Οι κοινωνίες µας είναι όλο και πιο θυµωµένες, όλο και πιο οργισµένες. Αλλες φορές εκρήγνυνται και άλλες µοιάζουν απλώς να περιµένουν µια σπίθα. Κάποιες φορές ο θυµός αποκτά στόχους ή συνδυάζεται µε ένα αίτηµα καθολικής δικαιοσύνης και άλλες µοιάζει να είναι µια γενικευµένη µνησικακία όπου οι άνθρωποι κυρίως µισούν αυτόν που είναι πιο κοντά τους αλλά τον αισθάνονται ως απειλή ή αυτόν που θεωρούν ότι συγκεφαλαιώνει την αδικία και που µπορεί να µην είναι απαραίτητα αυτός που εκπροσωπεί την εξουσία, ή τον πλούτο, αλλά αυτός που π.χ. παίρνει παραπάνω κοινωνικά επιδόµατα. Με αυτά τα ερωτήµατα ασχολείται ο Φρανσουά Ντιµπέ, ένας από τους σηµαντικότερους γάλλους κοινωνιολόγους, στο βιβλίο του «Ο καιρός των θλιµµένων παθών. Ανισότητες και λαϊκισµός», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις σε µετάφραση του Γιώργου Καράµπελα.
Ο Ντιμπέ στέκεται στο πώς έχει αλλάξει η ίδια η έννοια της ανισότητας, τόσο ως προς την αναλυτική και ερευνητική διάσταση, όσο και ως προς αυτή των πολιτικών που προσπαθούν να την αντιμετωπίσουν. Η βασικότερη αλλαγή που διαπιστώνει είναι ότι πλέον δεν συζητάμε τόσο την ανισότητα ανάμεσα σε τάξεις, που όριζε συλλογικά αιτήματα και διεκδικήσεις και αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για το ξεδίπλωμα των πολιτικών του κοινωνικού κράτους, αλλά για ανισότητες πιο σύνθετες, που αφορούν παραμέτρους που δεν περιορίζονται στην τάξη, αλλά περιλαμβάνουν και το φύλο, την εθνότητα, την ταυτότητα και διαμορφώνουν πιο περίπλοκες αντιθετικές σχέσεις και διεκδικήσεις.
Η «ισότητα των ευκαιριών»
Σε αυτή την αλλαγή της μορφής των ανισοτήτων ο Ντιμπέ προσθέτει και μια σημαντική αλλαγή ως προς την πολιτική καταπολέμησης των ανισοτήτων.
Πλέον η έμφαση δεν είναι στην αναδιανομή και το κοινωνικό κράτος που μειώνει το χάσμα μεταξύ των τάξεων, αλλά πολύ περισσότερο στην «ισότητα των ευκαιριών», που όμως αντιμετωπίζει την ανισότητα με όρους εξατομικευμένους και ουσιαστικά επιτείνει τον ανταγωνισμό που ενισχύει τελικά και την ανισότητα.
Εδώ είναι άλλωστε και η βασική κριτική που δεν αφορά την αναγνώριση των πολλαπλών ή διαθεματικών μορφών που παίρνουν οι ανισότητες στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά το πώς οι πολιτικές για την αντιμετώπισή τους καταλήγουν στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή τον ακόμη μεγαλύτερο κατακερματισμό, που με τη σειρά του επιτείνεται και από τον τρόπο που διαμορφώνεται ένα αίτημα «αξιοκρατίας» που λειτουργεί ως νομιμοποίηση ενός επιθετικού νεοφιλελευθερισμού.
Ολα αυτά προφανώς δεν σημαίνουν ότι οι κοινωνίες γίνονται λιγότερο άνισες.
Αντιθέτως, εμφανίζονται όχι μόνο μεγαλύτερες πολώσεις σε αρκετές χώρες αλλά και προστίθενται διαιρέσεις εντός κοινωνικών κατηγοριών που είχαν γενικά κοινή θέση. Αυτό έχει να κάνει με το πώς στις ανισότητες λόγω πόρων ή θέσης προστίθενται και οι διακρίσεις (π.χ. γύρω από το φύλο ή τη φυλή) που μπορεί να αφορούν διαφορετικούς μηχανισμούς, όμως στο τέλος καταλήγουν να λειτουργούν ως ένας μηχανισμός που επιτείνει το αίσθημα της αδικίας και της ανισότητας.
Η ανισότητα βιώνεται με διάφορους τρόπους. Μπορεί να πάρει τη μορφή όπου κάποιος αισθάνεται θύμα, ή αποτυχημένος (που ενισχύεται και από την κυριαρχία ενός λόγου περί «αξιοκρατίας), ενώ εκφράζεται και ως αίσθημα απουσίας σεβασμού και έλλειψης αναγνώρισης.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότερο τα άτομα δεν αισθάνονται μια ανισότητα που μπορούν να την αποδώσουν στην ένταξή τους σε μια κοινωνική τάξη, αλλά σε πολλαπλά κριτήρια, εντάξεις και ταυτότητες. Αυτό γεννά και την αίσθηση ότι πλέον έχουμε να κάνουμε με ένα βίωμα ανισότητας του ατόμου «ως».
Μόνο που αυτό το βίωμα της ισότητας και της ανισότητας «ως» έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα τελικά κυρίως να συγκρίνουν εαυτούς με τους κοντινότερους. Το αποτέλεσμα είναι τα αιτήματα δικαιοσύνης, αξιοκρατίας και αυτονομίας να παίρνουν όλο και πιο κατακερματισμένες και εξατομικευμένες μορφές.
Οι ποικίλες μορφές της αγανάκτησης
Ολα αυτά δεν σταματούν να προκαλούν θυμό και αγανάκτηση.
Μόνο που παίρνουν ποικίλες μορφές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να πάρουν τη μορφή μιας μνησικακίας, που στρέφεται όχι μόνο προς τους «από πάνω», αλλά και προς τους διπλανούς ή ακόμη και κοντινούς, όπως φαίνεται από τα στοιχεία ρατσισμού που καταγράφονται στις λαϊκές τάξεις ή την απήχηση της Ακρας Δεξιάς σε αυτά τα στρώματα. Σε άλλες περιπτώσεις, παίρνει τη μορφή μεγάλων συλλογικών εκφράσεων αγανάκτησης και θυμού, πραγματικών κοινωνικών εκρήξεων, που όμως δεν κατορθώνουν να αποκτήσουν κοινή στοχοθεσία ή να αποτυπωθούν σε ένα πολιτικό σχέδιο.
Είναι σε αυτό το πεδίο που ο Ντιμπέ βλέπει την εμφάνιση παραλλαγών λαϊκισμού, διαφόρων αποχρώσεων και κατευθύνσεων, με βασικό χαρακτηριστικό το πώς μπορούν να προβάλλουν μια σχεδόν συνωμοσιολογική εξήγηση για την ανισότητα και εύκολους στόχους για να κατευθυνθεί μια οργή που αναζητά ένα συνεκτικό αφήγημα.
Μόνο που αυτό δεν επιλύει το πρόβλημα της αντιφατικότητας που έχει ο θυμός και η αγανάκτηση στο νέο τοπίο των ανισοτήτων που διαμορφώνεται, καθώς οι άνθρωποι καταλήγουν να αγανακτούν ταυτόχρονα για την όξυνση των ανισοτήτων και για την αμφισβήτηση των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχιών και τελικά βρίσκουν μια φαντασιακή «ενότητα του λαού» στη φιγούρα του λαϊκιστή ηγέτη.