Δεν τις λες και άσχημες τις προοπτικές της πραγματικής οικονομίας από την εικόνα που δείχνουν οι πρώτοι πρόδρομοι δείκτες, όπως αυτός της μεταποίησης που ανακοινώθηκε χθες. Ακούστε τα δεδομένα και κάντε λογαριασμό. Η παραγωγή στην ελληνική μεταποιητική βιομηχανία τις τελευταίες εβδομάδες του 2023 συνέχισε να αυξάνεται με ιστορικά υψηλούς ρυθμούς. Στην ενίσχυση της παραγωγής συνέβαλε η αύξηση των νέων παραγγελιών, λόγω της ισχυρής ζήτησης που υπήρξε τόσο από την εγχώρια αγορά, όσο και από τις αγορές του εξωτερικού. Η εξέλιξη αυτή επιτρέπει στους παραγωγούς να αισιοδοξούν.
Η εμπιστοσύνη των εταιρειών στο ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί – στο μέλλον τους δηλαδή – αποδεικνύεται από το γεγονός ότι αυξάνουν τις λειτουργικές τους δαπάνες. Προσλαμβάνουν επιπλέον προσωπικό, επενδύουν στις επιχειρήσεις τους. Αυτά συμβαίνουν, ενώ τα κόστη αυξάνονται. Οι τιμές πώλησης των προϊόντων επίσης ανεβαίνουν, καθώς οι επιβαρύνσεις μετακυλίονται σχεδόν αυτούσιες στους πελάτες. Δηλαδή στην αγορά. Το εντυπωσιακό είναι ότι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, οι πωλήσεις αυτών των ακριβότερων προϊόντων, επίσης κινούνται ανοδικά, σημάδι ότι η αγορά, δηλαδή οι καταναλωτές, αντέχουν τα συγκεκριμένα αυξημένα επίπεδα τιμών.
Φανταστείτε το αντίθετο. Να μην άντεχε η κοινωνία τα αυξημένα επίπεδα τιμών. Τότε οι καταναλωτές δεν θα ψώνιζαν. Οι παραγγελίες θα μειώνονταν, η παραγωγή το ίδιο και βέβαια ούτε λόγος για προσλήψεις επιπλέον προσωπικού.
Αρα το πώς ορίζουμε την ακρίβεια είναι κάτι σχετικό. Είναι άλλο ότι κάτι στοιχίζει ακριβότερα και άλλο ότι δεν μπορεί να αγοραστεί λόγω της ακρίβειας. Το πρώτο ισχύει στη χώρα μας. Το δεύτερο για την ώρα δεν επιβεβαιώνεται. Κι ας επιμένουν κάποιοι να το περιγράφουν όλο αυτό ως αβάσταχτη ακρίβεια, κερδοσκοπία ή οτιδήποτε άλλο.
Αυτό το σκηνικό, που ζούμε, δημιουργείται σε οικονομίες που αναπτύσσονται, που ευημερούν όσο και αν φαίνεται απίστευτο και αντιφατικό. Φτάνει προφανώς να μην ξεφύγει η κατάσταση όπως πριν από έναν χρόνο όταν ο πληθωρισμός έτρεχε με διπλάσιο ποσοστό ή όπως συμβαίνει ακόμα, σε κάποιες μεμονωμένες αγορές όπως αυτές των τροφίμων ή των υπηρεσιών. Αντίθετα ένα μικρότερο επίπεδο πληθωρισμού κοντά σε αυτό που βρισκόμαστε, είναι έως και επιθυμητό για μια οικονομία, φτάνει να μη μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα και να μην της ξεφεύγουν οι δείκτες της ανισότητας.
Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως έχουν ορίσει πέριξ του 2% ως το κατάλληλο επίπεδο πληθωρισμού για μια οικονομία που αναπτύσσεται. Πολύ πιο πάνω δεν παράγει το ίδιο αποτέλεσμα. Αλλά, προσέξτε, ούτε πολύ πιο κάτω λειτουργεί θετικά για την οικονομία. Δηλαδή αν ξαφνικά καταγράφαμε αρνητικά ποσοστά πληθωρισμού, δεν θα έφτιαχνε η ζωή μας. Το πιθανότερο είναι αυτή η μείωση του επιπέδου τιμών να συνοδευόταν από μείωση της απασχόλησης (άρα απολύσεις και μειωμένους ή καθηλωμένους μισθούς) και στασιμότητα ή και ύφεση.
Ολο αυτό το σκηνικό δεν σημαίνει ότι είναι εύκολη η ζωή ούτε των καταναλωτών ούτε των ελεγκτικών Αρχών, για μεμονωμένα προϊόντα. Χρειάζεται εγρήγορση και από τις δύο πλευρές. Αν κάποιος έχει νεογέννητα στο σπίτι, προφανώς με τις τιμές των βρεφικών τροφών στα ύψη, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, το βάρος είναι δυσβάσταχτο. Το ίδιο αν καταναλώνει αγελαδινό γάλα ή αναγκάζεται να ψωνίσει απορρυπαντικά με φουσκωμένες τιμές και τον κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια του, ότι δήθεν του κάνουν και έκπτωση. Εδώ χρειάζεται το κράτος και οι μηχανισμοί του. Εδώ πρέπει να πάρει θέση όμως και ο καταναλωτής, με τις επιλογές του.