Πάω να θυμηθώ πώς γιόρταζα μικρός τα Θεοφάνια κι όλο σκαλώνει το μυαλό και σαν να στρίβει σ’ άλλες γιορτές, σ’ άλλους καιρούς κι όλο χάνονται οι εικόνες σε μια θαμπή και γκρίζα ομίχλη. Ισως έφταιγε ότι η μέρα αυτή έπεφτε στο ξέφτισμα των διακοπών παραμονή της επιστροφής στο σχολείο, ίσως που όσο κι αν προσπαθούσα αυτά τα κάλαντα αδύνατον να τα μάθω, κάτι με μπέρδευε εκεί με τα «θυμιατήρια».
Δίπλα μας υπήρχε ένα σπίτι μισό, δηλαδή είχε χτιστεί κανονικά το ισόγειο αλλά ο πρώτος όροφος ήταν ακόμα στα μπετά, εκεί λοιπόν έμενε μια οικογένεια πολυπληθής μάλλον που ανάμεσα στα παιδιά όλων των ηλικιών υπήρχε κι η Δέσποινα, μια νεαρή έξω απ’ τα μέτρα της γειτονιάς. Ηταν απ’ το πρωί βαμμένη, στολισμένη, το στόμα κόκκινο σαν αίμα, μακριές ελικωτές κατάμαυρες βλεφαρίδες, σφιχτό πάντα το μπούστο, μαλλί οξυζενέ στο φουλ, και κάτι τεράστια νύχια σαν αρπακτικό βαμμένα γκρενά.
Ετσι λοιπόν, σαν θεά της Φρεαττύδας, έπιανε δουλειά απ’ το πρωί πρωί, σκούπιζε αυλή και πεζοδρόμιο, σφουγγάριζε πεσμένη στα πατώματα, μαγείρευε, ξεσκόνιζε, ανέβαινε στα παράθυρα, έπλενε τζάμια, μετά τα έτριβε με εφημερίδες, σκοτωνότανε στη λάτρα η γυναίκα.
Πολύ τη θαύμαζα, αν και κάπου τη φοβόμουνα, φορούσε και κάτι δαχτυλίδια περίεργα με μικρά μικρά λιλιπούτεια κουδουνάκια που βγάζαν τον ασημένιο τους ήχο στην παραμικρή της κίνηση.
Καθόμουνα με τις ώρες και την κοιτούσα.
Θυμάμαι κάτι παραμονές των Φώτων που προσπαθούσα να μάθω αυτά τα κάλαντα και δεν τα κατάφερνα με τίποτα.
Στους πρώτους στίχους κάπως τα βόλευα.
«Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
Και χαρά μεγάλη και αγιασμό
Κάθεται η Μαρία η Δέσποινα
Με τα θυμιατήρια στα δάχτυλα…»
Μέχρι εκεί, από κει και κάτω δεν μου πήγαινε το στόμα.
Ασε που δεν καταλάβαινα αυτά τα θυμιατήρια τι σόι πράγμα ήτανε, και για να μη ρωτήσω κάποιον και φανεί ότι δεν γνωρίζω, κι αυτό το απαγόρευα στον μικρό μου εαυτό διά ροπάλου. Ασε που μπορεί να με έφερνε μούρη με μούρη με μια πραγματικότητα που δεν την καταδεχόμουνα με τίποτα, αποφάσισα από μόνος μου, αφού έβγαλα από τον στίχο το Μαρία και άφησα μόνο το Δέσποινα, ότι αυτή η γειτόνισσά μου είναι η Δέσποινα, γι’ αυτήν μιλούν τα κάλαντα, και τα θυμιατήρια είναι αυτά τα κουδουνάκια με τον ουράνιο τους ήχο που φοράει στα δάχτυλά της.
Τι να έγινε άραγε αυτό το κορίτσι; Θα συνέχιζε να ζει ακόμα στο μισό σπίτι; Ή ίσως, και μάλλον πιο πιθανόν, παντρεύτηκε με έναν μισό γάμο για μια μισή ζωή;
Επειτα από χρόνια, γυρνώντας από μια ταβέρνα στη Φρεαττύδα, δεν ξέρω πώς έγινε, βρέθηκα μπροστά σ’ αυτό το σπίτι. Ερημο θεόκλειστο και πάλι μισό, δεν τέλειωσε ποτέ.
Εκανα να φύγω και ξαφνικά, σιγά στην αρχή κι ύστερα όλο και πιο ξεκάθαρα, άκουσα τα κουδουνάκια στα δάχτυλα να μου κρατάν το βήμα… τα θυμιατήρια στα δάχτυλα της Δέσποινας.
Τα δικά μου Θεοφάνια.
Χρόνια πολλά!