Τώρα αρχίζουν τα ακόμα πιο δύσκολα για τη Γερμανία. Το προσωπικό των σιδηροδρόμων, οι οδηγοί φορτηγών και οι αγρότες είναι μεταξύ των επαγγελματιών που απειλούν να κατέβουν σε απεργία από τη Δευτέρα σε όλη τη χώρα διαμαρτυρόμενοι για μια σειρά από θέματα από τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας έως τις περικοπές στις γεωργικές επιδοτήσεις και τα υψηλότερα διόδια στους δρόμους.
Η Γερμανία, επί μακρόν η ατμομηχανή της Ευρώπης, παλεύει σήμερα με ένα ισχυρό μείγμα βραχυπρόθεσμων και βαθύτερων διαρθρωτικών προβλημάτων που -μαζί με μια διχασμένη και φαινομενικά αναποτελεσματική κυβέρνηση- έχουν ωθήσει τους οικονομολόγους εντός και εκτός των συνόρων της να κάνουν λόγο για τον νέο «ασθενή της Ευρώπης».
Γιατί υποφέρει η οικονομία της Γερμανίας;
Οι σαρωτικές εργασιακές μεταρρυθμίσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ακολουθούμενες από την αυξανόμενη ζήτηση στην Κίνα και τις αναπτυσσόμενες αγορές, συνέβαλαν στη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Σήμερα, ωστόσο, το περίφημο οικονομικό μοντέλο της χώρας φαίνεται να παραπαίει. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει ότι η Γερμανία θα είναι η μόνη οικονομία της ομάδας των G7 που συρρικνώθηκε το 2023.
Επειδή πολλά από τα προβλήματα είναι συγκυριακά, ελπίζεται ότι θα είναι και προσωρινά, για παράδειγμα μια ασθενέστερη κινεζική οικονομία και ο αντίκτυπος του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η ζήτηση για τα αγαθά που παράγει κυρίως ο εξαγωγικός τομέας της Γερμανίας – μηχανήματα, αυτοκίνητα, εργαλεία, χημικά – αυξομειώνεται ανάλογα με την κατάσταση της ευρύτερης οικονομίας, γράφει ο Guardian.
Why is Germany’s economy struggling – and can the government fix it? https://t.co/FZZZ97XIll pic.twitter.com/mICD1QvyyB
— Guardian Weekly (@guardianweekly) January 5, 2024
Ωστόσο, η τρέχουσα ύφεση αποκάλυψε επίσης μακροπρόθεσμα ζητήματα, που επηρεάζουν την οικονομική απόδοση της χώρας. Οι οικονομολόγοι επισημαίνουν την ταχεία γήρανση του πληθυσμού της, την έλλειψη πρόσφατων σημαντικών επενδύσεων σε υποδομές και τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις. Η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί κατά 0,5% το 2024. Μακροπρόθεσμα, οι απειλές περιλαμβάνουν τον κινεζικό ανταγωνισμό στην αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων και το κόστος για την επίτευξη των μηδενικών εκπομπών, που για τη Γερμανία θα είναι υψηλότερο λόγω της τεράστιας, ενεργοβόρας βιομηχανικής βάσης της και της απόρριψης της πυρηνικής ενέργειας.
Μπορεί το κράτος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις;
Η πλοήγηση σε συνθήκες ραγδαίων οικονομικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών αλλαγών απαιτεί γενικά διαφάνεια, προσαρμοστικότητα και ταχεία λήψη αποφάσεων εκ μέρους των κρατικών θεσμών, τα οποία είναι αλήθεια ότι δύσκολα χαρακτηρίζουν τη γερμανική γραφειοκρατία. Η ψηφιοποίηση υστερεί σε σχέση με το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρώπης.
Η Γερμανία εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μετρητά, τα οποία πέρυσι αντιπροσώπευαν περίπου το 40% των πληρωμών στα σημεία πώλησης έναντι ποσοστού 8% στη Σουηδία. Η γρήγορη ευρυζωνική συνδεσιμότητα βελτιώνεται, αλλά εξακολουθεί να είναι αποσπασματική. Ο επικεφαλής της ένωσης ψηφιακών βιομηχανιών της Γερμανίας, Bitkom, χαρακτήρισε τη χώρα «αποτυχημένο κράτος» όσον αφορά τις ψηφιακές κυβερνητικές υπηρεσίες. Οι οικοδομικές άδειες, οι άδειες λειτουργίας και οι εγγραφές εταιρειών χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο για να διεκπεραιωθούν από τον μέσο όρο που απαιτείται στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ.
Όλα αυτά έχουν διαρθρωτικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα, όπως και μια διοίκηση που συχνά επικρίνεται ως υπερβολικά αργή, υπερβολικά νομικίστικη, άσκοπα επιφυλακτική και χρήζει εκτεταμένης μεταρρύθμισης. Η γερμανική γραφειοκρατία, κατά συνέπεια, είναι απλά θρυλική.
Θα τα καταφέρει ο Όλαφ Σόλτς να γυρίσει το παιχνίδι;
Στα μισά της τετραετούς θητείας της κυβέρνησης συνασπισμού, που αποτελείται από το κεντροαριστερό SPD, τους Πράσινους και το νεοφιλελεύθερο FDP, το 82% των Γερμανών ψηφοφόρων δηλώνει λιγότερο ή καθόλου ευχαριστημένο με τις επιδόσεις της και την ηγεσία του Όλαφ Σολτς. Το SPD του Γερμανού καγκελάριου έχει πέσει στις δημοσκοπήσεις στην τρίτη θέση πίσω από την κεντροδεξιά αντιπολίτευση CDU/CSU και την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ενώ τα ποσοστά αποδοχής των Πρασίνων βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων πέντε ετών και το FDP έχει χάσει το ένα τρίτο της υποστήριξής του.
Ο συνασπισμός κληρονόμησε πολλά από τα σημερινά προβλήματα της χώρας και υποσχέθηκε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για να τα διορθώσει, αλλά η Covid, η υποστήριξη προς την Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που πυροδότησε η απόφαση της εισβολής από τη Ρωσία έχουν ασκήσει τεράστια πίεση στην υπόσχεσή του να εκσυγχρονιστεί χωρίς να βλάψει μεμονωμένους τομείς. Η κυβέρνηση, που θεωρείται εδώ και καιρό ευρέως αναποτελεσματική, δέχθηκε ένα ακόμη καίριο πλήγμα στα τέλη του περασμένου έτους, όταν το συνταγματικό δικαστήριο έκρινε ότι ο προϋπολογισμός της για το 2024 παραβίαζε τους δημοσιονομικούς κανόνες που κατοχυρώνονται στο σύνταγμα, προκαλώντας μια δημοσιονομική κρίση πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η απόφαση αυτή πρακτικά σήμαινε ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να εκτρέψει 60 δισ. ευρώ (52 δισ. λίρες) δανεισμού που είχαν απομείνει από το ταμείο έκτακτης ανάγκης για την πανδημία στο ταμείο KTF (Climate and transformation fund) που προορίζεται να τροφοδοτήσει την πράσινη μετάβαση της Γερμανίας και να εκσυγχρονίσει τη βιομηχανία. Η συγκρότηση ενός προϋπολογισμού χωρίς αυτά τα χρήματα θα είναι δύσκολη. Οι Πράσινοι είναι απρόθυμοι να συμβιβαστούν σε ότι αφορά το περιβάλλον και τις κοινωνικές δαπάνες, το FDP αρνείται να άρει το συνταγματικό φρένο στο χρέος και θέλει μεγάλες περικοπές στον προϋπολογισμό, ενώ το SPD έχει κολλήσει κάπου στη μέση. Εν μέσω μιας σειράς απωλειών στις κρατικές εκλογές, την πτώση της δημοτικότητας της κυβέρνησης και την ανησυχητική άνοδο του AfD, κάθε κόμμα φαίνεται όλο και πιο αποφασισμένο να βγει ξεκάθαρα μπροστά από τα άλλα, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολο να βρεθεί συμφωνία σε βασικές οικονομικές πολιτικές.
Ποιοι απεργούν και γιατί;
Η εθνική ελεγκτική υπηρεσία της Γερμανίας έχει πει για το εξ ολοκλήρου κρατικό σιδηροδρομικό δίκτυο Deutsche Bahn ότι βρίσκεται σε μόνιμη κρίση, με χρέη ύψους 30 δισ. ευρώ και τα επίπεδα ακριβείας των υπηρεσιών του στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων οκτώ ετών. Σύμφωνα με τα συνδικάτα, για όλα φταίει η ελλιπής χρηματοδότηση των τελευταίων δεκαετιών. Το συνδικάτο των μηχανοδηγών (GDL) έχει καλέσει σε «απεργίες χωρίς χρονικό όριο» από τις 8 Ιανουαρίου, προκαλώντας δυνητικά μεγάλες αναταραχές, κυρίως λόγω του αιτήματός του για 35ωρη και όχι 38ωρη εβδομάδα.
Παρά τη μερική στροφή της κυβέρνησης την Πέμπτη, οι αγρότες συνεχίζουν επίσης τη διαμαρτυρία τους κατά των σχεδίων μείωσης των επιδοτήσεων για το πετρέλαιο κίνησης και των φορολογικών ελαφρύνσεων για τα γεωργικά οχήματα, στο πλαίσιο των σχεδιαζόμενων περικοπών ύψους 900 εκατ. ευρώ στις ενισχύσεις του γεωργικού τομέα. Οι αγρότες ισχυρίζονται ότι οι σχεδιαζόμενες περικοπές θα απειλήσουν τα μέσα διαβίωσής τους και την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής γεωργίας και έχουν προειδοποιήσει ότι από τις 8 Ιανουαρίου θα είναι «παρόντες παντού με τρόπο που δεν έχει ξαναζήσει η χώρα».
Οι μεταφορείς έχουν ξεσηκωθεί για τα υψηλότερα διόδια, ενώ ορισμένοι γιατροί -συμπεριλαμβανομένων, από τις 9 Ιανουαρίου, και των ειδικών γιατρών- ενδέχεται να αποφασίσουν να κλείσουν τα ιατρεία τους για να υποστηρίξουν τα αιτήματα του ιατρικού κλάδου για περισσότερη κρατική στήριξη σε ένα υπερφορτωμένο σύστημα. Τέλος, αργότερα μέσα στο έτος, αναμένεται να διεξαχθούν συλλογικές διαπραγματεύσεις στο λιανικό εμπόριο, τις κατασκευές, τις αερομεταφορές, τις χημικές, μεταλλικές και ηλεκτρικές βιομηχανίες. Σε μια οικονομία που παραπαίει, με φόντο την συνεχιζόμενη κρίση για το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποδειχθούν επιπλέον σημεία αιχμής για απεργιακές κινητοποιήσεις.