Γερόλυκος, Μερμήγκι, Αρχοντας του Κυπέλλου, 13ος Απόστολος. Τέσσερα προσωνύμια που αποκαλύπτουν την πολυσχιδή προσωπικότητα του Μάριο Ζαγκάλο ο οποίος το βράδυ της Παρασκευής, 5 Ιανουαρίου, έφυγε από τη ζωή.
Ο θάνατος του 92 ετών σπουδαίου Βραζιλιάνου ανακοινώθηκε από τον επίσημο λογαριασμό του στο Instagram.
«Ενας αφοσιωμένος πατέρας, στοργικός παππούς, στοργικός πεθερός, πιστός φίλος, επιτυχημένος επαγγελματίας και σπουδαίος άνθρωπος. Ένα γιγαντιαίο ίνδαλμα, ένας πατριώτης που μας αφήνει κληρονομιά μεγάλων επιτευγμάτων», αναφέρεται στην ανάρτηση.
Ανθρωπος που έκλαιγε πολύ εύκολα, πίστευε στις δεισιδαιμονίες και υποκλινόταν στο τυχερό του νούμερο «13», συνδύαζε νοημοσύνη και πατριωτισμό για να γίνει ο πρωταθλητής των πρωταθλητών: ο μοναδικός άνθρωπος που έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο τέσσερις φορές και ο πρώτος που σήκωσε το πολύτιμο τρόπαιο ως παίκτης και ως προπονητής. Αργότερα τον μιμήθηκαν ο Φραντς Μπεκενμπάουερ με τη Γερμανία και ο Ντιντιέ Ντεσάν με τη Γαλλία.
Από τα επτά Μουντιάλ στα οποία συμμετείχε ως ποδοσφαιριστής (1958, 1962) ή ως προπονητής- τεχνικός σύμβουλος έφτασε στον τελικό στα πέντε.
Γεννημένος στις 9 Αυγούστου 1931 στο Μασέιο, έγινε για πρώτη φορά διεθνής λίγες εβδομάδες πριν το Μουντιάλ της Σουηδίας, τον Μάιο του 1958, σε ηλικία 27 ετών. Ο νεότερος παίκτης εκείνης της ομάδας ήταν ο μόλις 17 ετών Πελέ τον οποίον είχε υπό την προστασία του μαζί με τους Ζίτο και Ζιλμάρ. «Ο Ζαγκάλο είναι σαν αδερφός μου», έλεγε ο Πελέ τον Αύγουστο του 2013 με αφορμή τα 82α γενέθλια του.
Ένα… συνώνυμο της Εθνικής Βραζιλίας
Ο Μάριο Ζαγκάλο αποτελεί συνώνυμο της Εθνικής Βραζιλίας. Την έχει ζήσει καλά από μέσα και απ’ έξω, στις ένδοξες μέρες αλλά και στη χειρότερή της.
Στο Μουντιάλ του 1950 ο 19χρονος τότε Ζαγκάλο φορώντας φόρμα στα χρώματα της ελιάς, μπότες και καπέλο, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως μέλος της ασφάλειας στον «τελικό» με την Ουρουγουάη που μετατράπηκε σε «Μαρακανάζο» και προκάλεσε κατάθλιψη σε ένα ολόκληρο έθνος.
Ως ποδοσφαιριστής αγωνιζόταν στη θέση του αριστερού εξτρέμ. Ξεκίνησε από την Αμέρικα και έκανε καριέρα στις Φλαμένγκο και Μποταφόγκο. Δεν ήταν κάτι το ξεχωριστό σε σχέση με τους διάσημους συμπαίκτες του, τον Πελέ, τον Ντιντί, τον Γκαρίντσα, αλλά ήταν ο πρώτος που γύριζε και μάρκαρε στη μεσαία γραμμή και στην άμυνα, γεγονός που τον έκανε πολύτιμο στους προπονητές του.
Κατά την άφιξή του στη Σουηδία παρατήρησε πως μπροστά από το ξενοδοχείο της Βραζιλίας υπήρχαν όλες οι σημαίες των συμμετεχόντων εκτός της χώρας του. Διαμαρτυρήθηκε στον διευθυντή για να πληροφορηθεί αργότερα πως στη θέση της σημαίας της Βραζιλίας είχαν τοποθετήσει την πορτογαλική σημαία.
«Πίστευαν πως η πρωτεύουσα μας ήταν το Μπουένος Αϊρες! Γι’ αυτό λέω: το ποδόσφαιρο πρόσφερε στη Βραζιλία περισσότερα από κάθε πρεσβεία», έχει δηλώσει στο περιοδικό Aventurasn a Historia.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 οι αθλητικοί χρονογράφοι του «κόλλησαν» το προσωνύμιο «Μερμήγκι». Ηταν γρήγορος και αδύνατος και δεν κουραζόταν ποτέ.
Το 1970 , σε ηλικία μόλις 39 ετών έγινε ο νεότερος προπονητής της Εθνικής Βραζιλίας. Η τοποθέτησή του έγινε με εντολή του Προέδρου Μέντιτσι ο οποίος προηγουμένως καθαίρεσε τον αριστερό Ζοάο Σαλντάνια γιατί αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές του και να καλέσει στην ομάδα τον σέντερ φορ Ντάριο.
Οι επικριτές του Ζαγκάλο υποστηρίζουν πως ανέλαβε μια σούπερ ομάδα. Οι φίλοι του επιχειρηματολογούν προβάλλοντας τις καινοτομίες που έφερε στη Σελεσάο. Ηταν άλλωστε ο πρώτος που εφάρμοσε το σύστημα 5-3-2 το οποίο μετατρεπόταν σε 3-5-2.
Κατάφερε επίσης να βρει χώρο για να αγωνιστούν ταυτόχρονα ταλέντα όπως ο Ζέρσον, ο Ριβελίνο, ο Ζαϊρζίνιο, ο Τοστάο και ο Πελέ. Μια ακόμα καινοτομία του ήταν η μετατόπιση του Γουίλσον Πιάτσα από τη μεσαία γραμμή στο κέντρο της άμυνας, δημιουργώντας ένα απροσπέλαστο τείχος.
Μετά τον θρίαμβο στο Μεξικό ήρθε η τέταρτη θέση στο Μουντιάλ του 1974 με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από τον πάγκο της Σελεσάο. Κλήθηκε ξανά, ως τεχνικός σύμβουλος του Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα για το Μουντιάλ του 1994, κατακτώντας για τέταρτη φορά τη διάσημη κούπα.
Στη συνέχεια διαδέχτηκε τον Παρέιρα και οδήγησε τη Βραζιλία στον τελικό του 1998. Δυστυχώς για τον προληπτικό Ζαγκάλο, ο τελικός διεξήχθη στις 12 Ιουλίου και όχι την επομένη, στο αγαπημένο του 13 και η Βραζιλία ηττήθηκε από τον Ζιντάν και την παρέα του με 3-0.
Οι δεισιδαιμονίες του ήταν τόσο έντονες κυρίως με τον αριθμό 13 ώστε φρόντισε να παντρευτεί στις 13 Ιουνίου, ζούσε στον 13ο όροφο και το αυτοκίνητό του έφερε πινακίδες με τον αριθμό 13. Στο πρώτο του Μουντιάλ, του 1958 υπήρχε επίσης το 13: 5+8=13.
Ως προπονητής της Μποταφόγκο, το 1967 κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο: 6+7=13. Αλλά και στο νικηφόρο Μουντιάλ του 1994 υπήρχε το 13: 9+3=13. Το όνομα του Ρομπέρτο Μπάτζιο (Roberto Baggio) που αστόχησε στα πέναλτι εκείνου του τελικού υπάρχουν επίσης 13 γράμματα. Και όπως έλεγε ο Ζαγκάλο το «Brasil campeão» (Βραζιλία πρωταθλήτρια) αποτελείται επίσης από 13 γράμματα.
Για το κύκνειο άσμα του υπεύθυνος ήταν ξανά ο Ζιζού ο οποίος απέκλεισε με τους Μπλε τη Σελεσάο στα προημιτελικά του Μουντιάλ 2006. Ο Ζαγκάλο που ήταν τότε τεχνικός σύμβουλος, αποχαιρέτησε για πάντα την αγαπημένη του Εθνική Βραζιλίας.