Οι φιλέλληνες κάθε εθνικότητας έχουν ένα κοινό με τους Ελληνες του εξωτερικού: διακατεχόμενοι από μια ρομαντική ή – στη δεύτερη περίπτωση – νοσταλγική διάθεση, εξιδανικεύουν την Ελλάδα παραβλέποντας τα στραβά της. Οχι πάντα, όμως. «ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν από τέσσερις διακεκριμένους βρετανούς φιλέλληνες να αφηγηθούν μια «ελληνική» ιστορία από τη χρονιά που φεύγει: ο Πολ Κάρτλετζ, επιστρέφοντας στη Σπάρτη, θυμήθηκε τον καιρό που τα ξενοδοχεία δεν είχαν ούτε τουαλέτα· η Βικτόρια Χίσλοπ καταπιάστηκε (στο νέο της βιβλίο) με τις λαθρανασκαφές· η Ρουθ Παντέλ με την τραγωδία των Εβραίων της Κρήτης· και ο Μπρους Κλαρκ με τους πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ αγγλόφωνων και Ελλήνων.
Ενα κυκλαδικό ειδώλιο
Φέτος, πέρασα πολλές ώρες έχοντας στο μυαλό μου ένα μικροσκοπικό, υπέροχο άγαλμα: ένα κυκλαδικό ειδώλιο. Βρισκόταν καθισμένο στο γραφείο μου επί μήνες (φυσικά, πρόκειται για αντίγραφο) και με ενέπνευσε να γράψω μια ιστορία για την απαγωγή του: «Το Ειδώλιο» (εκδόσεις Ψυχογιός). Αφηγήθηκα τη μοίρα αυτού του μικρού γλυπτού για να βοηθήσω ένα νέο κοινό να κατανοήσει γιατί η κλοπή αρχαίων τεχνουργημάτων συνιστά έγκλημα κατά της χώρας-θύματος. Αν και το μυθιστόρημα διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο στην Αθήνα, ο Ελγιν παραμονεύει διαρκώς στο βάθος της πλοκής, όπως και οι γκρίζες, χωρίς παράθυρα αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου.
Οταν, τον Αύγουστο, το Μουσείο αποκάλυψε ότι ένας μεγάλος αριθμός αντικειμένων είχε «εξαφανιστεί» μυστηριωδώς και ότι ύποπτος είναι ένας από τους εφόρους των ελληνικών συλλογών, ο πολυκαιρισμένος ισχυρισμός του ότι μπορεί να φροντίζει καλύτερα τα Γλυπτά του Παρθενώνα άρχισε να μοιάζει κούφιος. Λίγους μήνες αργότερα, η αιφνίδια απόφαση του Ρίσι Σούνακ να ματαιώσει το ραντεβού του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη έφερε τα Γλυπτά στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, ωφελώντας την εκστρατεία για τον επαναπατρισμό τους. Στην πραγματικότητα, όπως και στη μυθοπλασία, συμβαίνουν απροσδόκητες ανατροπές. Είμαι πιο αισιόδοξη από ποτέ ότι θα υπάρξει χάπι εντ.
Η Βικτόρια Χίσλοπ είναι συγγραφέας
Οι παλιοί φίλοι στη Σπάρτη
Τον περασμένο Ιούνιο, επέστρεψα στη (σύγχρονη) Σπάρτη. Δεν ήταν μια συναισθηματική περιπλάνηση, αλλά ένα επαγγελματικό ταξίδι: μετείχα σε ένα συνέδριο με την ευγενική χορηγία του Κέντρου Σπαρτιατικών και Πελοποννησιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ και της (Λάκαινας) διευθύντριάς του δρος Χρυσάνθης Γάλλου.
Το συνέδριο ήταν καλό, αλλά αυτό που θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου είναι οι παλιοί φίλοι με τους οποίους ξαναβρέθηκα για ένα υπέροχο γεύμα στο Παρόρι, κοντά στον Μυστρά, αλλά και το – σήμερα – πολύ όμορφο ξενοδοχείο «Cecil». Εκεί έμεινα για πρώτη φορά ως μεταπτυχιακός φοιτητής το 1970. Τότε δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στο – ναι, άκρως σπαρτιάτικο – δωμάτιό μου, ούτε καν τουαλέτα με καζανάκι σε ολόκληρο το ξενοδοχείο. Την ίδια περίπου περίοδο έμεινα στο πανδοχείο «Λακωνία», όπου βίωσα τη μοναδική σεισμική δόνηση της ζωής μου: το κτίριο σειόταν συθέμελα κι εγώ ένιωθα σαν να στεκόμουν επάνω σε ένα κρεβάτι από ζελέ!
Τον Ιούνιο, δήμαρχος Σπάρτης ήταν ο Πέτρος Δούκας, ο οποίος αργότερα καταψηφίστηκε δημοκρατικά, κατόπιν ατομικής μυστικής ψηφοφορίας – κάτι που οι αρχαίοι Σπαρτιάτες θα θεωρούσαν περίεργο, δεδομένου ότι ψήφιζαν φανερά και διά βοής. Η δημοκρατία αφορούσε μόνο τους μισητούς Αθηναίους.
Ο Πολ Κάρτλετζ είναι ομότιμος καθηγητής Ελληνικού Πολιτισμού στο Κέιμπριτζ, επίτιμος δημότης Σπαρτιατών
Το Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Κέρκυρας
Μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που ένιωσα το 2023 ήταν η συμμετοχή μου στο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Κέρκυρας, μια ετήσια εκδήλωση που εξακολουθεί να αναπτύσσεται και να ακμάζει, παρά τον θάνατο του ιδρυτή της, Νίκου Λούβρου, το 2021. Εκεί, μίλησα για μερικούς από τους σπουδαιότερους αγγλόφωνους συγγραφείς που έγραψαν για την Ελλάδα, όπως ο Λόρενς Ντάρελ και ο Χένρι Μίλερ. Αναφέρθηκα επίσης στην έντονη πνευματική σχέση του Γιώργου Σεφέρη με τον Τ.Σ. Ελιοτ.
Δεν μπορούσα παρά να επισημάνω ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα πράγματα σήμερα έχουν βελτιωθεί από την εποχή του Ντάρελ και του Μίλερ. Αν και ταλαντούχοι, οι αγγλόφωνοι συγγραφείς εκείνης της γενιάς συναναστρέφονταν κυρίως μια μικρή μερίδα της ελληνικής πνευματικής ελίτ και αντιμετώπιζαν την Ελλάδα με κάποια συγκατάβαση. Σήμερα, η πολιτιστική σχέση μεταξύ Ελλήνων και αγγλόφωνων μοιάζει ευρύτερη, πλουσιότερη, πιο ισορροπημένη και δημοκρατική.
Ο Μπρους Κλαρκ είναι αρχισυντάκτης του «Economist», συγγραφέας
Μια έφηβη Εβραία της Κρήτης
Πηγαινοέρχομαι στην Κρήτη από το 1970. Οταν άκουσα τον Σταύρο Ζουμπουλάκη να μιλάει για το μυθιστόρημά μου «Οι κόρες του λαβύρινθου» (υποψήφιο για τα βραβεία Runciman και London Hellenic Prize), δάκρυσα. Το έγραψα στα αγγλικά, αλλά μέσα στο μυαλό μου υπήρχε ήδη στα ελληνικά. Οταν η ηθοποιός Ολια Λαζαρίδου διάβασε αποσπάσματα με την υπέροχη φωνή της, το ένιωσα καθαρά: «Αυτή είναι η γλώσσα του μυθιστορήματός μου!».
Το μυθιστόρημα (εκδ. Ποταμός) αφηγείται την ιστορία μιας έφηβης Εβραίας της Κρήτης που κρύφτηκε στα βουνά για να γλιτώσει από το Ολοκαύτωμα. Η κοπέλα αλλάζει το όνομά της από Σάρα σε Σοφία και γίνεται χριστιανή. Πώς αισθάνεται όμως, χρόνια αργότερα, η 62χρονη κόρη της, όταν ανακαλύπτει ότι η μητέρα της ήταν Εβραία και οι παππούδες της στοιβάχτηκαν σε ένα ναζιστικό πλοίο με όλους τους Εβραίους της Κρήτης και στη συνέχεια τους τορπίλισε ένα βρετανικό υποβρύχιο;
Το βιβλίο μιλάει για τα οικογενειακά μυστικά, την ταυτότητα και την ελληνική επίγνωση της επισφάλειας της ζωής. Μιλάει ακόμα για τη συναγωγή Etz Hayyim στα Χανιά που καταστράφηκε από τους Ναζί το 1944, αναστηλώθηκε από τον αείμνηστο ιστορικό Νίκο Σταυρουλάκη και σήμερα λειτουργεί κανονικά, αποτελώντας κέντρο προσευχής, μνήμης και – κάτι που όλος ο κόσμος έχει ανάγκη – συμφιλίωσης.