«Το 2003, ανώτεροι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου αποκάλυψαν ότι υπήρξα μυστική πράκτορας της CIA. Διέρρευσαν την ταυτότητά μου, επειδή ο τότε σύζυγός μου, ο πρέσβης των ΗΠΑ, Τζο Γουίλσον, έγραψε ένα άρθρο στο οποίο καθιστούσε σαφές ότι η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους είπε ψέματα για την απειλή που αποτελούσε το Ιράκ, πριν από την απόφασή της να εισβάλει στα εδάφη του».
Με τα λόγια αυτά η Βάλερι Πλέιμ υπενθυμίζει στο Foreign Policy, γιατί η αμερικανική κυβέρνηση την έριξε στην πυρά σε μια ιστορία κατασκοπείας, καθήκοντος και προδοσίας που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τίτλο «Παιχνίδια Συνομωσίας» και πρωταγωνιστές τη Ναόμι Γουότς και τον Σον Πεν στους ρόλους των προαναφερμένων.
«Υπερτιμημένη γραμματέας»
«Πέρασα πολύ χρόνο στις δεκαετίες που ακολούθησαν για να επεξεργαστώ το τραύμα αυτής της εμπειρίας. Έθεσε σε κίνδυνο τα περιουσιακά μου στοιχεία, τερμάτισε την κρυφή μου καριέρα και αναστάτωσε την οικογένειά μου. Ακόμη και γεγονότα που συνέβησαν πολύ αργότερα με έφεραν πίσω σε εκείνη την εποχή, όπως η απονομή χάριτος από τον τότε πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ το 2018 στον Σκούτερ Λίμπι, τον πρώην προσωπάρχη του αντιπροέδρου Ντικ Τσένι, ο οποίος καταδικάστηκε για ψευδορκία και ψέματα στο FBI κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τη διαρροή. Εκείνα τα χρόνια, με αποκάλεσαν ψεύτρα, προδότρια και -σύμφωνα με τα λόγια ενός Ρεπουμπλικάνου βουλευτή- «υπερτιμημένη γραμματέα», συνεχίζει η ίδια στο κείμενο της στο αμερικανικό περιοδικό.
Ex-spy Valerie Plame on the “secret history” of women in the agency. https://t.co/F7thKbK2zs
— Foreign Policy (@ForeignPolicy) January 6, 2024
Σκοπός, ωστόσο, της Βάλερι Πλέιμ, δεν ήταν να μιλήσει ξανά για μια από τα ίδια, αλλά να επαινέσει το βιβλίο «The Sisterhood: The Secret History of the Women at the CIA» της Λίζα Μάντι, που καταγράφει τις απογοητεύσεις, τους θριάμβους και τους συμβιβασμούς των γυναικών στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ, συμπεραίνοντας ότι η ζωή τους δεν υπήρξε καθόλου εύκολη στις τάξεις της. Από τις πρώτες ημέρες της CIA, οι γυναίκες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογής πληροφοριών, σημειώνει το συγκεκριμένο βιβλίο. Τι κι αν ήταν μορφωμένες, εκλεπτυσμένες και πολύγλωσσες, υπό τον προσεχτικό έλεγχο τους είχαν μόνο τα οικονομικά και τα γραφεία προσωπικού, επεξεργάζονταν τα τηλεγραφήματα με αποδέκτες τους άνδρες συναδέλφους τους, συνέτασσαν τα υπομνήματά τους και διόρθωναν τις εκθέσεις τους για τις πληροφορίες που συγκέντρωναν και συχνά τους παντρεύονταν για να τους προσφέρουν την κάλυψη που χρειάζονταν για την επιτυχία της κατασκοπευτικής δράσης τους.
Παιχνίδι για λίγους
Μέχρι τις δεκαετίες του 1950-1960 απαγορευόταν να αναλαμβάνουν οι ίδιες αποστολές, αν και κάποιες ιδιαίτερα τολμηρές κατάφεραν όχι μόνο να εκμεταλλευτούν το σύστημα, αλλά και να το «κοροϊδέψουν» για να αποδείξουν ότι μπορούν να παίξουν κι εκείνες το παιχνίδι εξίσου καλά, αν όχι και καλύτερα. Τα χρόνια πέρασαν, οι γυναίκες μπήκαν και επίσημα στην CIA, αλλά και πάλι δεν είχαν την ίδια μεταχείριση με τους άνδρες συναδέλφους τους. Όπως θυμάται η Βάλερι Πλέιμ όταν έφτασε στη «Φάρμα», το άγνωστο στρατόπεδο στο οποίο οι επίδοξοι κατάσκοποι περνούν από σκληρές δοκιμασίες για να αποδείξουν την αξία τους πριν βγουν στον κόσμο, το πρώτο που συνειδητοποίησε ήταν ότι όλες οι γυναίκες εκεί ήταν ανύπαντρες και άτεκνες. Το γεγονός την προβλημάτισε αρκετά, καθώς ήταν αποφασισμένη να διαπρέψει στη CIA, αλλά να αποκτήσει και οικογένεια, ιδιαίτερα όταν άκουγε δεξιά και αριστερά άνδρες ανωτέρους της να προτείνουν στις γυναίκες να αφήσουν το πρακτοριλίκι γι’ αυτούς που το αντέχουν και να πάνε σπίτι τους, να βρουν έναν σύζυγο και να κάνουν παιδιά.
Επειδή, όμως, όπως έχει γράψει εύστοχα ο Σαίξπηρ δεν υπάρχει οργή χειρότερη από αυτήν της περιφρονημένης γυναίκας, το πείσμα τους ήταν τόσο μεγάλο που πολλές, ανάμεσα τους και η Λίζα Μάνφουλ, κορυφαία φοιτήτρια του ένδοξου πανεπιστημίου Brown από κοσμοπολίτικη οικογένεια, κατάφεραν να διαπρέψουν στη CIA κι ας υποχρεώνονταν πολλές φορές να κάνουν τα πικρά γλυκά και να αμείβονται με λιγότερα χρήματα από τους άνδρες συναδέλφους τους με παρόμοια χρόνια εμπειρίας και πολλές φορές με λιγότερα τυπικά προσόντα. Κι ενώ οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις έδιναν και έπαιρναν από τα alpha αρσενικά της υπηρεσίας που δεν μπορούσαν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και την τεστοστερόνη τους υπό έλεγχο, το 1992 η έρευνα «Glass Ceiling Study» αποκάλυψε ότι παρότι οι γυναίκες αποτελούσαν το 40% των εργαζομένων στη CIA, μόνο το 10% είχε καταφέρει να αναρριχηθεί σε σημαντικά πόστα πρώτης γραμμής.
Κλίμα καχυποψίας
Το 1994 η Τζανίν Μπρούκνερ, τότε αξιωματούχος της CIA, μήνυσε την υπηρεσία για διακρίσεις λόγω φύλου και παρότι η υπόθεση έκλεισε εξωδικαστικά με την καταβολή αποζημίωσης και την υποβολή της παραίτησης της, το δίπλωμα ως δικηγόρος που απέκτησε στη συνέχεια οδήγησε λίγο αργότερα την υπηρεσία να παραδεχτεί ότι «συστηματικά έκανε διακρίσεις εναντίον των γυναικών κατασκόπων στις τάξεις της για πολλά χρόνια».
Η Βάλερι Πλέιμ ολοκληρώνει το κείμενο της χαρακτηρίζοντας συγκλονιστικό το βιβλίο της Μάντι, σημειώνοντας ωστόσο ότι η λέξη «αδελφότητα» στον τίτλο του είναι παραπλανητική. Τα πολλά χρόνια που οι γυναίκες προσπαθούσαν να τα καταφέρουν, έχοντας απέναντι τους όχι μόνο τους άνδρες συναδέλφους τους, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες, είχε ως τίμημα ένα κλίμα καχυποψίας και ανταγωνισμού μεταξύ τους που, όπως υπογραμμίζει, καλά κρατεί μέχρι σήμερα αποδυναμώνοντας επί της ουσίας την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.