Σ’ αυτό το πονεμένο κομμάτι γης, στην Κρήτη, ο Άγιος Βασίλης δεν σταμάτησε ποτέ κι ας τον περίμεναν καρτερικά κάθε χρόνο, αρκετά παιδιά.
Στη Σπιναλόγκα ή αλλιώς το «Νησί του πόνου», το νησί που μεταφέρθηκαν οι λεπροί και επί πέντε δεκαετίες λειτούργησε ως λεπροκομείο, τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς συχνά στήνονταν μικρές γιορτές μεταξύ των ασθενών, είτε στα φτωχικά σπίτια τους, είτε στα δύο καφενεία που υπήρχαν.
Εν πολλοίς οι γιορτές σήμαιναν το πέρασμα σε μια νέα χρονιά, κατά την οποία ήλπιζαν ότι θα είναι αυτή που θα τους οδηγήσει και πάλι πίσω στα σπίτια τους, μακριά από την εξορία στην οποία ως Χανσενικούς τους είχαν οδηγήσει.
Ο 73χρονος Γιώργος Τζεμανάκης, πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Χανσενικών, γεννήθηκε στη Σπιναλόγκα, όπως και τα δύο αδέλφια του.
Παιδιά του Ευτύχιου από τα Χανιά και της Σοφίας από το Καβούσι Λασιθίου που μπήκαν στο λεπροκομείο 12 και 10 ετών, αντίστοιχα. Εκεί γνωρίστηκαν, εκεί αγαπήθηκαν και εκεί έφεραν στον κόσμο τα τρία τους παιδιά, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Γιώργος Τζεμανάκης, ο οποίος γεννήθηκε το 1950 και παρέμεινε στο νησί μέχρι τον Ιούνιο του 1956, λίγο πριν η Σπιναλόγκα πάψει να λειτουργεί οριστικά, ως λεπροκομείο.
«Τα Χριστούγεννα ήταν μια μέρα όπως οι άλλες»
«Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων, για εμάς τα παιδιά της Σπιναλόγκας, ήταν ημέρες όπως οι άλλες. Ούτε στολίδια, ούτε γιορτές, ούτε δώρα. Στο σχολείο, μας είχαν μιλήσει για τον Άγιο Βασίλη, όμως ούτε τον ίδιο είδαμε ποτέ, ούτε τα δώρα του», λέει ο 73χρονος.
Μέχρι και σήμερα, όπως εξηγεί, θυμάται αυτές τις άγιες μέρες, να «το σκάει» τα απογεύματα από τον θάλαμό του και μαζί με κάποια από τα άλλα παιδιά, να πηγαίνουν στο πεζούλι του Άγιου Παντελεήμονα, εκεί που κάθονταν συνήθως οι μητέρες τους, προκειμένου να τις δουν έστω και από απόσταση.
«Όσα παιδιά είχαν γεννηθεί στη Σπιναλόγκα και δεν υπήρχε κάποιο σημάδι ή ένδειξη ότι θα εκδηλώσουν την ασθένεια, έφευγαν και συνήθως πήγαιναν σε συγγενείς τους. Όσα είχαμε κάποιο σημάδι ή ένδειξη, παραμέναμε στη Σπιναλόγκα, ωστόσο δεν ζούσαμε μαζί με τους γονείς μας. Η μητέρα και ο πατέρας μας είχαν το σπιτάκι τους και εμείς μέναμε σε θαλάμους στα μεγάλα κτίρια μπροστά από το νοσοκομείο», αναφέρει ο κ. Τζεμανάκης που εκδήλωσε όπως είπε την ασθένεια 34 ετών, ενώ τα αδέλφια του ποτέ.
Αν και συχνά όπως εξηγεί, έφτανε καραβάκι με προμήθειες και με χαρίσματα από διάφορους συλλόγους και εθελοντές, ποτέ δεν κατάφερε να έχει τις γιορτές το δώρο που ονειρευόταν.
Ο Γιώργος Τζεμανάκης εκδήλωσε την ασθένεια όταν ήταν 34 ετών σε αντίθεση με τα αδέλφια του που δεν ασθένησαν ποτέ
«Ήθελα ένα αυτοκινητάκι»
Όπως λέει ο κ. Τζεμανάκης, σκεφτόταν πώς θα ήταν να έχει ένα δικό του αυτοκινητάκι και τα κορίτσια λαχταρούσαν να αποκτήσουν μια κούκλα.
«Δεν έφτασαν ποτέ στο νησί τέτοια δώρα, όμως δεν νομίζω ότι νιώσαμε ποτέ έντονη αυτή την έλλειψη», προσθέτει. «Όχι τουλάχιστον τόσο έντονη, όπως την έλλειψη της μητρικής αγκαλιάς. Της αγκαλιάς που μας απαγόρευαν, αφού τους γονείς μας, μόνο από απόσταση μπορούσαμε να τους βλέπουμε», λέει συγκινημένος και επισημαίνει ότι τις ημέρες των γιορτών οι γιατροί, άφηναν λίγο πιο ελεύθερα τα πράγματα και οι γονείς μπορούσαν να πλησιάσουν περισσότερο στο κτίριο με τους θαλάμους των παιδιών.
«Μικρό παιδάκι ήμουν κι όμως θυμάμαι ότι ένιωθα πως είμαι σε φυλακή, γιατί ήμασταν χωρισμένα από τους γονείς μας. Αν θυμάμαι καλά, συνολικά ήμασταν 22 έως 25 παιδιά, με συντροφιά τις νοσηλεύτριες, τους γιατρούς, τον δάσκαλο ή τη δασκάλα.
«Γιατί μας φοβούνται;»
Ο αδελφός του ο μικρός, όπως λέει, ρώτησε μια μέρα τη μάνα τους «γιατί μαμά, μας φοβούνται;». Χωρίς κι εκείνη να γνωρίζει πολλά, του απάντησε «όταν θα μεγαλώσεις, θα καταλάβεις αγόρι μου».
Αυτές είναι μνήμες που δεν θα σβήσουν ποτέ, σημειώνει ο κ. Τζεμανάκης, «πονεμένες ιστορίες που αδυνατούσε να χωρέσει και να εξηγήσει το μυαλό ενός μικρού παιδιού».
Την πρώτη αγκαλιά με τη μητέρα του, την έκανε όταν πια μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών, στο οποίο παρέμεινε μέχρι τα 18 του χρόνια. Εκεί όπως περιγράφει αν και δεν ήταν πιο εύκολες οι συνθήκες, μπορούσαν παρά τις απαγορεύσεις να είναι πιο άνετοι.
Οι γονείς του έζησαν επί δεκαετίες, μέχρι τον θάνατό τους στο Λοιμωδών, ενώ ο ίδιος έχτισε τη ζωή του χωρίς να φοβάται το «θεριό» με το οποίο είχε έρθει αντιμέτωπος.
«Μιλούσα γι’ αυτό και δεν το έκρυψα. Έχω μια κόρη και έναν εγγονό που τους μίλησα από πολύ νωρίς γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής μου. Γιατί αυτό ακριβώς είναι, ένα κομμάτι από εμένα». Η σύζυγός του επίσης γνώριζε από την πρώτη στιγμή, όσα είχε ζήσει ο ίδιος. Το ίδιο και οι συγχωριανοί του.
Δεν φοβήθηκα ποτέ και η αλήθεια είναι ότι με αυτή την προσπάθεια που γίνεται για να αναβαθμιστεί η Σπιναλόγκα ως μνημείο, νιώθω μεγάλη χαρά» αναφέρει ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Χανσενικών, που πρόσφατα, προκειμένου να υποστηρίξει αυτή την προσπάθεια, αλλά και τη δημιουργία Μουσείου πάνω στη Σπιναλόγκα, επισκέφθηκε την υπουργό Πολιτισμού κ. Μενδώνη.
«Συγκλονιστικές ιστορίες, παρόμοιες με αυτές του κ. Τζεμανάκη, κατά καιρούς γίνονται γνωστές και προκαλούν μεγάλη συγκίνηση» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο τέως δήμαρχος Αγίου Νικολάου, Αντώνης Ζερβός, και σημειώνει ότι «πριν από λίγα χρόνια ένας ξεναγός τούς είχε πει ότι επισκέπτης από τη Σουηδία, είχε πάει στο νησί και με λυγμούς τους είχε εκμυστηρευτεί ότι στο κοιμητήριο είχαν ταφεί οι γονείς που τον έφεραν στον κόσμο.
«Είχε και αυτός γεννηθεί εκεί και μετά υιοθετήθηκε, ήταν μια πρακτική αυτή για όσα παιδιά δεν είχαν οικογένεια να πάνε. Γίνονταν υιοθεσίες στην Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, κυρίως σε Σκανδιναβικές χώρες ή και την Αμερική».
Ο κ. Ζερβός χαρακτηρίζει «τόπο μαρτυρίου και ανθρώπινου πόνου» τη Σπιναλόγκα, επισημαίνοντας ότι «τέτοια μνημεία θα πρέπει να παραμένουν το ίδιο σημαντικά όπως και τα ιστορικά μνημεία, γιατί διδάσκουν και δείχνουν μια άλλη πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας που δεν πρέπει να ξεχνάμε, γιατί όταν ξεχνάμε εμείς, μας ξεχνάει και η ιστορία» κατέληξε ο τέως δήμαρχος Αγίου Νικολάου.