Δεν μου αρέσουν οι προβλέψεις και τα προγνωστικά για κάθε καινούργιο χρόνο. Κι όχι επειδή το έλεγε ο Κέινς.
«Μακροπρόθεσμα σχεδόν όλα είναι πιθανά» εξηγούσε. Ιδίως όταν δεν χρειάζεται να επιβεβαιωθούν.
Πριν όμως προσθέσει πως «το μακροπρόθεσμο είναι λάθος οδηγός για τα τρέχοντα πράγματα. Διότι μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί».
Ετσι δεν παίρνω σοβαρά τα επετειακά αφιερώματα προγνώσεων και προβλέψεων. Υποθέτω πως αν οι γράφοντες ήξεραν πραγματικά τι θα συμβεί θα προτιμούσαν το Χρηματιστήριο ή κανένα λαχείο.
Δεν έχω λοιπόν πρόβλημα να ομολογήσω πως εγώ δεν ξέρω τι θα συμβεί.
Υπάρχει όμως ένας ελέφαντας στο δωμάτιο τον οποίο δεν μπορώ να κάνω πως δεν βλέπω.
Κι αυτός λέγεται «σύστημα εξουσίας». Είτε αρέσει, είτε όχι, από το 2019 έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα εξουσίας, το οποίο βγήκε ενισχυμένο κι από τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023.
Ο καθένας μπορεί να το ονομάσει όπως θέλει. «Κυριαρχία ΝΔ», «κυριαρχία Μητσοτάκη», «σύστημα ενάμισι κόμματος», «ένα κόμμα και κάτι ψιλά», «κυβέρνηση χωρίς αντιπολίτευση», αδιάφορο. Ολοι επισημαίνουν το ίδιο πράγμα διότι βλέπουν τον ίδιο ελέφαντα.
Συνεπώς κανείς δεν μπορεί να το παραβλέψει ή να το αγνοήσει.
Να σημειώσω λοιπόν το αυτονόητο. Κάθε κυρίαρχο σύστημα στηρίζεται στην ισχύ των μεν και την αδυναμία των άλλων να αμφισβητήσουν αυτή την ισχύ. Δεν είναι μονοσήμαντο, ούτε μονοδιάστατο.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις του 2023 επιβεβαίωσαν την ισχύ των νικητών – έτσι συμβαίνει στις δημοκρατίες… Αλλά και την αδυναμία των ηττημένων.
Διότι κάθε εκλογή είναι ένα τελεσίδικο αποτέλεσμα έως την επόμενη εκλογή που θα ακολουθήσει. Κανείς δεν κερδίζει τις εκλογές για να κυβερνήσει «με του βοηθού το χέρι».
Δεν είναι πάντα σαφές. Προφανώς η διακυβέρνηση μιας χώρας απαιτεί συνεννοήσεις και συνεργασίες και συναινέσεις. Αλλά αυτό αφορά το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Πρόσφατα η κυβερνητική πλειοψηφία πέρασε στη Βουλή τις αναγκαίες (λόγω λήξης θητείας) αλλαγές στη σύνθεση των ανεξάρτητων αρχών χάρη στη συνδρομή ενός μικρότερου κόμματος της Δεξιάς.
Θα ήταν προφανώς καλύτερο να είχε προκύψει μια ευρύτερη πλειοψηφία.
Από την άλλη πλευρά όμως ούτε ο ενιαίος (τότε) ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε κανείς άλλος, έδειξαν διάθεση να συμπράξουν. Δεν κατέθεσαν καν προτάσεις. Και φυσικά έμειναν έξω από τις τελικές επιλογές.
Τι κέρδισαν; Αγνωστο.
Πιο πρόσφατα, ο νεοεκλεγείς βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Π. Δουδωνής δεν διαφώνησε απλώς με την κυβερνητική πολιτική στο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων (κάτι το οποίο αποτελεί αναμφισβήτητο δικαίωμά του…) αλλά κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «ψάχνει για συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» και «δεν θα το βρει αυτό» (Open, 2/1).
Με άλλα λόγια ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ μετέθεσε τη συζήτηση από ένα ζήτημα πολιτικής ουσίας (όπως είναι η επιστολική ψήφος ή τα μη κρατικά Πανεπιστήμια και στο οποίο ο ρόλος της αντιπολίτευσης θα ήταν χρήσιμος) σε ένα ζήτημα πολιτικού συσχετισμού.
Οπου φυσικά η κυβέρνηση δεν έχει ανάγκη κανέναν Δουδωνή για να κάνει τη δουλειά της
Δεν ξέρω αν είναι έξυπνη ιδέα. Αλλά δεν βλέπω γιατί συμφέρει την αντιπολίτευση.
Σε όλα τα παραπάνω θα δεχτώ ένα μείζον και σοβαρό αντεπιχείρημα. Οτι το πολιτικό σύστημα που έχει συγκροτηθεί μετά και τις τελευταίες εκλογές είναι ένα πρωτοφανές σύστημα στα μεταπολιτευτικά ελληνικά πράγματα.
Συνεπώς όλοι χρειάζονται χρόνο για να το κατανοήσουν και να προσαρμοστούν στη λειτουργία του.
Ακόμη περισσότερο που οι ηγεσίες των μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι ουσιαστικά καινούργιες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συμπεριφορά και την εμπειρία τους.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η αντιπολίτευσή τους περνάει έως τώρα μέσα από μικρομέγαλα καμώματα με βασικό στόχο να αποδείξουν ποιος είναι μεγαλύτερος.
Λες κι αν στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρει ο ένας κάτι παραπάνω από τον άλλο θα αλλάξει κάτι. Δεν θα αλλάξει. Συνεπώς μάλλον θα έπρεπε να το σκεφτούν διαφορετικά.
Δεν υποτιμώ τις δυσκολίες αυτής της ανάγκης. Το είπα και πριν: η κατάσταση είναι πρωτοφανέρωτη. Αλλά θέλει και λίγο μυαλό.
Ακόμη περισσότερο που και το λιγότερο μυαλό λέει κάτι απλό. Πως η κυριαρχία του Μητσοτάκη και της ΝΔ δεν πρόκειται να κλονιστεί όσο η κριτική της αντιπολίτευσης επιβεβαιώνει τη βάση της κυριαρχίας τους.
Οσο δηλαδή επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος σοβαρός υποψήφιος να κυβερνήσει τη χώρα.
Δεν ξέρω πόσοι κανονικοί άνθρωποι στοιχειώδους νοητικής επάρκειας είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν ότι «σε πείσμα του σιωπητηρίου που έχει επιβάλει η λεγόμενη διεθνής κοινότητα και τα συστημικά ΜΜΕ για τη σφαγή στη Γάζα, ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης μένει ανθεκτικό στην επιχείρηση εθισμού στη γενοκτονία» («Εφημερίδα των Συντακτών», κύριο άρθρο, 2/1).
Υποψιάζομαι πως ο Μητσοτάκης δεν κινδυνεύει να πέσει από κάποιους σαν αυτούς.
Παραδόξως ο κίνδυνος για τον Μητσοτάκη είναι η επιτυχία του. Πάντα στην πολιτική τα κλειστά συστήματα οδηγούνται σε ασφυξία και η επιτυχία είναι ο συνηθέστερος προπομπός ενός κλειστού συστήματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, τα ελληνοτουρκικά.
Μπορεί η κυβέρνηση να έχει περάσει τις εξετάσεις με ικανοποιητικό βαθμό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο βαθμός θα παραμείνει ικανοποιητικός σε ό,τι κι αν εξεταστεί. Είναι μια ψευδαίσθηση συνηθισμένη που συνήθως οδηγεί σε μεγάλα στραπάτσα.
Για να επιστρέψω στον Κέινς, θα θυμίσω μια άλλη παρατήρησή του.
Οταν σε μια διάλεξη φάνηκε να αποστασιοποιείται από παλαιότερες απόψεις του για τον «κανόνα χρυσού», κάποιος φοιτητής τού το υπέδειξε.
Κι ο Κέινς απάντησε:
– Οταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζω άποψη. Εσείς, κύριε, τι κάνετε;
Χρήσιμη συμβουλή για κυβερνήσεις και αντιπολιτεύσεις.