Ποιος είναι μείζων δημιουργός; Εκείνος που πλάθει το προσωπικό του σύμπαν. Εικαστικό, μουσικό, αφηγηματικό. Εναν κόσμο παράλληλο προς τον καθημερινό, αυτόνομο όμως. Και σε καλεί να μπεις μέσα του. Να τον εξερευνήσεις, να τον απολαύσεις. Προφανώς αντλεί από τις γήινες εμπειρίες του, μεταχειρίζεται υλικά της πραγματικότητας – αυτά πετάει στη μαγική χύτρα της φαντασίας, τα αποσυνθέτει και τα επανασυνθέτει με ελεύθερους, ονειρικούς συνειρμούς. Προφανώς επηρεάζεται από τους συναδέλφους του, παλιότερους και σύγχρονους – δεν είναι η τέχνη ένας μοναχικός αγώνας δρόμου, σκυταλοδρομία είναι – εάν δεν υπήρχε ως θεμέλιο ο Μπαχ, δεν θα σηκώνονταν οι πύργοι Μότσαρτ, Μπετόβεν, Μάλερ…
Ευτύχησε η νέα Ελλάδα να γεννήσει μείζονες δημιουργούς; Ούτε συζήτηση. Ο Σολωμός, ο Καβάφης. Ο Τσιτσάνης. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος αλλά και ο Γιώργος Τζαβέλας και ο Σταύρος Τσιώλης. Ο Γιάννης Τσαρούχης και ο γλύπτης Τάκης. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς… Πατριαρχικό τοπίο ομολογουμένως. Κάντε υπομονή μερικές δεκαετίες και ο συσχετισμός των φύλων θα έχει –πάω στοίχημα– ανατραπεί.
Το δυστύχημα, το εθνικό μας χούι ξέρετε ποιο είναι; Οσο ζει ο μείζων δημιουργός να τον αντιμετωπίζουμε με άκρα δυσπιστία. Να του ρίχνουμε πέτρες και σκατά, να δούμε εάν θα αντέξει. Πρόσφατα ακόμα επιχείρησαν οι οτινάνοι να λιντσάρουν διαδικτυακώς τον Διονύση Σαββόπουλο. Τα ίδια έκαναν στον Μάνο Χατζιδάκι – αφόρητη τούς ήταν η τόλμη του δημόσιου λόγου του, που πήγαζε από το τεράστιο ταλέντο του. Στον Καραγάτση είχαν προκαλέσει κρίση αυτοπεποίθησης, αμφέβαλλε ο ίδιος στα στερνά για την αξία του. Τον Ταχτσή τον είχαν αποκαλέσει κουτσομπόλη της γειτονιάς και πορνογράφο. Μονάχα εάν βιώνει λάθε ο μεγάλος δημιουργός –αν εμφανίζεται φουκαράς, ρακένδυτος, ανέραστος–, τον συγχωρούν, τον ανέχονται όσοι κουνάνε κατ’ επάγγελμα το δάχτυλο. Και του πετάνε κάνα κόκκαλο υπό μορφήν βραβείου αποστρατείας, τιμητικής εκδήλωσης μετά πολλών χασμουρητών. Ή άμα φύγει στο εξωτερικό.
Είδα το «Poor Things», την πρόσφατη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, και δεν πίστευα στα μάτια μου. Εμπνευση χειμαρρώδης. Εικόνες μαγευτικές. Αφήγηση παραμυθένια, που θέτει ωστόσο το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, στις πληγές και στις ουλές. Δομή με συνεχείς μαιάνδρους, η οποία δεν χάνει εντούτοις ούτε για μια στιγμή τη συνοχή και τον στόχο της – ανοίγει παρενθέσεις, τις κλείνει και επανέρχεται στο κυρίως θέμα. Ο κινηματογράφος απευθύνεται σε δύο αισθήσεις, στην όραση και στην ακοή. Οταν βλέποντας μια ταινία ενεργοποιείται και η όσφρησή σου, ανατριχιάζεις συν τοις άλλοις, νιώθεις στο πρόσωπό σου το χνώτο των ηρώων, τότε ναι, πρόκειται για αριστούργημα!
Επος απελευθέρωσης το «Poor Things». Με έχουν κουράσει, το ομολογώ, τα έργα που θυματοποιούν συλλήβδην τις γυναίκες και άκριτα δαιμονοποιούν τους άντρες. Που εξαντλούνται στην περιγραφή ενός ζόφου. Μιας επικράτειας από την οποία απουσιάζει η χαρά έστω και ως δυνατότητα, ακόμα και ως ελπίδα. Δως του σκλαβιά και δως του εκμετάλλευση και δως του φίμωση κι ευνουχισμός. «Αμα κερδίσεις την ελευθερία σου» θες να ρωτήσεις τη νεοφεμινίστρια «ξέρεις τι να την κάνεις; Θα βρεις το θάρρος να την απολαύσεις;»
Η κεντρική ηρωίδα του Λάνθιμου στο «Poor Things», η Μπέλα Μπάξτερ –ενσαρκωμένη εξαιρετικά από την Εμα Στόουν– διεκδικεί κι απολαμβάνει την ελευθερία της κάθε στιγμή. Σπάει τους κανόνες, αψηφά τις απαγορεύσεις με ύφος όχι βαρύγδουπο μα παιχνιδιάρικο, βγάζοντας γλώσσα σε μια κοινωνία σοβαροφανή, σεμνότυφη. Η Μπέλα Μπάξτερ αναλαμβάνει τον κίνδυνο να ενθρονίσει το σεξ εκεί που του αξίζει. Το ονομάζει κορωνίδα των ανθρώπινων ηδονών, πάνω από το φαΐ και το ποτό και τις εκλεπτυσμένες, εξ αντανακλάσεως μικροχαρές. Λόγο για να υπάρχει κανείς. Σε κάθε ηλικία. «Πώς ζείτε χωρίς σεξ;» ρωτάει στα μούτρα τη γηραιά Χάνα Σιγκούλα κι εκείνη ξεκαρδίζεται.
Και ο άνδρας κακοποιητής, βιαστής, γυναικοκτόνος; Η Μπέλα Μπάξτερ τον βοηθά να βρει τον αληθινό του εαυτό. Τον μεταμορφώνει σε τράγο. «Καλημέρα σας, στρατηγέ μου!» του λέει. Βελάζει εκείνος βλακωδώς και μασουλάει το μαρούλι του.