Από το Lost μέχρι το Yellowjackets, οι φανταστικές ιστορίες για αεροπορικά δυστυχήματα που αφήνουν ανθρώπους «αποκλεισμένους στην ερημιά» αποτελούν εδώ και καιρό τροφή για τη λαϊκή ψυχαγωγία. Αυτές οι αφηγήσεις γενικά εμβαθύνουν στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, συχνά με επίκεντρο το πώς οι επιζώντες τελικά στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου κάτω από το άγχος τέτοιων τρομερών συνθηκών.
Αλλά στην ταινία Society of the Snow, που προβάλλεται τώρα στο Netflix, ο σκηνοθέτης J.A. Bayona (The Impossible, Jurassic World: Fallen Kingdom) αφηγείται την αληθινή ιστορία του πώς 16 μέλη και υποστηρικτές μιας ομάδας ράγκμπι της Ουρουγουάης κατάφεραν να επιβιώσουν 72 ημέρες σε ένα από τα πιο σκληρά περιβάλλοντα του κόσμου κάνοντας το αντίθετο.
Ενώ η ταινία είναι αρκετά σκληρή, είναι επίσης μια συγκινητική περιγραφή του πώς όσοι έζησαν τη διάσημη πλέον συντριβή της πτήσης 571 της ουρουγουανικής πολεμικής αεροπορίας το 1972, ενώθηκαν για να ξεπεράσουν σχεδόν δυόμισι μήνες πείνας, ψυχρών θερμοκρασιών και ακραίων καιρικών φαινομένων, ενώ ήταν παγιδευμένοι σε έναν απομακρυσμένο παγετώνα ψηλά στις Άνδεις.
Δείτε το τρέιλερ του Society of the Snow
«Τα ανθρώπινα όντα υφίστανται μια μεταμόρφωση σε τέτοιες περιπτώσεις»
Ένας από τους επιζώντες, ο Ρομπέρτο Κανέσα (τον υποδύεται ο Ματίας Ρεκάλτ) -ο οποίος ήταν 19χρονος φοιτητής Ιατρικής τη στιγμή του δυστυχήματος και σήμερα είναι 70 ετών- λέει στο TIME ότι βλέποντας τις ταινίες του Bayona The Impossible και When a Monster Calls ένιωσε ότι ο σκηνοθέτης είχε ένα μοναδικό ταλέντο στο να γυρίζει ταινίες για ανθρώπινα όντα υπό μέγιστο στρες.
«Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια ταινία. Είναι μια εμπειρία που έπρεπε να μοιραστούμε με την ανθρωπότητα για να δείξουμε στους ανθρώπους που έχουν τις δικές τους περιπέτειες στο βουνό πώς να είναι επινοητικοί και πώς να μην τα παρατάνε», λέει για τη συνεργασία του με τον Bayona για τη δημιουργία του Society of the Snow. «Τα ανθρώπινα όντα υφίστανται μια μεταμόρφωση σε τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχει μια πραγματική μεταμόρφωση από το να είσαι παίκτης του ράγκμπι στο να γίνεις επιζών από ένα αεροπορικό δυστύχημα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν αυτό το δυναμικό».
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Πάμπλο Βιέρσι του 2008, το Society of the Snow γυρίστηκε εν μέρει στην ίδια τοποθεσία όπου συνετρίβη το πραγματικό αεροπλάνο. Αν και η ιστορία της καταστροφής του 1972 έχει μεταφερθεί στην οθόνη και στο παρελθόν -κυρίως στην ταινία Alive του σκηνοθέτη Frank Marshall το 1993 και ως έμπνευση για το Yellowjackets- αυτή είναι η πρώτη φορά που οι επιζώντες και οι οικογένειες των νεκρών επέτρεψαν να χρησιμοποιηθούν τα πραγματικά τους ονόματα.
«Γιατί θέλεις να ζήσεις; Για ποιον θέλεις να πεθάνεις;»
«Στην καρδιά του βιβλίου, υπάρχει αυτό το μήνυμα που λέει ότι όταν τα πάντα έχουν αφαιρεθεί από κάποιον, έχει ακόμα την ευκαιρία να αποφασίσει τι θα κάνει – γιατί θέλει να ζήσει; Για ποιον θέλει να πεθάνει;» δήλωσε ο Bayona στο The Hollywood Reporter. «Είναι η πρώτη φορά που λέμε την ιστορία ολόκληρης της ομάδας που το έζησε και αυτό ήταν πολύ σημαντικό».
Το ιστορικό θρίλερ είναι η συμμετοχή της Ισπανίας στα Όσκαρ και η πρώτη ταινία του Bayona στα ισπανικά μετά την επιτυχία του The Orphanage, το 2007.
«Σκέφτηκα, “είσαι νεκρός. Θα μάθεις τι υπάρχει στο τελευταίο σύνορο της ζωής»», λέει o Ρομπέρτο Κανέσα για τη στιγμή του δυστυχήματος
Δείτε το βίντεο
Πώς συνετρίβη το αεροπλάνο;
Στις 12 Οκτωβρίου 1972, η πτήση 571 της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης απογειώθηκε από το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, με 45 άτομα (40 επιβάτες και πέντε μέλη πληρώματος) στο αεροσκάφος. Το αεροπλάνο είχε ναυλωθεί από την ερασιτεχνική ομάδα ράγκμπι Old Christians Club για να μεταφέρει τους παίκτες της ομάδας, τους φίλους και τα μέλη της οικογένειάς τους στο Σαντιάγο της Χιλής για έναν αγώνα επίδειξης.
Λόγω κακών καιρικών συνθηκών, το αεροπλάνο αναγκάστηκε να προσγειωθεί στη Μεντόζα της Αργεντινής και να διανυκτερεύσει. Το επόμενο απόγευμα, στις 13 Οκτωβρίου, το αεροπλάνο ξεκίνησε και πάλι για το Σαντιάγο με μια σχεδιασμένη πορεία που θα του επέτρεπε να παρακάμψει την καρδιά των Άνδεων και να πετάξει μέσα από ένα χαμηλότερο ορεινό πέρασμα. Ωστόσο, λίγο περισσότερο από μία ώρα μετά την έναρξη της πτήσης, ο πιλότος εκτίμησε λανθασμένα τη θέση του και -με άδεια από τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας- άρχισε να κατεβαίνει πριν το αεροπλάνο βγει από τις Άνδεις. Μη μπορώντας να ξεφύγει από την κορυφογραμμή, προσέκρουσε σε ένα βουνό, χάνοντας και τα δύο φτερά και την ουρά του κατά την πρόσκρουση. Το μπροστινό μέρος του αεροπλάνου στη συνέχεια γλίστρησε από το βουνό πριν προσγειωθεί σε μια κοιλάδα σε υψόμετρο περίπου 11.500 ποδών.
Τι συνέβη στους επιζώντες επιβάτες;
«Σκέφτηκα, “είσαι νεκρός. Θα μάθεις τι υπάρχει στο τελευταίο σύνορο της ζωής»», λέει o Ρομπέρτο Κανέσα για τη στιγμή του δυστυχήματος. «Όταν το αεροπλάνο έχασε τα φτερά και την ουρά, άρχισε να γλιστρά με απίστευτη ταχύτητα. Νόμιζα ότι τα πόδια μου θα περνούσαν μέσα από το πίσω μέρος των αυτιών μου. Όταν λοιπόν σταμάτησε, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν ζωντανός. Ήταν παράλογο».
Όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά τα συντρίμμια και το περιβάλλον του, ο Κανέσα θυμάται ότι αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σε εφιάλτη. «Σκέφτηκα, “uα ξυπνήσω. Υπάρχει ένα κουμπί που πρέπει να πατήσω και όλα θα τελειώσουν»», λέει. «Αλλά δεν υπήρχε κανένα κουμπί».
Από την αρχική συντριβή σκοτώθηκαν 12 άτομα και αρκετοί από τους 33 επιζώντες επιβάτες τραυματίστηκαν. Πέντε ακόμη άνθρωποι πέθαναν κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας και ένας άλλος υπέκυψε στα τραύματά του περίπου μια εβδομάδα αργότερα, αφήνοντας 27 ακόμη ζωντανούς. Πιστεύοντας ότι θα διασώζονταν από μέρα σε μέρα, οι επιζώντες υπέμειναν τις θερμοκρασίες της νύχτας υπό το μηδέν, δημιουργώντας ένα καταφύγιο από τα συντρίμμια της ατράκτου και μοιράζοντας τα λίγα τρόφιμα και το κρασί που βρήκαν στις αποσκευές – τα οποία τελείωσαν μετά από περίπου μία εβδομάδα.
«Είναι μια πολύ παράξενη αίσθηση να είσαι ζωντανός ενώ σε θεωρούν νεκρό»
Όπως δείχνει η ταινία, οι επιζώντες είδαν πολλά αεροπλάνα διάσωσης να πετούν από πάνω τους τις επόμενες ημέρες, αλλά κανείς από όσους έψαχναν γι’ αυτούς δεν μπόρεσε να εντοπίσει τα λευκά συντρίμμια του αεροπλάνου στο χιόνι. Γύρω στη 10η ημέρα, οι επιζώντες ανέσυραν ένα μικρό ραδιόφωνο, ένα τρανζίστορ από το αεροπλάνο και άκουσαν την οδυνηρή είδηση ότι η έρευνα είχε ματαιωθεί και όλοι θεωρούνταν νεκροί.
«Ένιωσα ότι ο κόσμος πήρε το δρόμο του και ότι ήμασταν έξω από τον κόσμο. Είναι μια πολύ παράξενη αίσθηση να είσαι ζωντανός ενώ σε θεωρούν νεκρό» λέει ο Κανέσα για το γεγονός ότι έμαθε για το τέλος της αναζήτησης. «Αλλά μας ανασυγκρότησε επίσης με την έννοια ότι η αναμονή για διάσωση είχε τελειώσει. Αν δεν βγαίναμε έξω, θα πεθαίναμε όλοι».
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν και η πείνα κέρδιζε, οι επιζώντες αναγκάστηκαν τελικά να καταφύγουν στον κανιβαλισμό προκειμένου να παραμείνουν ζωντανοί. Ο Κανέσα λέει ότι η απεικόνιση του κανιβαλισμού στην ταινία Society of the Snow, των συζητήσεων της ομάδας σχετικά με το αν θα έτρωγαν τα σώματα των νεκρών είναι μια «καλλιτεχνική» εκδοχή του πώς κατέληξαν στην απόφαση.
«Τους είπα: «Αυτή είναι η ιδέα μου και θα πάω εκεί έξω και θα κόψω ένα κομμάτι ενός σώματος και σέβομαι τη διαφορετική γνώμη»», λέει. «Σκέφτηκα ότι το να δώσω το παράδειγμα θα ήταν ένας καλός τρόπος για να προχωρήσω, επειδή δεν υπήρχε σχέδιο Β».
Δείτε το βίντεο
«Τρως ένα νεκρό άτομο και το άτομο αυτό είναι φίλος σου…»
Αν και το να τρώει τα πτώματα ήταν μια «ταπεινωτική» εμπειρία, σύμφωνα με τον Κανέσα, λέει ότι παρακίνησε τον εαυτό του να συνεχίσει, σκεπτόμενος την επανένωση με τη μητέρα του.
«Τρως ένα νεκρό άτομο και το άτομο αυτό είναι φίλος σου και αναρωτιέσαι, “pρέπει να το κάνω αυτό; Ή μήπως πρέπει να αφήσω τον εαυτό μου να πεθάνει;»», λέει. «Αλλά έχω δει πώς κλαίνε οι μητέρες όταν χάνουν τους γιους τους και δεν ήθελα να περάσει η μητέρα μου κάτι τέτοιο. Συνειδητοποίησα ότι όταν έχεις λόγο να κάνεις κάτι, τίποτα δεν σε σταματάει».
Η ταινία εστιάζει σε αυτό που ο Bayona αναφέρει ως «γενναιοδωρία» της πράξης και όχι στην εκμετάλλευσή της για λόγους σοκ. «Πρόκειται για μια φρικτή ιστορία που δεν επικεντρώνεται ποτέ στη φρίκη», δήλωσε στο BBC. «Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε την ιστορία είναι ακριβώς το αντίθετο. Επικεντρώνεται στην ανθρώπινη πτυχή της ιστορίας και στη φιλία, στην ακραία γενναιοδωρία που είχαν ο ένας προς τον άλλον».
«Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε την αίσθηση του χιούμορ μας»
Καθώς η ομάδα περίμενε το χιόνι να αρχίσει να λιώνει με την ανοιξιάτικη θερμοκρασία, η καταστροφή συνεχίστηκε όταν, στις 29 Οκτωβρίου, δύο διαδοχικές χιονοστιβάδες έθαψαν την άτρακτο στο χιόνι, σκοτώνοντας άλλους οκτώ ανθρώπους και παγιδεύοντας τους υπόλοιπους για τρεις ημέρες. Όσοι επέζησαν έπρεπε να βασιστούν στα πτώματα που ήταν θαμμένα δίπλα τους για τροφή.
«Προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε την αίσθηση του χιούμορ μας» λέει ο Κανέσα για τις ημέρες που ήταν εγκλωβισμένοι στο χιόνι από τη χιονοστιβάδα. «Η αίσθηση του χιούμορ είναι πολύ σημαντική στη ζωή. Είναι σημαντικό να γελάς με την κατάστασή σου. Αυτό σε κάνει να συνεχίζεις. Έτσι, αν είχες κάτι καλό να πεις το έλεγες και αν είχες κάτι λυπηρό να πεις το κρατούσες για τον εαυτό σου. Πάντα δουλεύαμε μαζί για να προσπαθήσουμε να ανεβάσουμε το ηθικό».
Οι 19 εναπομείναντες επιζώντες κατάφεραν τελικά να βγουν με σήραγγα από την άτρακτο, για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν ξανά μέσα για άλλες τρεις ημέρες, όταν έπεσε χιονοθύελλα. Όταν τελικά κατάφεραν να βγουν έξω, άρχισαν να εξερευνούν τρόπους για να βγουν από τα βουνά.
Τρεις ακόμη θάνατοι σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα, αφήνοντας μόνο 16 ζωντανούς.
«Κοίταξα τις κάλτσες ράγκμπι γεμάτες με τη σάρκα των φίλων μου και είπα: «Αυτό πρέπει να θαφτεί. Αυτό δεν είναι πλέον φαγητό. Τώρα θα έχουμε αληθινό φαγητό». Έτσι έθαψα τα λείψανά τους»
Πώς διασώθηκαν οι επιζώντες;
Καθώς οι θερμοκρασίες συνέχιζαν να αυξάνονται, τρία μέλη της ομάδας – ο Ρομπέρτο Κανέσα, ο Φερνάντο «Νάντο» Παράντο (τον υποδύεται ο Agustín Pardella) και ο Αντόνιο «Τιντίν» Βιζιντίν (τον υποδύεται ο Agustín Della Corte) – ξεκίνησαν μια προσπάθεια να διασχίσουν τα βουνά με πεζοπορία και να φτάσουν στον πολιτισμό της Χιλής.
«Ήταν πιο βολικό κατά έναν εγωιστικό τρόπο να μείνουμε στην ασφαλή ζώνη της ατράκτου. Αλλά σκέφτηκα ότι σε αυτή την ομάδα, ήμουν το άτομο που έπρεπε να φύγει», λέει ο Κανέσα για την απόφαση να κάνει το ταξίδι. «Και ο Αρτούρο Νογκουέιρα, ο οποίος είχε σπασμένα πόδια, μου είπε: «Είμαι ένα παράσιτο. Βασίζομαι σε ανθρώπους σαν εσένα που έχουν το θάρρος να φύγουν από εδώ». Αυτό με άλλαξε από θύμα στο να αναλάβω τον ηρωισμό της δέσμευσης -όχι του να φτάσω στη Χιλή, γιατί αυτό ήταν κάτι που δεν ήταν υπό τον έλεγχό μου. Αλλά η δέσμευση του να πλησιάζω όλο και πιο κοντά και, αν χρειαστεί, να πεθάνω περπατώντας».
Αφού μια τριήμερη πεζοπορία έφερε το τρίο στην κορυφή της κοιλάδας τους, συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονταν πολύ πιο βαθιά στα βουνά απ’ ό,τι είχαν αρχικά σκεφτεί. Ο Βιζιντίν επέστρεψε στον καταυλισμό ώστε ο Κανέσα και ο Παράντο να έχουν περισσότερες μερίδες φαγητού για το μεγαλύτερο ταξίδι και το ζευγάρι συνέχισε με έναν αυτοσχέδιο υπνόσακο που τους επέτρεψε να επιβιώσουν στις θανατηφόρες νυχτερινές θερμοκρασίες.
«Ήμασταν δύο σε ένα και περπατούσαμε μαζί»
«Ο Νάντο και εγώ γίναμε σαν ένα άτομο» λέει ο Κανέσα. «Έβαζα το χέρι μου γύρω από την πλάτη του επειδή το μπουφάν του ήταν αρκετά κοντό και τα νεφρά του πάγωναν. Ήμασταν δύο σε ένα και περπατούσαμε μαζί. Κάθε βήμα ήταν ένα βήμα λιγότερο και με κάθε βήμα ερχόμασταν πιο κοντά. Όσο λοιπόν μπορούσαμε να κάνουμε βήματα, θα φτάναμε στις κοιλάδες της Χιλής».
Μετά από ένα βάναυσο ταξίδι 10 ημερών, ο Κανέσα και ο Παράντο συνάντησαν έναν έφιππο άνδρα, ο οποίος, μετά από μια ημέρα αναμονής, κατάφερε να ειδοποιήσει τις αρχές ότι υπήρχαν ακόμη επιζώντες που περίμεναν να διασωθούν.
Αφού συνειδητοποίησαν ότι ήταν επιτέλους ασφαλείς, ο Κανέσα λέει ότι το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να θάψει τα υπολείμματα που είχαν φέρει στο ταξίδι για τροφή. «Κοίταξα τις κάλτσες ράγκμπι γεμάτες με τη σάρκα των φίλων μου και είπα: «Αυτό πρέπει να θαφτεί. Αυτό δεν είναι πλέον φαγητό. Τώρα θα έχουμε αληθινό φαγητό». Έτσι έθαψα τα λείψανά τους».
Ελικόπτερα διάσωσης έφτασαν στο σημείο της συντριβής στις 22 Δεκεμβρίου, αλλά μπόρεσαν να μεταφέρουν αεροπορικώς μόνο έξι από τους 14 επιζώντες που είχαν απομείνει λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Οι υπόλοιποι οκτώ παραλήφθηκαν την επόμενη ημέρα.
Αφού κατάφερε να βγει από τα βουνά, ο Κανέσα συνέχισε να ασκεί την ιατρική και έγινε διάσημος παιδοκαρδιολόγος. «Είχα πετύχει το όνειρό μου να βρω διάσωση για τους φίλους μου. Ένιωσα σαν να είχα έναν ελέφαντα στους ώμους μου για 72 ημέρες. Και ο ελέφαντας έφυγε» λέει. «Έτσι έπρεπε να επιστρέψω πίσω. Πάλεψα για να επιστρέψω στην ιατρική και να γίνω γιατρός».
*Με στοιχεία από time.com