούνια, φορέματα με όλη την πλάτη έξω (δεν μας πονούσαν τότε τα πάκια μας), μπομπάρια στα μαλλιά, στρας στα νύχια, χρυσόσκονη στα ντεκολτέ, καινούργια φαγητά (τι να μας πει το χοιρινό με σέλινο), νεόφερτα έθιμα, χοροί μέχρι να φέξει, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου στο κεντημένο τσαντάκι για να κρύβει τα σημάδια της κραιπάλης στο πρώτο πρωινό της χρονιάς σε κάποιο ξενοδοχείο. Και ύπνος το απόγευμα, μετά από ένα βιαστικό μεσημεριανό με τους γονείς μας. Που είχαν πια γεράσει.
Το καθήκον
Τώρα γεράσαμε εμείς. Και επειδή στην εποχή μας δεν υπάρχουν, λόγω πολιτικής ορθότητας, «γέροι», ας πούμε ότι μεγαλώσαμε. Αλλάξαν οι «φρουρές». Είμαστε πια οι μεγάλοι στις Πρωτοχρονιές των νέων. Εμείς σκηνοθετούμε τις γιορτές μας, εμείς υψώνουμε τα δώρα όπως λέει το τραγούδι. Ο κόσμος έχει αλλάξει, από τις Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου κάναμε μια στάση στις Πρωτοχρονιές της τηλεόρασης, περάσαμε στις Πρωτοχρονιές των σόσιαλ μίντια. Τα παιδιά, τα ανίψια, τα εγγόνια μας έρχονται να μας πουν τα «χρόνια πολλά» (και να εισπράξουν τον μποναμά τους). Οπως κάναμε εμείς κάποτε. Ως καθήκον που το τιμούσαμε. Με χαρά μεν αλλά καθήκον. Και τώρα γίναμε εμείς το καθήκον. Κάνουμε και τους μοντέρνους, τρομάρα μας, και «όχι, μην καταπιεστούν τα παιδιά, μόνο αν θέλουν να περάσουν». Η αλήθεια όμως είναι ότι από «επιθυμίες» γίναμε «καθήκοντα». Κι αυτή η διαδρομή από το ένα στο άλλο είναι όλη μας η ζωή. «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα».