Η ιστορία της ζωή του γράφτηκε με αντιθέσεις και ασύμβατες διαδρομές. Βιβλιοφάγος και κακός μαθητής, αριστερός και χωροφύλακας στη χούντα, κρατώντας όμως τη φλόγα της ανησυχίας του αναμμένη. Οπως λέει, «στη λογοτεχνία χρωστάω την επιβίωσή μου, την αναρρίχησή μου από τη χυδαία πραγματικότητα στην αληθινή ζωή».
Ενα παιδί που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή πόλη όπως η Αμφιλοχία, μετά τον Εμφύλιο, πώς καταφέρνει να γίνει συγγραφέας;
Ο πατέρας μου ήταν ανάπηρος πολέμου. Κατεβήκαμε από τα χωριά του ορεινού Βάλτου στην Αμφιλοχία το 1960. Ανοιξε ένα μικρό μπακαλικάκι στην άκρη της πόλης, αμέσως μετά τον Εμφύλιο. Εκείνη την εποχή πολλά παιδιά τα είχαν υιοθετήσει οι Αμερικανοί – από χήρες που ήταν πολύτεκνες. Αυτές λάμβαναν δέματα από την Αμερική και έστελναν ευχαριστήρια γράμματα. Οι περισσότερες από τις περίπου οκτώ χήρες ήταν αναλφάβητες και μου ζητούσαν να τους γράφω εγώ τα γράμματα διότι ο πατέρας μου δεν προλάβαινε. Εδώ πρέπει να πω ότι είχα ξεκινήσει να διαβάζω λογοτεχνία από πολύ μικρός και η φαντασία μου κάλπαζε. Αυτή τη διοχέτευα στις επιστολές που έγραφα. Διαπίστωσα μάλιστα ότι όσο πιο πολλά ήταν τα ψέματά μου τόσο πιο πολλά δώρα λάμβαναν οι χήρες από τις οικογένειες των Αμερικανών που είχαν υιοθετήσει τα παιδιά τους. Ανακάλυψα ότι το ψέμα είναι αλήθεια μέχρι ν’ αποκαλυφθεί.
Διαφωνώ, αλλά είναι μια άλλη συζήτηση. Θέλω να μου πείτε, όμως, αυτή η φαντασία σάς βοήθησε στο σχολείο; Ησασταν καλός μαθητής;
Μάλλον όχι. Είχα μείνει στην ίδια τάξη δύο χρόνια. Καλεί ο δάσκαλος τον πατέρα μου στο σχολείο και του λέει ότι οι επιδόσεις μου ήταν χαμηλές. Δεν μπορούσε να το πιστέψει όμως γιατί με έβλεπε στο σπίτι συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι. Του είπε τους τίτλους των βιβλίων – Ντοστογέφσκι κ.λπ. – και ο δάσκαλος του ζήτησε να τα κάψει. Ακόμη θυμάμαι την εικόνα να καίγονται τα βιβλία, εγώ να κλαίω σπαρακτικά και ο πατέρας μου να προσπαθεί σαν μετανιωμένος αναστενάρης να σβήσει τη φωτιά.
Τα βιβλία πού τα βρήκατε τότε;
Τα έκλεβα από τη βιβλιοθήκη της Εθνικής Πρόνοιας και απ΄ όποιον διάβαζε στην Αμφιλοχία. Μέχρι τα 14 είχα διαβάσει όλη την κλασική λογοτεχνία.
Περιπετειώδης ο δρόμος σας προς τη γνώση και φυσικά τη συγγραφή. Σπουδάσατε ελληνική φιλολογία, αγγλική και γίνατε διδάκτωρ της Φιλοσοφίας.
Τις πανεπιστημιακές σπουδές τις ξεκίνησα στα 24 μου χρόνια, όχι αμέσως μετά το Γυμνάσιο, όπως ήταν το σύνηθες.
Γιατί;
Η οικογένειά μου, αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα, ήρθε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας μου άρχισε να εργάζεται ως φύλακας στην «Ουράνια». Πάλευε για να μας προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε και εγώ δεν διανοήθηκα να συνεχίσω σπουδές. Εδωσα εξετάσεις στη Χωροφυλακή και έπειτα στη Σχολή Αξιωματικών. Ομως με το δημοψήφισμα της χούντας – το «ναι» ή «όχι» για τον βασιλιά – ως φανατικό αντιχουντικό με προφυλάκισαν και με απέταξαν.
Αντιστασιακός, την εποχή μάλιστα της χούντας, υπηρετήσατε στην Αστυνομία.
Είναι συγκρουσιακό, αλλά ήμουν δεκαοκτώ χρονών και θεώρησα ότι ήταν ανήθικο να κάνω εγώ τον φοιτητή και ο πατέρας μου, με ένα χέρι και ένα πόδι, να εργάζεται για να μας ζήσει. Ημουν ένα αφελές παιδί που πίστευα ότι θα γίνω στρατηγός.
Δεν σας έφερε σε δύσκολη θέση η επαγγελματική σας ιδιότητα;
Πάντα με έφερνε, αλλά νομίζω ότι ήμουν πιο έξυπνος από τους αστυνομικούς. Ως αστυνομικός ήμουν επόπτης τυχερών παιγνίων στο Μον Παρνές. Σε πάρα πολλά διηγήματά μου βάζω πάντα και έναν αστυνομικό. Υστερα από αυτή την εποχή μπήκα σε αριστερίστικες οργανώσεις. Εχω όμως πει ότι από τις ανόητες κραυγές, τις μαοϊκές, όπως «στο Πολυτεχνείο ένας μικρός λαός έδειξε πόσο είναι δυνατός» και άλλες τέτοιες ανοησίες, προτιμώ τον χωροφύλακα Λεωνιδάκη, ο οποίος, όταν έπρεπε ν’ αναλάβω αξιωματικός υπηρεσίας, με ξυπνούσε τραγουδώντας μου «ξύπνα, αφέντη μου, ξύπνα, γλυκέ μου αφέντη».
Πότε αρχίσατε να νιώθετε…
…την αηδία; Οταν βγήκα από τη Σχολή Αξιωματικών και αντιλήφθηκα ότι το μόνο που μου έλειπε ήταν μια νύφη καλή για να κάνω μια ζωή βολεμένη. Αλλά πραγματικά νιώθω καλά με αυτό το κομμάτι του παρελθόντος μου. Είναι, αν θέλεις, η πορεία ενός φτωχού ανθρώπου που προσπάθησε απεγνωσμένα να ξεφύγει από την προδιαγεγραμμένη μοίρα του. Αλλωστε ποτέ δεν είμαστε ίδιοι. Μεταλλασσόμαστε ανάλογα με τις συνθήκες.
Διηγείστε τα περιστατικά της ζωής σας χωρίς ν’ αλλάζει ο τόνος της φωνής σας. Δεν υπάρχει σε αυτήν την περιπετειώδη ζωή κάτι δυσβάσταχτο;
Ισως τα περισσότερα, γι’ αυτό και γίνονται βιβλία, για να τα αποποιηθούμε. Για παράδειγμα, στο πρώτο από τα διηγήματα στην τελευταία συλλογή «Ο καουμπόης του Αλίμου» περιγράφω κάτι πραγματικά ανυπόφορο που συνέβη. Κολυμπούσα στη Ναύπακτο και είδα έναν τύπο ο οποίος μου έμοιαζε καταπληκτικά, μόνο που ήταν 20 χρόνια νεότερος. Ενιωσα μια ζήλια – αν και δεν ήμουν ζηλόφθονος άνθρωπος. Μετά θυμήθηκα έναν νορβηγικό μύθο που λέει ότι αν δεις τον σωσία σου πέθανες. Εκανα ένα ολόκληρο σχέδιο στο μυαλό μου να τον φονεύσω. Και αυτό το έκανα διήγημα. Στη συλλογή άλλωστε είναι ο πυρήνας των παλιών μυθιστορημάτων και επεξηγώ με έναν δόλιο τρόπο.
Παίρνουν έτσι άλλη μια ζωή. Εχετε σκεφτεί να σκοτώσετε πραγματικά;
Οχι, ποτέ δεν έχω φτάσει σε τέτοια όρια. Ομως τον εαυτό μας δεν τον ξέρουμε ποτέ πραγματικά. Συνεχώς τον ανακαλύπτουμε.
Ετσι είναι. Τα πρώτα κείμενά σας πότε τα γράψατε;
Ξεκίνησα να γράφω ποίηση, την οποία έκρυβα. Ενα από τα πρώτα μου ποιήματα: «Κάτω από τις λέξεις κοιμάται ο αναστεναγμός μου και αναδεύεται / όπως τα ναρκωμένα χρυσά φίδια». Στη λογοτεχνία χρωστάω την επιβίωσή μου, την αναρρίχησή μου από τη χυδαία πραγματικότητα στην αληθινή ζωή.
Με τους ομότεχνούς σας τι σχέση έχετε;
Οσοι λογοτέχνες έχω γνωρίσει μ’ έχουν απογοητεύσει. Με τρόμαξαν, με λερώσανε. Τότε είπα: «Αντρίκο μου, εσύ γράφεις για να κρατάς τον εαυτό σου σε αρμονία». Να έρχομαι δηλαδή σε μια ηρεμία για να μη σαλτάρω εντελώς. Υπάρχει μια φοβερή φιλοδοξία, σχεδόν αδίστακτη! Ο πραγματικός καλλιτέχνης είναι ταπεινός. Εδώ είναι η ζωή, εδώ και ο θάνατος!
Γιατί πιστεύετε ότι απομακρύνονται από τα ουσιώδη, όπως λέτε, οι ομότεχνοί σας;
Διότι, κατά την άποψή μου, δεν έχουν συμφιλιωθεί με την ιδέα της ήττας, την οποία κομίζουν όλοι οι λογοτέχνες εκ των πραγμάτων.
Εσείς έχετε συμφιλιωθεί;
Θεωρώ ότι είναι αναπόφευκτη μοίρα. Δεν γίνεται να θητεύεις στην ομορφιά και να πιστεύεις ότι θα βγεις νικητής. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βγάζεις μικρές κραυγές μήπως και σε συμπονέσει κάποιος. Υπάρχει τυφλή φιλοδοξία γιατί είναι μικροαστοί οι περισσότεροι.
Το έργο σας έχει διακριθεί με πολλά βραβεία – το πιο πρόσφατο, το Athens Prize for Literature του περιοδικού «(δε)κατα» για το τελευταίο μυθιστόρημά σας «Παγίδα». Τι σημαίνουν για εσάς αυτές οι διακρίσεις;
Εγραψα πριν από λίγο καιρό στο «Βήμα» ένα σχετικό κείμενο, για τα βραβεία, μέσα στο οποίο προτείνω κάποια πράγματα. Κατ’ αρχάς, πρέπει να είναι μυστική η ψηφοφορία. Επειτα, όσοι απαρτίζουν τις επιτροπές να είναι άτομα έγκυρα. Εδώ θέλω να πω ότι έχω μια φυσική αντιπάθεια προς τους πανεπιστημιακούς. Δεν αγαπάνε τη λογοτεχνία. Ασχολούνται με το πόσες φορές έχει πει, για παράδειγμα, ο Σικελιανός τη λέξη «πατρίδα» κ.λπ. Η λογοτεχνία δεν έχει ανάγκη από σπασίκλες.
Τι σημαίνει για εσάς «αγαπώ τη λογοτεχνία»;
Τα ουσιαστικά άτομα την αγαπούν. Εκείνα που έχουν στερηθεί, που έχουν πεινάσει, έχουν ερωτευθεί. Ετσι αναρωτιέμαι πώς μπορεί κάποιος «σπασίκλας μαθητής» να προσεγγίσει ουσιαστικά, όπως είπα, τη λογοτεχνία. Μόνο διανοητικά; Μα ο νους επεξεργάζεται συναισθηματικές και εμπειρικές καταστάσεις. Αυτοί επεξεργάζονται εν κενώ πράγματα.
Είναι απόλυτο αυτό που λέτε.
Ισως, αλλά έχω διδάξει σε πανεπιστήμια και έχω βιώσει την ατμόσφαιρα. θεωρώ ότι οι πανεπιστημιακοί, κατά κύριο λόγο, είναι εξουσιαστικοί. Σαφώς υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις, όπως, ας πούμε, ο Νάσος Βαγενάς.
Που είναι και ποιητής όμως. Θα ήθελα να επιμείνω ρωτώντας αν η λογοτεχνική κοινότητα λειτουργεί με σνομπισμό και αν εσείς τον εισπράξατε.
Μέσα από δομές εξουσίας λειτουργεί, και μάλιστα απροκάλυπτα. Σε μονοπάτια πατημένα από εξουσιαστικές λογικές και νόρμες.
Οι συγγραφείς δηλαδή είναι υποταγμένοι στην εξουσία;
Ο,τι αναδεικνύεται είναι εκείνο που υπηρετεί κοινωνικές ανάγκες και σκοπιμότητες.
Εξαιρείτε τον εαυτό σας;
Η λογοτεχνία δεν γράφεται με προθέσεις – «σήμερα θα γράψω για την έμφυλη βία γιατί πουλάει».
Σαφώς, αλλά υπάρχει η καλλιτεχνική και η ηθική πρόθεση.
Δεκτόν, αρκεί να πείθουν για το προσωπικό τους ενδιαφέρον. Οσοι αναδεικνύονται έχουν μπει είτε σε κομματικά άρματα είτε σε άλλες ομάδες και κλίκες. Βεβαίως υπάρχουν, όπως είπα παραπάνω, και λαμπρές εξαιρέσεις. Μοναχικών καβαλάρηδων που «είδαν φως και μπήκαν» σε ένα σκοτεινό σκηνικό.