Παρατηρώντας τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν τον κομματικό χάρτη βλέπουμε ότι, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ σπαράσσεται χωρίς ο νέος αρχηγός του να μπορεί να εμπνεύσει τις προσδοκίες που είχαν απ’ αυτόν όσοι τον εξέλεξαν, το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει το αντιπολιτευτικό έλλειμμα. Παραμένει ένα μικρό κόμμα, χωρίς στιβαρό πολιτικό λόγο και προτάσεις για το σήμερα και το αύριο της χώρας.
Δυστυχώς για το ΠΑΣΟΚ, συνεχίζει την πολιτική των κλισέ. Οταν η ΝΔ εξέλεξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη και παγιώθηκε στο πρόσωπό του το αίτημα της αντιστροφής της στασιμότητας στην οποία έφερε τη χώρα, μετά το δημοψήφισμα και το τρίτο Μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ της Φώφης Γεννηματά οχυρώθηκε πίσω από τα σύμβολα και την επίκληση των ιερών του παπανδρεϊσμού. Από την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη θα περίμενε κανείς να προχωρήσει: να αναλύσει την πραγματικότητα και να διεκδικήσει τον παλιό του ρόλο, ενός από τα δύο κόμματα εξουσίας ενός νέου δικομματισμού, ο οποίος θα κονιορτοποιούσε τα μικρά κόμματα που καθημερινά αποδεικνύονται σημαίες ευκαιρίας. Δεν το κατάφερε.
Δεν κατάφερε δηλαδή να αρθρώσει με σαφήνεια μια εναλλακτική πρόταση απέναντι στην πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη. Παρέμεινε ένας μηχανισμός αριστερής διαμαρτυρίας, ουσιαστικά άτολμο και άφωνο μπροστά στα αιτήματα των καιρών. Ενας φλου ΣΥΡΙΖΑ. Μένοντας στις υποκλοπές, προσπαθεί να αποδείξει ότι έχουμε μια αυταρχική κυβέρνηση και επικαλούμενο τον τιμάριθμο ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση είναι αντιλαϊκή και εκπρόσωπος επιχειρηματικών συμφερόντων. Κάπως έτσι καταφέρνει το αναμενόμενο: να βλέπει τα τρένα να περνούν.
Διαβάζω στα χθεσινά «ΝΕΑ» την παρέμβαση ενός από τα καλά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, του Δημήτρη Μάντζου. Διαφημίζει ότι το κόμμα του έχει αποστολή «να εκφράσει με τρόπο αυθεντικό το αίτημα για σιγουριά και ελπίδα, όχι μόνο στο πεδίο των ιδεών αλλά – κυρίως – των πράξεων». Θέλει, λέει, να εκφράσει τις κοινωνικές δυνάμεις «που δεν αρκούνται στις χαμηλές προσδοκίες» και υπόσχεται «γνήσιο μεταρρυθμιστικό λόγο απέναντι στον λαϊκισμό και τον ελιτισμό».
Οταν ακούω ότι ένα κόμμα εξουσίας πολεμάει τον ελιτισμό κουμπώνομαι. Αλλά ψάχνω λίγο παραπάνω να βρω τις προτάσεις που θα μας πάρουν από τις χαμηλές προσδοκίες. Διαβάζω όμως ένα κατεβατό με γενικούρες. «Ενα κράτος πραγματικά κοινωνικό, αρωγό του πολίτη. Εγγυητή της αξιοπρέπειας των πολιτών και της ανθεκτικότητας της κοινωνίας. Με σθεναρή στάση ελέγχου απέναντι στην αισχροκέρδεια, παντού στην οικονομία της καθημερινότητας: αγαθά, υπηρεσίες, στέγαση. Με δημόσιες πολιτικές στήριξης στην υγεία, την εργασία, την πρόνοια. Ενα κράτος δικαίου με βαθιά κατοχύρωση. […] Μια πολιτεία με πραγματική αναπτυξιακή προοπτική. Που θα επενδύει στην έρευνα, την καινοτομία και τη γνώση. Θα βλέπει την εκπαίδευση ως μέσο παραγωγής προστιθέμενης αξίας, με πυλώνα εξωστρέφειας το δημόσιο πανεπιστήμιο…». Καλά.
Τίποτα απ’ αυτά δεν χρειάζεται. Σαφείς απαντήσεις στα προβλήματα του καιρού μας χρειάζονται. Εχει σχέδιο το ΠΑΣΟΚ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια; Για τα δημόσια; Για τα σχολεία; Πού διαφωνεί και πού συμφωνεί με τις μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση και γιατί; Τι προτείνει, όπου διαφωνεί.
Πώς θα πολεμήσει αυτό που αποκαλεί αισχροκέρδεια; Πώς ένα κόμμα μπορεί να εγγυηθεί την αξιοπρέπεια; Τι ακριβώς σημαίνει «δημόσιες πολιτικής στήριξης»; Τι σημαίνει «κράτος δικαίου με βαθιά κατοχύρωση»;
Τα κόμματα δεν είναι ποιητικοί οργανισμοί. Τα ωραία λόγια δεν έχουν νόημα, χρειάζονται σχέδια και ενέργειες – χρειάζεται, δηλαδή, πολιτική. Αν στο ΠΑΣΟΚ πιστεύουν ότι η σημερινή ΝΔ είναι μιντιακή κατασκευή δεν έχουν καταλάβει τίποτα – και απλώς θα βλέπουν τα τρένα να περνούν.